Η Νομική ως επιστήμη και η Δικηγορία ως πρακτική και εμπειρία ζωής, είναι ορόσημα κοινωνικής μόρφωσης και αυτοπεποίθησης. Δογματική ενδεχομένως τοποθέτηση αλλά και εν πολλοίς βιωματική παραδοχή, για όλους όσους έχουν γνώση και συμμετοχή, μικρή ή μεγάλη, ουσιαστική ή περιφερειακή στο συναλλακτικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Στον σπουδαίο κώδικα αρχών και οδηγών συμπεριφοράς και επιβίωσης, με τους οποίους οι λειτουργοί της γαλουχούνται, περίοπτη θέση έχει η αρχή, πως και ο πλέον επώδυνος και ασύμφορος συμβιβασμός είναι προτιμότερος από την περίλαμπρη δικαστική επιτυχία.
Σε όρους ζωής και διεθνών σχέσεων, το ιδεολογικό επιμύθιο και νουθεσία διαρκείας είναι η προτίμηση για εξεύρεση λύσης μέσα από τον διάλογο, παρά η προσφυγή σε δυναμική αντιπαράθεση, όσο μεγάλο και αν είναι το δίκαιο, όσο σοβαρά, πραγματικά ή σε επίπεδο ευχών και προσδοκιών, είναι τα οπλικά μέσα και ενδεχόμενα πλεονεκτήματα.
Κάπου εδώ ξεκινούν τα αλλά. Με πρώτο και κύριο, πως ο διάλογος, όπως και το τανγκό, απαιτεί δύο. Και πάνω από όλα βούληση, για επίλυση του ζητήματος και εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Με βάση την καλή πίστη όσων διαλέγονται και με ‘μπούσουλα’ ένα σύστημα κανόνων. Ειδάλλως είναι η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας. Είναι προσχηματικός και όσα παράξει δε θα έχουν συνέχεια σε διαδρομή χρόνου.
Στο Διεθνές Δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Δίκαιο της Θάλασσας, η προτροπή για διάλογο δεν αποτελεί μια εμπειρική διαπίστωση, ή μια δεοντολογική εικασία. Διατρέχει τις διατάξεις των σχετικών Συνθηκών. Και έχει τη λογική της. Πέρα από τη διαρκή μέριμνα για να αποφεύγεται η όξυνση των διεθνών σχέσεων και να εξαλείφονται οι εκρηξιογενείς εστίες αντιπαράθεσης, προστατεύει το Διεθνές Δίκαιο και από τη δοκιμασία επιβολής του.
Που αν αποτύχει, στο πλαίσιο αδυναμίας εφαρμογής οποιασδήποτε απόφασης των αρμόδιων Διεθνών Δικαστηρίων, θα καταρρακώσει την επιρροή και το κύρος του και θα ‘γυρίσει’ τον διακόπτη λειτουργίας της Διεθνούς Κοινότητας, σε συνθήκες πολικού ψύχους.
Αυτή η καθ’ όλα θεμιτή μέριμνα και προτροπή για εξεύρεση λύσης στα προβλήματα, μέσω του διαλόγου, δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι για βιασμό του γράμματος και της ουσίας του Διεθνούς Δικαίου.
Η χώρα μας έχει πικρή εμπειρία σε αντίστοιχες συνθήκες ‘διαλόγου’ που είχαν αποτελέσει το ‘φύλο συκής’ για τη νομιμοποίηση των βιαιοτήτων σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο λεγόμενος διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Ανδριανούπολη, τον Σεπτέμβριο του 1967, επ’ αφορμή των γεγονότων της Κοφίνου.
Ως αποτέλεσμα η Ελλάδα, για μια καθ’ όλα δικαιολογημένη επέμβαση της Εθνοφρουράς και της Κυπριακής Αστυνομίας, ενάντια στις Τουρκοκυπριακές προβοκάτσιες, υποχρεώθηκε να αποσύρει την Ελληνική μεραρχία από το νησί και τον ίδιο τον Γρίβα. Κι όλα αυτά υπό την απειλή πολέμου, απέναντι στους εκπροσώπους της επταετίας.
Δεύτερο παράδειγμα προσχηματικού διαλόγου και διαπραγματεύσεων, είναι το όσα προηγήθηκαν του Αττίλα Β’. Όπου με τη βία η Τουρκία, επέβαλε, με εγκλήματα πολέμου και θηριωδίες σε βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού, όσα εξωφρενικά διεκδίκησε από θέση ισχύος και αφού είχε παγιώσει την παρουσία της επί του πεδίου, στις συζητήσεις, που προσχηματικά προηγήθηκαν.
Στη σύγχρονη πρόκληση, δεν πρέπει επ ‘ουδενί να επιτρέψουμε στην Τουρκία να προβάλει εαυτήν ως θιασώτρια του διαλόγου. Τόσο έναντι των άσπονδων φίλων, όσο και έναντι αυτών που αναζητούν ‘βολικές λύσεις’.
Ως θέση αρχής, είμαστε υπέρμαχοι του διαλόγου. Ας ζητήσουμε σε πρώτο χρόνο από τις μεγάλες Συμμαχίες στις οποίες ανήκουμε, να επιβεβαιώσουν το αυτονόητο, ότι αυτός δηλαδή πρέπει να γίνει σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Θα είναι τότε χρήσιμο να αποκαλυφθεί ποιοι έχουν αντίθετη άποψη. Που για να τελειώνουν και τα αστειάκια, σίγουρα δεν αφορά τον διάλογο.