Κανείς ποτέ δεν αρνήθηκε τον διάλογο. Και ιδιαίτερα η χώρα μας. Επί χρόνια, αν όχι δεκαετίες συμμετέχουμε σε επάλληλους κύκλους συζητήσεων, σε θέματα ‘χαμηλής πολιτικής έντασης’. Είναι μια διαδικασία που δεν προοιωνίζεται συναρπαστικές εξελίξεις, αλλά χρησιμεύει αν μη τι άλλο για να «συντηρείται» η ένταση σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
Μέχρι του σημείου που οι γείτονες από τα μικρασιατικά παράλια, επιλέγουν να δημιουργούν νέα δεδομένα και να ξεκινούν τη συζήτηση, με την ανατολίτικη κουτοπονηριά, από νέα ευνοϊκή για τους ίδιους συγκυρία.
Το αρνητικό ιστορικό προηγούμενο διαμορφώθηκε, με τη Μαδρίτη και την υπερβολικά ‘καλή πίστη΄, που δείξαμε. Δεν εκτιμήθηκε. Με βάση το ιστορικό προηγούμενο, το αντίθετο θα έπρεπε να μας εκπλήξει. Πάει να επαναληφθεί και τώρα.
Η Τουρκία δηλώνει, ότι είναι έτοιμη για διάλογο. Αφού επί εβδομάδες προκαλούσε σταθερά και παραβίαζε κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αφού με κυνισμό δοκίμαζε τις αντοχές μας και απαξίωνε το διεθνές δίκαιο. Αφού μέσω των διατεταγμένων στελεχών της και των κυβερνητικών της αξιωματούχων απειλούσε και καθύβριζε τη χώρα μας, την πολιτική της ηγεσία, τους προγόνους μας και όσους άρθρωναν τα αυτονόητα για τα θεμελιώδη εθνικά μας δικαιώματα.
Είναι μια συμπεριφορά, σταθερά επαναλαμβανόμενη. Αλλά και τόσο προβλέψιμη, αφού οι ίδιοι οι Τούρκοι φροντίζουν να εξαγγείλουν. Και από ότι φαίνεται γίνεται εκ του ασφαλούς. Γεγονός που ‘εγγυάται’ την επανάληψή της και την αποθράσυνση του Τουρκικού παράγοντα.
Λίγες μέρες πριν τη σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, οι ανειλικρινείς και άνευ περιεχομένου αναφορές και δηλώσεις των Τούρκων για διάλογο, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως σωσίβιο ημών και αλλήλων. Το αν οι Τούρκοι εννοούν τον διάλογο είναι κάτι που πρέπει να αποδείξουν στην πράξη. Μέχρι τότε πρέπει να εμείνουμε στην επιβολή κυρώσεων. Ειδάλλως επιτείνονται οι συνθήκες ατιμωρησίας και χλεύης μας.
Τα αστειάκια επίσης περί δήθεν ταμπού που πρέπει να εγκαταλείψουμε και να ‘ανοίξουμε’ δήθεν την ατζέντα, των συζητήσεων με τους Τούρκους, είναι σίγουρα υποβολιμαία, αν όχι σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Η διαφορά μας με την Τουρκία επί του καθορισμού των ορίων της υφαλοκρηπίδας, ανατρέχει σε δεκαετίες τώρα. Κανείς δεν τους εμποδίζει χωρίς, όρους και κουτοπονηριές να συμφωνήσουν μαζί μας, για να εκδικαστεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Εκεί θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν και τα επιχειρήματά τους, όπως λένε, από τη νομολογία αυτού του Δικαστηρίου ‘για την επήρεια’ των νησιών. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να μην αναγνωρίζουν στον ίδιο το Δικαστήριο που επικαλούνται, την αρμοδιότητα να ερμηνεύσει τη νομολογία του.
Μετά την υφαλοκρηπίδα, μπορούμε κάλλιστα να συμφωνήσουμε να παραπέμψουμε για συζήτηση, ότι άλλο παραβιάζει κατά την άποψή τους και την άποψή μας το Διεθνές Δίκαιο και τις διμερείς μας συμφωνίες. Πρώτα μεταξύ αυτών, είναι η παραβίαση του οιωνεί καθεστώτος αυτονομίας των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, από πλευράς των Τούρκων, κατά το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης και η καταστρατήγηση της ρήτρας αμοιβαιότητας ως προς την παραμονή των Μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη και την αντίστοιχην των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί να δούμε ποιος θα τρελαθεί στη νομιμότητα.
Γιατί ο διάλογος, ειδικά για θέματα Διεθνών Συνθηκών και Δικαίου, δεν είναι βεγγέρα για εξυπνάκηδες και δημοσιολογούντες. Αυτοί σίγουρα δεν ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματά του. Όπως και για τα όσα απαιτούνται, όταν αποτύχει ή δε γίνει ως κακοστημένη κωμωδία. Δεν είναι όλοι για όλα. Και αυτό δεν είναι θέμα διαλόγου.