Ο 61ος κύκλος των διερευνητικών επαφών, με βάση όλες τις σχετικές ανακοινώσεις και την ειδησεογραφία, έχει δρομολογηθεί και η έναρξή του είναι ‘προ των πυλών’. Δε γίνεται σε έναν πολιτικά ουδέτερο χρόνο. Λογικό είναι να υπάρχουν και παρανοήσεις, αλλά και τακτικισμοί, που επιχειρούν να μεταφέρουν μηνύματα. Αλλά και να κερδίσουν εντυπώσεις.
Η διπλωματία εξάλλου απαιτεί υπομονή και σε πλείστες όσες περιπτώσεις κρίνεται με ‘νίκη στα σημεία’. Όταν βέβαια δεν μεσολαβούν υπέρτερες δυνάμεις.
Είναι αναγκαίο ωστόσο να γίνουν μερικές βασικές επισημάνσεις. Οι διερευνητικές επαφές κατ’ αρχήν δε συνιστούν έναρξη διαπραγματεύσεων, ή διεξαγωγή επίσημου διαλόγου. Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί τα θέματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης και θα μπορούν κατ΄ επέκταση να διευθετηθούν μέσω του διαλόγου.
Δεν είναι μια πολιτικά αδιάφορη επιλογή. Αντίθετα είναι εξαιρετικά κρίσιμη και διαμορφώνει το πλαίσιο των εξελίξεων. Όπως και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτό.
Οι διερευνητικές επαφές και χρήσιμες είναι και αναγκαίες. Ξεκίνησαν το 2002. Σε μια περίοδο κατά την οποία επίκειτο η ολοκλήρωση της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας κορυφαίος δηλαδή σταθμός, για την προοπτική και τις τύχες της Μεγαλονήσου. Που σίγουρα σήμανε συναγερμό στην Τουρκική πλευρά. Όπως και νευρικότητα. Η καχυποψία και ο εκνευρισμός αυτός έπρεπε να κατευναστούν. Οι διερευνητικές επαφές λειτούργησαν σε αυτή την κατεύθυνση.
Οι διερευνητικές επαφές διασφαλίζουν και ένα διαρκή δίαυλο επικοινωνίας. Είναι απαραίτητος για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις. Κάθε σχετική δυνατότητα είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη. Όπως και τα ‘κόκκινα τηλέφωνα’ επικοινωνίας, μεταξύ των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων των δύο χωρών. Ότι μπορεί να λειτουργήσει ‘πυροσβεστικά’, πρέπει να αξιοποιείται.
Γιατί η υπέρβαση του σημείου, μετά το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή, δεν αποτελεί επιλογή. Στο μέτρο πάντα που η Τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα δεν αφήνει περιθώρια άλλων επιλογών.
Τα όσα συζητούνται στις διερευνητικές επαφές, δεν αποτελούν παραδοχές, ούτε μπορούν να δημιουργήσουν οποιοδήποτε προηγούμενο. Θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μη ειπωθέντα, εκτός και εάν τα μέρη αποφασίζουν διαφορετικά. Εξ ορισμού πρέπει να αφορούν ζητήματα ‘χαμηλής έντασης’. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολυνθεί η επίτευξη αποτελεσμάτων. Και θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη διαδικασία και την προοπτική της.
Οι διερευνητικές επαφές ακόμα και ως υπόθεση ενασχόλησης, με μηδενική παραγωγή δεσμεύσεων, δεν μπορούν να αναφερθούν σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και του σκληρού πυρήνα των εθνικών δικαιωμάτων. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, αν όχι η βεβαιότητα, ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο διαρροών, εν είδει crash test, για να εξοικειωθεί η κοινή γνώμη στο αδιανόητο.
Είναι επικίνδυνοι πειραματισμοί, στους οποίους δεν μπορούμε να επιδοθούμε ακόμα και εάν υπάρχει ο πειρασμός της αμοιβαιότητας.
Οι διερευνητικές επαφές δεν αποκλείουν την παράλληλη διεξαγωγή διαλόγου. Που στην περίπτωσή μας με την Τουρκία, μπορεί να έχει ως μόνο αντικείμενο τον προσδιορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Χωρίς βέβαια να υπάρχει οποιαδήποτε έκπτωση στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Για τη συστηματική παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, που επιδόθηκε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συνεχή εκτόξευση απειλών. Γιατί, πρέπει φίλοι και εταίροι να μην ξεχνούν τη βασική Κοινοτική Αρχή. Πως ο ρυπαίνων πληρώνει. Και η ρύπανση δε διορθώνεται με διάλογο.