Όπως σε προηγούμενα άρθρα μας ( 21.09.2020 και 25.09.2020) αναφέραμε η σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επρόκειτο να αποφασίσει την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, όπως είχε δεσμευθεί προ μηνός περίπου, επειδή κρίθηκε ότι προέχει η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της (οικονομικά και προσφυγικό) που την εμποδίζουν να ενεργήσει όπως θα έπρεπε, για να διασφαλιστούν τα νόμιμα δικαιώματα κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου από την επιβουλή τους από το κράτος-πειρατή.
Και έφτασε η Ε.Ε. με εξαίρεση την Γαλλία και την Αυστρία στο κατάντημα να αναιρέσει και την προηγούμενη απόφασή της για επιβολή κυρώσεων αν δήθεν μετά την αναβολή της αρχικής συνόδου η Τουρκία δεν προέβαινε σε αποκλιμάκωση των επιθετικών ενεργειών της. Μάλιστα εμφάνισε αρχικά ένα ανούσιο σχέδιο φραστικής και μόνο υποστήριξης και αλληλεγγύης προς εμάς και την Κύπρο, χωρίς να απειλείται κανένα άμεσο πρακτικό μέτρο σε βάρος της Τουρκίας ούτε και στο μέλλον.
Το σχέδιο αυτό βεβαίως το απέρριψε η Ελλάδα και η Κύπρος και αποδέχθηκαν ένα πιο βελτιωμένο που όμως δεν αλλάζει σε τίποτα την πραγματικότητα πέραν του πιο αυστηρού ύφους του προς την Τουρκία. Οποία υποκρισία και αδυναμία της Ε.Ε. για να επιβεβαιώσει στοιχειωδώς την ύπαρξής της.
Είναι προφανές ότι η προσωρινή απόσυρση του ερευνητικού σκάφους οruc reis από την υφαλοκρηπίδα μας, που επιβλήθηκε με εντολή της Μέρκελ, είχε μοναδικό στόχο να μας σύρει σε προσυμφωνία για την έναρξη διερευνητικών επαφών για διαπραγματεύσεις, ώστε κατά την παρούσα σύνοδο να εμφανισθεί η Τουρκία ως δήθεν αποκλιμακώνουσα τις επιθετικές ενέργειές της και έτσι να μη επιβληθούν κυρώσεις αλλά ούτε καν και να απειληθούν για το μέλλον παρά τις αστήρικτες όπως αποδείχθηκε προσδοκίες μας.
Και το ερώτημα που μπαίνει είναι τι κάνουμε και πως ενεργούμε εμείς ως ελεύθερο και αυτοδύναμο κράτος;. Υποκρίνεται η κυβέρνηση προς τους πολίτες ότι πράγματι είμαστε σε περίοδο αποκλιμάκωσης εν όψει διαλόγου με την Τουρκία.
Ποιος μπορεί να πιστέψει όμως κάτι τέτοιο όταν:
α) Η Τουρκία δια των κυβερνητικών φορέων της πρωτοστατούντος του Ερντογάν συνεχίζει την ίδια ρητορική με τις απειλές σε βάρος μας και σε βάρος της Κύπρου, προβάλλοντας πάντοτε τον στόχο της «Γαλάζιας Πατρίδας»
β) Συνεχίζει με επιθετική ρητορική να αναφέρεται στα θέματα που αποτελούν γι αυτήν διεκδικήσεις σε βάρος μας, εκτός της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η καταπίεση των μουσουλμάνων της Θράκης κ.λ.π.
και γ) Πρόσφατα αντίθετα σε κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου, που ωμά το παραβιάζει στέλνει στρατό και πολεμικό υλικό στο Αζερμπαϊζάν στον πόλεμο κατά της Αρμενίας;. ΄Όλα αυτά μάλιστα εν όψει της έναρξης των συζητήσεων μετά από μία εβδομάδα των διερευνητικών επαφών μεταξύ μας. Είναι άραγε δυνατόν η κυβέρνηση με οποιονδήποτε φορέα που θα την εκπροσωπεί να καθίσει σε τραπέζι με Τούρκο αξιωματούχο και να συζητήσει καλοπροαίρετα υποτίθεται για οποιοδήποτε ζήτημα, όταν από τις προηγούμενες μέρες οι σε βάρος μας απειλές θα διαδέχονται η μία την άλλη, όπως πρόσφατα οι απειλές από Ερντογάν Ακάρ, Τσαβούσογλου κ.λ.π. Και όσο οι ενέργειες αυτές της Τουρκίας μένουν ατιμώρητες, τόσο θα συνεχίζουν, αφού ο μεγαλοϊδεατισμός της ως περιφερειακής δύναμης θα ενισχύεται με περαιτέρω επεκτατικές βλέψεις της και σε βάρος μας που ρητά το δηλώνει και δεν το κρύβει.
Η Τουρκία δεν εμφανίζει ούτε υποκριτικά – όπως κάνει η Ε.Ε. για το ζήτημα των κυρώσεων – διαλλακτικό πρόσωπο, επειδή δεν φοβάται κανένα μέτρο και καμμία κύρωση, ερχόμενη μάλιστα κόντρα και προς τα συμφέροντα της Ρωσίας στον Καύκασο. Η επιθετική ρητορική της θα συνεχίζεται με την ταυτόχρονη υποκρισία της ότι δήθεν ενδιαφέρεται για διάλογο με όλες τις παράκτιες χώρες, αλλά εννοεί μόνο όταν αυτός γίνει με τους δικούς της όρους και εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Δεν είναι τυχαίο ότι χθες επικυρώθηκε και τυπικά η συμφωνία του μνημονίου με την Λιβύη στον Ο.Η.Ε. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου.
Εάν με αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση και οποιαδήποτε Ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να διαλεχθεί με την χώρα που λειτουργεί ως πειρατής, εκτός του ότι θα δημιουργηθεί στις Ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες η πεποίθηση ότι είμαστε μία φοβισμένη και υποτελής χώρα, χωρίς κύρος και ισχύ, αλλά και θα υποθηκεύσουμε για το μέλλον την ύπαρξή μας, επειδή είναι γνωστό πλέον ότι η Τουρκία ποτέ δεν θα σταματήσει τις παράνομες διεκδικήσεις της, θεωρώντας ότι με την ισχύ των όπλων και όχι του διεθνούς δικαίου θα επιβάλει τις ορέξεις της, όταν δεν θα εμποδίζεται από κανένα.
Στο άρθρο της 25.09.2020 επισημαίνεται η τεράστια ευθύνη της κυβέρνησης για την έναρξη των διαπραγματεύσεων και είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη των κυβερνώντων ότι πρέπει να αποτραπεί ο εγκλωβισμός μας σε ατέρμονες συζητήσεις μηνών όπως συνέβη μέχρι το έτος 2016, που μοναδικό αποτέλεσμα θα έχουν την πολεμική σύγκρουση.
Εάν ο στόχος της κυβέρνησης είναι μόνο μετά την βέβαιη αποτυχία των διαβουλεύσεων με την Τουρκία, η παραπομπή των διαφορών μας στο Δικαστήριο της Χάγης τότε θα πρέπει η στρατηγική της να περιορισθεί μόνο στα αμφισβητούμενα θαλάσσια όρια της υφαλοκρηπίδας μας και της ΑΟΖ γιατί αν αποδεχθεί και την κρίση του Δικαστηρίου και επί όσων η Τουρκία διεκδικεί είναι βέβαιον ότι θα είμαστε χαμένοι από την απόφαση που θα εκδοθεί.
Kαι βεβαίως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε και στρατιωτικά, αμυνόμενοι σε κάθε μελλοντική επιβουλή ή και προληπτικά όταν διαπιστωθεί ότι οι συζητήσεις μας με την Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνο για αποπροσανατολισμό μας από ενεργή στρατιωτική ετοιμότητα όπως πρόσφατα επιδείξαμε στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Σωτήρης Γκεκόπουλος είναι συν/χος Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, πολιτικός αναλυτής