Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ολοκληρώθηκε. Μέσα σε καταστάσεις πανδημίας. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την ψυχολογία των συμμετεχόντων και τα συμπεράσματά του. Που επιτείνουν τον προβληματισμό μας. Και είναι μια πρόσθετη απόδειξη πως τα πράγματα είναι δύσκολα. Και η προοπτική διόλου ενθαρρυντική.
Όχι ότι θα περίμενε κανείς σοβαρός αναλυτής κάτι διαφορετικό. Ή ότι το Συμβούλιο θα ανέτρεπε τους συσχετισμούς. Κάθε άλλο. Το Συμβούλιο και τα συμπεράσματά του, είναι το ”κερασάκι στην τούρτα”.
Δε ”φωτογραφίζουν τη σκηνή”. Επιβεβαιώνουν τις ισορροπίες και τις προτεραιότητες. Που, βέβαια, δε διαμορφώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Κορυφαία σχετική επιβεβαίωση αποτελεί ότι η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για την Ευρώπη. Και ευρύτερα τη Δύση. Δεν είναι μόνο η γεωπολιτική της θέση στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας, και οι ‘τσαχπινιές’ απιστίας, που κάνει, λοξοκοιτάζοντας στον Πρόεδρο Πούτιν. Ούτε και αποκλειστικά ο ρόλος της και η θέση της, για τους ‘δρόμους του πετρελαίου και της ενέργειας’. Τα τελευταία χρόνια, έχει πείσει την Ευρώπη, ότι αποτελεί το ανάχωμα για τη ‘μεταναστευτική πλημμυρίδα’.
Τα 3, 6 εκατομμύρια Σύρων προσφύγων που εγκαταβιούν στην επικράτειά της και οι ‘ποταμοί’ Αφγανών, Πακιστανών και όλων των Ασιατών, που αναζητούν τον επίγειο παράδεισο στις πλούσιες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, είναι μια διαρκής υπόμνηση του ρόλο της, για την ‘ασφάλεια΄ των Ευρωπαϊκών Κοινωνιών. Η εμπειρία ως προς αυτό, του καλοκαιριού του 2015, ήταν καταστροφική.
Τόσο για τις Δυτικές Κυβερνήσεις, που γνώρισαν την κατακραυγή των πολιτών τους, για τη ροή του 1,5 και πλέον εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών, καθώς και προσφύγων, που τις κατέκλυσαν, μέσα από την οδό ιδίως των Δυτικών Βαλκανίων, όσο και για τη χώρα μας, που έχει το φθοροποιό καθήκον να μην επιτρέψει την επανάληψή τους.
Χωρίς να υπάρχει μάλιστα και η αντίστοιχη αναγνώριση. Γιατί η Τουρκία, τόσο μέσω του Ερντογάν, όσο και του Τσαβούσογλου, έχουν πείσει, ότι αυτοί συγκρατούν τις ‘ορδές΄ των αλλογενών.
Τα ‘λύτρα’ που από το 2016, τους καταβάλουμε, είναι απόδειξη για την πειστικότητα της απειλής τους. Που κανένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, επί του παρόντος, τουλάχιστον, δε θέλει να διακινδυνεύσει.
Τα συμπεράσματα δημιουργούν και ένα πολύ κακό προηγούμενο. Σύμφωνα με αυτό δεν αρκεί η συστηματική παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, η προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών μελών και η απειλή πολέμου, για την επιβολή κυρώσεων, αλλά χρειάζεται να προηγηθεί ένα στάδιο ‘προειδοποιήσεων’. Τίποτα και κανείς δεν αποκλείει στο μέλλον τα στάδια αυτά να είναι περισσότερα του ενός.
Με ότι αυτό βέβαια συνεπάγεται για την πειστικότητα και την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των κυρώσεων. Δημιουργείται επίσης η ψευδεπίγραφη εντύπωση ότι η Τουρκία ‘συναίνεσε για διάλογο’. Ωσάν να μην είναι αυτονόητη υποχρέωση μιας χώρας, που κατά τα άλλα ισχυρίζεται ότι σέβεται το Διεθνές Δίκαιο.
Την ίδια ωστόσο στιγμή δε διευκρινίζεται εάν, ενόσω υπάρχει αναμονή για την έναρξη και το περιεχόμενο αυτού του διαλόγου, η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούν να ασκούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στο Αιγαίο και τη Νότιο Ανατολική Μεσόγειο. Ιδίως σε σχέση με τη απρόσκοπτη εξέλιξη των διαδικασιών αδειοδότησης και τη συνέχιση των εργασιών των δικαιούχων για υποθαλάσσιες έρευνες και γεωτρήσεις. Η απάντηση, μάλλον προκαλεί κόμπο.
Ανησυχητική εξέλιξη αποτελεί η αναφορά σε πολυμερή διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο και η μνεία ότι στο πλαίσιό της θα συζητηθούν τα θέματα καθορισμού των θαλασσίων ζωνών.
Θα είναι μια προοπτική καταστροφική, που θα εξυπηρετεί τον σκληρό πυρήνα των Τουρκικών διεκδικήσεων. Να συζητηθούν δηλαδή και να αποφασιστούν τα θέματα των θαλασσίων ζωνών, όχι με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας και τη μέθοδο της μέσης γραμμής, που πρέπει να είναι η πάγια θέση μας, αλλά με πολιτικούς όρους και κριτήρια.
Χρειάζεται εγρήγορση και προετοιμασία. Στην παρούσα φάση, εύλογος είναι ο προβληματισμός για την επάρκειά τους.