Το δεύτερο Lockdown έφτασε. Όχι ότι δεν το περιμέναμε. Τα περιοριστικά μέτρα είχαν ξεκινήσει εδώ και εβδομάδες σε όλη τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Εκεί, όπου οι θερμοκρασίες, είχαν πέσει δραστικά, εδώ και ένα δίμηνο περίπου. Και τα κρούσματα ακολούθησαν έναν φρενήρη ρυθμό.
Κοντά σε αυτό και ο κοσμοπολιτισμός των κρατών αυτών, όπως και η έντονη εμπορική τους κίνηση, που πολλαπλασίασε τις δυνητικές πηγές κινδύνων. Το τίμημα της οικονομικής ευμάρειας. Εκεί τουλάχιστον προηγήθηκαν επί δεκαετίες οι ωφέλειες. Σε εμάς;
Σε εμάς, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έκανε κρύο. Είναι μια ”θεϊκή προίκα”. Που εκ των πραγμάτων περιόριζε τις ακούσιες συναθροίσεις. Χωρίς αυτό να εμποδίσει την εκθετική αύξηση των κρουσμάτων. Φανταστείτε τι θα ακολουθούσε χωρίς το εξοντωτικό μέτρο του ”παγώματος” της ζωής και της οικονομίας. Χωρίς αυτό βέβαια να δικαιώνει, όσους ολιγώρησαν και όσους φάνηκαν ανεπαρκείς απέναντι στην πρόκληση.
Η ολιγωρία και η ανεπάρκεια, πέρα από τους επαγγελματίες κατηγόρους και την υποκριτική τους αγανάκτηση, είναι μετρήσιμες και αποτιμώνται σε πράξεις και παραλείψεις. Τι θα μπορούσε να γίνει από πλευράς προμηθειών και δεν έγινε, τι τυχόν λείπει από πλευράς εξοπλισμού και έμψυχου δυναμικού, ποιες ήταν οι προληπτικές ενέργειες που έπρεπε να είχαν γίνει και δεν έγιναν.
Κι όλα αυτά έχοντας υπόψη ότι προηγήθηκε το πρώτο κύμα της πανδημίας και υπήρχε γνώση των αναγκών, αλλά και χρόνος για προετοιμασία. Και επειδή κανείς δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα, θα πρέπει τουλάχιστον οι κάθε λογής αρμόδιοι, να δείξουν ότι δρομολόγησαν όλες τις αναγκαίες ενέργειες. Στο τέλος τέλος να αποδείξουν, ότι καταλαβαίνουν τι γίνεται και πως πρέπει να ενεργήσουν.
Είναι μια αρχή, που φαντάζει όλο και λιγότερη αυτονόητη. Και ρίχνει σε αβυσσαλέα πάθη τον πήχη των προσδοκιών, για την επόμενη ημέρα. Εδώ και εάν είναι το στοίχημα.
Σε κάθε μεγάλη δοκιμασία, ιστορικά, χρειάζεται ένας στόχος, ένα αφήγημα. Η πίστη ή ακόμα και η παρηγοριά ότι οι θυσίες δεν είναι χωρίς αντίκρυσμα. Κι αν στην πρώτη φάση της πανδημίας, τότε που κατέβηκε για πρώτη φορά ο διακόπτης, αυτή η εγκαρτέρηση, ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του φιλότιμου και της ελπίδας ότι δεν είναι μάταιη η θυσία, η επανάληψη της δοκιμασίας βρίσκει μια κοινωνία κουρασμένη, εξαντλημένη και γεμάτη αμφιβολίες για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Οι προβλέψεις από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ζοφερές. Κάνουν λόγο για ύφεση της τάξης του 9%. Χαραμάδα ελπίδας είναι η προσδοκία για ανάπτυξη της τάξης του 5% την επόμενη χρονιά.
Που όμως δεν μπορεί να έρθει μόνη της. Χρειάζεται τον παραγωγικό ιστό που θα δημιουργήσει κύκλο εργασιών και πλούτο που θα μετακυλισθεί σε όλη την κοινωνία. Και η καλύτερη των διαθέσεων να υπάρχει και αφθονία σε ”καύσιμα” να παρουσιαστεί- όπου καύσιμα εδώ είναι τα Κοινοτικά και μόνο κονδύλια, καθώς Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ουσιαστικά δεν υπάρχει-χρειάζεται η μηχανή για να τα μετατρέψει σε πλούτο και εθνικό προϊόν.
Και εις ότι αφορά τα Κοινοτικά κονδύλια και το Ταμείο Ανασυγκρότησης, κάθε άλλα παρά απλά είναι τα πράγματα. Τα κονδύλια που προέβλεπε, ήταν με βάση την εμπειρία και τις συνέπειες από το πρώτο κύμα της Πανδημίας.
Ήδη βιώνουμε το δεύτερο που είναι ακόμα πιο σφοδρό. Κατ’ ελάχιστο τα όσα προέβλεπε το Ταμείο, ακόμα και όταν δοθούν στα κράτη μέλη θα αφορούν κατά μέγιστο το ήμισυ των αναγκών τους, όπως αυτές προυπολογίστηκαν το καλοκαίρι του 2020.
Με τις υπόλοιπες τι γίνεται;
Η δεύτερη κορυφαία πρόκληση έχει να κάνει με το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να εισπράξουμε ότι προυπολογίστηκε για τη χώρα μας. Είναι έτοιμο αυτό το σχέδιο; Έχει υποβληθεί; Αν, όχι ποιοι είναι υπεύθυνοι για την καθυστέρηση; Οι άλλες χώρες της Ένωσης το έχουν υποβάλει; Τι προβλέπει; Έχει γίνει η διάχυσή του στην αγορά για να ετοιμαστεί ανάλογα, άμεσα ή έμμεσα; Μόνο όταν μεγιστοποιηθεί ο αριθμός των δικαιούχων, θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματική συνδρομή στην εθνική οικονομία. Διαφορετικά υπονομεύουμε την προοπτική του, απέναντι σε μια κοινωνία, που διψά και σιγοβράζει και μια Ευρώπη που θέλει να ξέρει ότι τα λεφτά της, ”πιάσαν τόπο”.
Και σε σχέση με την Κίνα, τη μεγάλη αυτή χώρα, που χωρίς να ευθύνεται για τη γέννηση του ιού, αλλά σίγουρα φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση στη διαχείριση της εξάπλωσης και των συνεπειών του, γίνονται οι απαραίτητες ενέργειες και διαβήματα για να παράσχει πραγματική στήριξη? Ήδη ωφελείται τα μάλα από τη λειτουργία του Πειραιά, χωρίς να αποδίδει τα αναμενόμενα στην Ελληνική οικονομία και την Ελληνική κοινωνία. Σε μια εποχή μάλιστα που οι συνθήκες γίνονται ιδιαίτερα πιεστικές και το πολυδιαφημιζόμενο αντίπαλο δέος του λιμανιού της Τεργέστης, έχει παύσει να υπάρχει.
Η συζητούμενη πώλησή του στον Κινεζική Κρατική Εταιρεία Επικοινωνίας και Κατασκευών, δεν έγινε. Αντίθετα το λιμάνι περιήλθε στον έλεγχο της εταιρείας που διαχειρίζεται το λιμάνι του Αμβούργου. Αυτόματα η σπουδαιότητα του Πειραιά μεγιστοποιείται. Ευκαιρία να την αξιοποιήσουμε. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να την αγνοήσουμε. Ειδικά στην εποχή του lockdown.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι Δικηγόρος, ΔΝ, αν. Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων