Ο κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που έτρωγαν σφαλιάρες από την πραγματικότητα είχαν ένα και μοναδικό επιχείρημα για να δικαιολογηθούν: γιατί οι άλλοι ήταν καλύτεροι; Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που ακολούθησε την εθνική τραγωδία του 2015-19, δείχνει να πιστεύει πως οι προηγούμενοι από τους οποίους πήρε την εξουσία ήταν πράγματι καλύτεροι. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς η μανία να τους αντιγράφει.
Ο υπουργός Επικρατείας κ. Γεραπετρίτης προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη μεγάλη ήττα της ελληνικής κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής έκανε τον απίθανο συμψηφισμό της ήττας με το «δυσανάλογο» πακέτου 32 δις ευρώ που θα πάρει η Ελλάδα για «ανάπτυξη». Κάτι σχετικά παρόμοιο δηλαδή με την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, όπου το Σκοπιανό ανταλλάχθηκε με την ακύρωση των μειώσεων των συντάξεων που ήταν αρχικά προγραμματισμένες για τις αρχές του 2019.
Για να είμαστε δίκαιοι, αντίθετα από το ΣΥΡΙΖΑ όπου η εθνική ήττα στο Μακεδονικό ήταν ιδεολογική του επιδίωξη, η ήττα της παρούσας κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής δεν ήταν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Είμαι σίγουρος ότι η κυβέρνηση θα ήθελε να επιτύχει και δεν τα κατάφερε. Αλλά, ο απαράδεκτος συμψηφισμός του κ. Γεραπετρίτη δείχνει το πόσο βαθιά έχουν εισχωρήσει οι ιδέες και οι νοοτροπίες της καθεστωτικής κεντροαριστεράς στην λεγόμενη κεντροδεξιά. Μια ήττα στα εθνικά θέματα ισοφαρίζεται κάπως με νέα μεγαλύτερα ΕΣΠΑ. Ο θρίαμβος του κρατισμού, ο θρίαμβος της εθνικής μας παρακμής.
Και δεν ήταν μόνο ο κ. Γεραπετρίτης σε αυτό το θλιβερό μοτίβο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός θριαμβολογούσε για τη «συμφωνία για τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% μέχρι το 2030» που επετεύχθη στην Σύνοδο Κορυφής. Λες και το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης μπορεί να στηριχτεί σε «πενταετή» πλάνα κρατικοδίαιτης «πράσινης ανάπτυξης» αμφιβόλου περιβαλλοντικής αποτελεσματικότητας και μηδαμινής οικονομικής ανάπτυξης. Αν τα οικονομικά πλάνα της ΕΕ είχαν έστω και μερική επιτυχία, η Ευρώπη δεν θα ήταν μια ήπειρος σε βαθιά οικονομική παρακμή τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά και ο προϊστάμενος του οικονομικού γραφείου του Μαξίμου, κ. Πατέλης, μας διαφώτισε περαιτέρω, αφού μας εξήγησε πως ένας από τους πυλώνες του Ταμείου Ανάπτυξης θα είναι και ένα «εκτεταμένο πρόγραμμα κατάρτισης που στοχεύει στην καταπολέμηση των διακρίσεων με βάση το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την αναπηρία, την ηλικία ή άλλα χαρακτηριστικά των εργαζομένων.» Γιατί αυτό που χρειαζόμαστε ως οικονομία, αλλά και ως δύναμη έναντι της Τουρκίας, είναι μια ισχυρή δόση αριστερής πολιτικής ορθότητας.
Και οι αντιγραφές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας δεν σταματούν σε νέα μεγαλύτερα ΕΣΠΑ, «πράσινη» «ανάπτυξη» και ισχυρές δόσεις αριστερής πολιτικής ορθότητας. Αντιγράφει τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και στις σχέσεις του με τα ΜΜΕ. Έτσι είχαμε την παραίτηση της Έλενας Ακρίτας από τα «Νέα» όταν ένα άρθρο της απορρίφθηκε για έκδοση. Ακόμα δεν έχω πέσει πάνω σε παράγραφο, λέξη ή έστω κάποιο σημείο στίξεως της κας Ακρίτα με τα όποια να συμφωνώ. Αλλά από πότε ένας αρθρογράφος επιβάλλεται να ακολουθεί τη γραμμή του κύριου άρθρου μιας εφημερίδας; Εξάλλου, γιατί να μην γνωρίζουμε την άποψη της μανταμσουσουδίστικης αριστεράς των Βορείων προαστίων επί των θεμάτων της επικαιρότητας;
Αλλά εκεί που έγινε ένα ακόμα χειρότερο έγκλημα ήταν η παραίτηση της δημοσιογράφου Δήμητρας Κρουστάλλης από το «Βήμα». Όπως έγραψε η ίδια, «[έ]πειτα από τη δημοσίευση του ρεπορτάζ για το παράλληλο και ατελέσφορο σύστημα καταγραφής των κρουσμάτων κορωνοιού από την ΗΔΙΚΑ και τον ΕΟΔΥ ασκήθηκε ασφυκτική πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου. Αυτή μετατράπηκε σε εσωτερική ένταση και με έφερε ενώπιον του διλήμματος: προσωπικός και επαγγελματικός ευτελισμός ή παραίτηση.»
Μόνο για το μήνα Δεκέμβριο το Μέγαρο Μαξίμου είχε ορίσει 45.000 ευρώ για υπερωρίες του προσωπικού του. Καλύτερα θα ήταν αυτές τις ώρες σκληρής εργασίας να δαπανώνται στην αντιμετώπιση της Τουρκίας και όχι στην λογοκρισία δημοσιογράφων. Η αντιγραφή Συριζαϊκών πολιτικών και μεθόδων πρέπει να σταματήσει. Έτσι όπως πάει σε λίγο το Μέγαρο Μαξίμου θα μας παρουσιάσει και αυτό μελέτη του Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, η οποία θα μας εξηγεί πως μόνο μια θετική άποψη για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης είναι εφικτή και περιβαλλοντικά βιώσιμη.