Εδώ και πάνω από μισό αιώνα η λέξη ”πόλεμος” ηχεί στα αυτιά των Ελλήνων σαν μακρινός απόηχος των κανονιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έσπειρε στον τόπο μας τη φρίκη και τον όλεθρο του θανάτου και εξαργυρώθηκε απ’ τους υπερασπιστές της πατρίδας μας με το ίδιο το αίμα τους, για να διασφαλιστεί η δόξα του ’40.
Με τα χρόνια ωστόσο εκείνη η θυσία σχεδόν εξασθένισε στην αχλύ του χρόνου καθώς μετατράπηκε σε συμβολική σηματοδότηση μιας ακόμα ηρωικής για τον ελληνισμό εποχής, που πήρε να ξεθωριάζει μαζί με την αγάπη μας για την πατρίδα.
Μια αγάπη που κλείνει μέσα της τα αρχέτυπα σύμβολα της κληρονομιάς μας, τις ρίζες απ’ το ιστορικό παρελθόν, το πλέγμα των συναισθημάτων και παραδόσεών μας, το άρωμα περηφάνιας απ’ το εθνικό DNA μας, που πάνω του συγκλίνουν με ανεπανάληπτο τρόπο τα στοιχεία μοναδικότητας της ελληνικότητάς μας.
Βαρύτερη για μένα ευθύνη για την αποδυνάμωση του πατριωτισμού στις καρδιές μερίδας Ελλήνων δεν έχει τόσο ο χρόνος και το ξέφτισμα των αξιών μας εξαιτίας του, όσο η άδικη και ανεκδιήγητη ταύτισή του με τον μη συνταγματικό/πολιτικό εθνικισμό της αποκρουστικής όψης, ο οποίος – σε αντίθεση με τον υγιή των απελευθερωτικών αγώνων του έθνους μας – τείνει να σβήσει ”τας Δέλτους της Ιστορίας μας” ταυτιζόμενος με τον φασισμό /ναζισμό.
Υπό το πνεύμα αυτής της στρεβλότητας που έχει ως θύμα της τον άδολο, αγνό πατριωτισμό/εθνισμό – τον ταυτισμένο με την φιλοπατρία – οι εν λόγω συμπατριώτες μας υιοθέτησαν το αντίθετο του πατριωτισμού, τον εθνομηδενισμό, που εργαλειοποίησε τεχνηέντως ο ΣΥΡΙΖΑ με την δημαγωγία του στα χρόνια της διακυβέρνησής του.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν να πιστέψουν οι ψηφοφόροι του ότι κάθε τι εθνικό είναι ”αμαρτωλό” κι ότι η ”εθνική περηφάνια” και ”εθνική αξιοπρέπεια” είναι προβληματικοί όροι γιατί συνδέονται με τον σωβινισμό και τον φασιστικό εθνικισμό, που ταυτίστηκαν εσκεμμένα με τον πατριωτισμό απ’ τους προπαγανδιστές του αντιπατριωτικού μηδενισμού και εθνομηδενισμού για κομματικούς λόγους.
Οι δογματικοί των δυο τελευταίων ιδεολογιών αποτελούν ήδη την κυρίαρχη τάση στον αριστερό χώρο και την μικρότερη στον φιλελεύθερο (όπου βρέθηκαν να συμπλέουν προεκλογικά, λόγω… δεύρυνσης του κόμματος της ΝΔ, οι πατριώτες της Κεντροδεξιάς με τους φιλοσκοπιανούς της ”Φιλελεύθερης Συμμαχίας” και τους φιλότουρκους εκ των ”προθύμων” (πρώην ”Ανανιστών”) πολιτικούς και πολιτευτές της κυβερνώσας παράταξης και της Αξιωματικής αντιπολίτευσης).
Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι ένθερμοι υποστηρικτές της ”συμφωνίας των Πρεσπών”, της αναγνώρισης ”μακεδονικής” μειονότητας στην Ελλάδα (ενίοτε), της κατευναστικής Εξωτερικής πολιτικής του Σημίτη και της ”ελληνοτουρκικής φιλίας” του ΓΑΠ με ό,τι αυτό συνεπάγεται ενόψει των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας, που είναι ο προθάλαμος για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στην Χάγη…
Με τα δεδομένα αυτά, είναι ηλίου φαεινότερο γιατί δαιμονοποιήθηκε η ορθόδοξη πίστη (ως λάβαρο του έθνους μας), αλλά και η περηφάνια και αξιοπρέπειά μας ως εθνικά χαρακτηριστικά μας.
Γιατί οι Έλληνες πατριώτες που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για την Μακεδονία χαρακτηρίστηκαν από ”ψεκασμένοι” και ”αλλοπρόσαλλοι” ως ”φασίστες” και ”μισαλλόδοξοι” εθνικιστές και σοβινιστές, που μισούσαν άλλες πατρίδες (τα Σκόπια [”Βόρεια Μακεδονία”], εν προκειμένω…
Τα παραπάνω φαινόμενα, οι εκδηλώσεις και οι αντίρροπες ιδεολογίες συνυπάρχουν φυσικά μέσα στην ελληνική κοινωνία ”με τρόπο μαγματικό”, όπως θα ‘λεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Κι αυτόν τον ”μαγματικό”, ρευστό τρόπο ανάμειξης τον καλύπτει με την ανεκτικότητα και τον πλουραλισμό της η δημοκρατία.
Η δημοκρατία που ισχυροποιείται όσο υπάρχει προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αξιοκρατία, υποχώρηση του παρασιτισμού, εξάλειψη της διαφθοράς, του αναρχισμού και των ρατσιστικών στερεοτύπων, κοινωνική συνοχή και εθνική παιδεία που στοχεύει στην πνευματική καλλιέργεια, την ανάδειξη των αξιών και την καλλιέργεια πατριωτικού φρονήματος στους νέους.
Η δημοκρατία που εμπεδώνεται μέσα απ’ το πνεύμα της εθνικής ενότητας, της διάκρισης των εξουσιών και της χρηστής διακυβέρνησης του κράτους. Της διακυβέρνησης που έχει σαν κύριους στόχους της την ευημερία των πολιτών, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη διασφάλιση της εθνικής Άμυνας, και την παραγωγική και εθνική ανασυγκρότηση της χώρας.
Αυτά ήταν τα ζητούμενα πάντα στην δημοκρατική Ελλάδα. Αυτά είναι – πολύ περισσότερο – και στην εποχή μας όπου έχει αποδυναμωθεί, συρρικνωθεί και αφυδατωθεί η δημοκρατία λόγω της βάναυσης ανατροπής του επιπέδου ζωής μας στην οκταετία των μνημονίων και της βίαιης πτώσης του οικονομικού μας συστήματος με συνοδό επακόλουθο την γενικευμένη, διαστρωματική παρακμή η οποία ρίχνει βαριά τη σκιά των ευθυνών στην κοινωνία και την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία.
Ευθυνών που εξάντλησαν το διεθνοπολιτικό μας κεφάλαιο και υποβάθμισαν το γεωπολιτικό μας κύρος, με αποτέλεσμα σήμερα όχι μόνο να μην είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε την τρέχουσα συγκυρία του στιγματισμού της Τουρκίας ως επικίνδυνου και κακόβουλου ταραξία της Μεσογείου (γεγονός που την οδήγησε σε διπλωματική απομόνωση και επιβάρυνε περαιτέρω την οικονομική δυσχέρειά της), αλλά να είμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε διάλογο μαζί της – πιεζόμενοι απ’ τους προστάτες της – κάτω από ασύμφορες για μας συνθήκες και έχοντας εξαντλήσει τα όρια της καλοπιστίας μας, αφού κατάπιαμε αμέτρητες φορές τις προκλήσεις του επεκτατισμού της…
Με τα δεδομένα αυτά αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η επίκληση του διαλόγου εκ μέρους της είναι προσχηματική, γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι η στόχευσή της αναθεωρητική και τυχοδιωκτική. Εξ ου και οι συχνές αναφορές του Τούρκου Προέδρου και των αξιωματούχων της γείτονος (όπως του υπουργού Ενέργειας Φατίχ Ντονμέζ, τελευταία) για ανάγκη πλήρους ανατροπής της Συνθήκης της Λωζάνης και των Παρισίων, αφού η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνικότητα για πάνω από 152 νησιά και νησίδες του Αιγαίου…
Όπερ σημαίνει ότι ο (εκβιαστικός) ”διάλογος” που θα ανοίξει προσεχώς θα διαπιστωθεί γρήγορα ότι είναι αδιέξοδος, γιατί η κάθε πλευρά θα θέλει να αναδείξει το δίκιο της και γιατί η Τουρκία έχει ήδη τορπιλίσει τον διάλογο εκ των προτέρων ζητώντας να διεξαχθούν οι συζητήσεις με την ελληνική πλευρά εφ’ όλης της ύλης.
Αυτό όμως θα είναι αυτοκτονικό για μας, αφού θα ισοδυναμεί με αποδοχή της ”Γαλάζιας Πατρίδας” του Ταγίπ Ερντογάν, η δικαίωση της οποίας προϋποθέτει ανατροπή των Διεθνών Συνθηκών οι οποίες χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Ανατροπή σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων, των κεκτημένων μας, που είναι θέμα εθνικής αξιοπρέπειας να τα υπερασπιστούμε.
Θα ισοδυναμεί με άνοιγμα της κερκόπορτας στον Τούρκο διεκδικητή των εδαφών μας, που βιάζεται να αναθεωρήσει την ιστορία της χώρας του (με αφορμή τη συμπλήρωση εκατονταετηρίδας από τη γέννηση της τουρκικής δημοκρατίας το ’23), για να προσθέσει στο ”στέμμα” της – πέρα απ’ την Αγία Σοφία – και ένα από τα νησιά μας…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)