Ο κορωνοϊός και η πανδημία, είναι αλήθεια ότι έχουν απορροφήσει το ενδιαφέρον και τη προσοχή καθενός ξεχωριστά και συνολικά της κοινής γνώμης. Ακούγεται ενδεχομένως πολυτέλεια να ασχολείται ή να σχολιάζει κανείς επιλογές και συμπεριφορές, που σε μεγάλο βαθμό δε γίνονται αντιληπτές. Το αποτέλεσμα -και ανάλογα με την οπτική, η ”συνταγή”- είναι γνωστό.
Ένα πρόβλημα δεν υπάρχει, όσο δεν το βλέπεις και ακόμα περισσότερο, όσο δεν αντιμετωπίζεις τις συνέπειές του.
Σε μια κοινωνία ωστόσο, που αναζητά προσανατολισμό και βιώνει την καθημερινότητα στον ρυθμό του ποιοι θα είναι οι περιορισμοί, που θα ακολουθήσουν, η βραδυφλεγής βόμβα του ”μεταναστευτικού”, προορίζεται να έχει αλυσιδωτές και εκθετικές συνέπειες. Η κοινωνική εξαθλίωση, η χωλαίνουσα οικονομία και τα προσωπικά αδιέξοδα, δημιουργούν συνθήκες καχυποψίας και επιτείνουν την προδιάθεση δυσπιστίας. Το σκηνικό είναι γνώριμο και το γνώρισε ειδικά η Ευρώπη του μεσοπολέμου. Χρειάζεται για τον λόγο αυτό, ειδικά στη χώρα μας να αναληφθούν πρωτοβουλίες.
Πρωτοβουλίες κατ’ αρχήν που θα πείσουν τον κόσμο και τις τοπικές κοινωνίες, πως τα διάσπαρτα ”γκέτο” των ”μεταναστών” δεν ήρθαν για να μείνουν. Τίποτα ρατσιστικό ή ξενοφοβικό δε μεταφέρει η προτροπή. Η παρουσία στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα, όσων αναζητούν μια οικονομική προοπτική, προβλέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και προϋποθέσεις.
Όταν οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει και λόγος ή δικαιολογία για να παραμείνει στη χώρα οποιοσδήποτε τρίτος. Λειτουργεί ως κράχτης και επιτείνει ένα πρόβλημα, που δεν έχει αντιμετωπιστεί δομικά. Τα δύσκολα εξάλλου δεν τελείωσαν. Δεν είναι μόνο τα δεκάδες εκατομμύρια υποψήφιων οικονομικών μεταναστών, που περιμένουν στη Υποσαχάρια κυρίως Αφρική. Στην Αιθιοπία, έχει ξεσπάσει ένας νέος εμφύλιος πόλεμος. Οι πληθυσμοί που θα μετακινηθούν θα περιλαμβάνουν εκατομμύρια ανθρώπους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, που θα κατευθυνθούν.
Αλλά και για τους πρόσφυγες χρειάζεται να υπάρχει σοβαρότητα. Η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή όσων δικαιούνται ανθρωπιστικής στήριξης και βοήθειας, δεν είναι μια κατάσταση, που διαρκεί εσαεί. Από τη στιγμή που έχουν σιγήσει τα μέτωπα, με πρώτο αυτό της Συρίας αλλά και του Ιράκ και έχει εκμηδενιστεί ο χώρος ελέγχου του Ισλαμικού Κράτους και υπάρχουν περιοχές στις χώρες προέλευσής τους, με εγγυημένη τη σταθερότητα και την ασφάλεια, ακόμα και οι πρόσφυγες πρέπει να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Ιστορικά εξάλλου, ούτε οικογενειακοί ή κοινωνικοί δεσμοί τους υπάρχουν με την Ελλάδα, που δε χρησιμοποίησε εργατικό δυναμικό ή δεν υποδέχτηκε συνεργάτες της ή φίλα προσκείμενους κατοίκους τρίτων χωρών, που στο παρελθόν ήταν αποικίες μας. Ούτε αποικίες είχαμε, ούτε ‘υποχρέωση ιστορικής αποκατάστασης΄ έχουμε, ούτε και βαριά βιομηχανία διαθέτουμε, που θα απαιτούσε ή θα δικαιολογούσε την παραμονή των μέχρι πρότινος προσφύγων ως οικονομικών μεταναστών.
Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί επίσης ότι τα οικονομικά βοηθήματα που εισπράττουν όσοι βρίσκονται στη χώρα μας είτε ως πρόσφυγες, είτε αναμένοντας την τελική απόφαση για τις σχετικές αιτήσεις τους, χρηματοδοτούνται από τα Κοινοτικά και όχι τα Εθνικά Ταμεία. Εδώ και εάν χρειάζεται η κατά τα άλλα περιλάλητη επικοινωνιακή εκστρατεία. Είναι σα να ρίχνει το κράτος ”νερό στον μύλο των τυχοδιωκτών”, όταν αφήνει να αιωρείται ότι αδιαφορεί για τους Έλληνες που πένονται και στηρίζει όσους δεν το δικαιούνται.
Η πολιτική συντήρησης και άμυνας εξάλλου, μοιραία θα οδηγήσει σε ήττες. Η κοινωνία διψά να μάθει για Συμφωνίες που είτε ως χώρα, είτε ως Ευρώπη, με την ενεργή μας στήριξη, έχουμε κλείσει για να δεχτούν οι χώρες προέλευσης τους πολίτες τους. Κίνητρα υπάρχουν. Όπως και οι κυρώσεις. Η λεγόμενη πολιτική του μαστιγίου και του καρότου. Εδώ μετριούνται οι ηγεσίες και η αξία τους.
Η πρόκληση του ”μεταναστευτικού” είναι διαρκής. Την κάνει ακόμα πιο σοβαρή η κουβέντα που έχει ξεκινήσει για το μέλλον της Ευρώπης και η αγωνία για την επόμενη μέρα μετά την πανδημία.
Μας αφορά ιδιαίτερα, γιατί βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή.