ΜΕΡΟΣ Α’
Ο χρόνος τρέχοντας γιατρεύει πληγές, λένε. Κι αν δεν τις γιατρεύει μια και καλή, τις απαλύνει ευεργετικά περνώντας σαν μητρικό χάδι πάνω από τις πληγές μας. Ωστόσο υπάρχουν φορές που, εκεί που νομίζουμε πως γιατρευτήκαμε απ’ τη φωτιά της οδύνης, έρχεται και μας βρίσκει απρόσμενα ο ”μνησιπήμων” πόνος της ανάμνησης, που στάζει δυστυχία στον ύπνο μας ξανανοίγοντας τις πληγές μας.
Ένας τέτοιος πόνος — ρωγμή χαραγμένη στην μνήμη μας — είναι αυτός που γεννήθηκε απ’ την προδοσία, την τραγωδία και το χρέος της Ελλάδας στην Κύπρο. Το χρέος ευθύνης της για την κυπριακή τραγωδία, που όσο κι αν μοιάζει πως ξεχάστηκε μαζί με το ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” των παιδιών της, έρχεται κατά κύματα για να ανοίξει η μνήμη την πληγή που ποτέ δεν σταμάτησε να αιμορραγεί εντός μας.
Ναι, η πληγή της Κύπρου εξακολουθεί να αιμορραγεί αποδεικνύοντας πως, σ’ αυτήν την περίπτωση, ο χρόνος δεν έγινε γιατρός της…
”Η αντάρα της Κύπρου εξακολουθεί να σκεπάζει σχεδόν ολόκληρο τον νοητικό και συναισθηματικό μας ορίζοντα”, έγραφε πριν από χρόνια ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Γ. Σαββίδης, κι εγώ νιώθω ακόμα και τώρα την αλήθεια των λόγων του υπαρκτή και χειροπιαστή, όπως και τον πόνο απ’ την πινέζα που ένιωθε ο φίλος του στην καρδιά και μόνο στη θύμησή της.
Τον πόνο απ’ την πινέζα που καρφώθηκε στην καρδιά των Ελλήνων (Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων) το καλοκαίρι του ’74 με την τουρκική εισβολή και συνέχισε να μένει καρφωμένη από τότε.
Λένε πως η ψυχολογία του πένθους αντιμετωπίζει την απώλεια ενός ανθρώπου σε στάδια μιας κλιμάκωσης κατιούσας: άρνηση, θυμός, κατάθλιψη, αποδοχή. Όμως στην περίπτωση του Κυπριακού, κάθε φορά που πάμε να φτάσουμε στο τελευταίο στάδιο (στην αποδοχή των τετελεσμένων του δράματος δηλαδή, για να πάμε- με βήμα σημειωτόν – προς την επίλυσή του) ξεπηδά κάτι αναπάντεχο αίφνης μπροστά μας.
Κάτι που φέρνει τα πάνω κάτω μέσα μας και μας οδηγεί πάλι πίσω μέσα απ’ την κόκκινη ομίχλη της μη ανεύρεσης λύσης στο Κυπριακό. Μας οδηγεί στο πρώτο σκαλί της εκκίνησης που είναι βαμμένη στα χρώματα της τουρκικής θηριωδίας. Μιας θηριωδίας που χώρισε το νησί στα δυο με κατεχόμενο το 37 περίπου τοις εκατό (Βόρεια Κύπρος) του συνόλου της Επικράτειάς του.
Το άνοιγμα των Βαρωσίων το περασμένο καλοκαίρι και το επικοινωνιακό σόου των Τούρκων στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου μετά από 46 χρόνια απ’ το διπλό χτύπημα του Αττίλα το ’74, ήταν — πέρα από παραβίαση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός που ίσχυε μέχρι τότε — και μια αφορμή για να ξανανοίξει χαίνουσα η πληγή του Κυπριακού.
Του Κυπριακού και του Ελληνισμού γενικότερα, με επακόλουθα ντροπής τη διαιώνιση της μη εφαρμογής των κατά καιρούς αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, της μη εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου προς αποκατάσταση των ολέθριων επιπτώσεων της τουρκικής εισβολής και της επισκίασης του κύρους της διεθνούς κοινότητας από την Τουρκία.
Από τον καθ’ έξιν εισβολέα, δηλαδή, σε ευάλωτες χώρες τις οποίες έχει βάλει στο στόχαστρο προς ικανοποίηση των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων του επωφελούμενος του παγκόσμιου αλαλούμ που δημιουργήθηκε με αφορμή την αποδυνάμωση των Μεγάλων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας η οποία αποδυναμώθηκε στον ιστορικό χώρο της) στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.
Με αφορμή και την αδυναμία των Διεθνών Οργανισμών επιβολής κυρώσεων. Οργανισμών που δεν μπόρεσαν να απονείμουν δικαιοσύνη σε φαινόμενα εισβολής και κατοχής, εποικισμού και εθνοκάθαρσης, όπως αυτό που αντιμετώπισε το ’74 και συνεχίζει να αντιμετωπίζει η Κύπρος. Η Κύπρος με τους 20.000 πρόσφυγες και τους 1619 αγνοούμενους του ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ”, που τείνουν να ξεχαστούν δυστυχώς με ευθύνη των ελληνικών και κυπριακών κυβερνήσεων μέχρι τώρα.
Η τελευταία πικρή αφορμή για συγκινησιακή φόρτιση των Ελλήνων απ’ την χαραγμένη στην μνήμη όλων μας ρωγμή του Κυπριακού ήταν το πικ νικ των νεο-βαρβάρων της απέναντι όχθης (Ερντογάν και Μπαχτσελί) στο κατεχόμενο ”τραύμα” της Κύπρου: Στα Βαρώσια της ”πόλης φάντασμα”, της Αμμοχώστου.
Πριν απ’ αυτήν την πικρή στιγμή, ωστόσο, υπήρξαν και άλλες πολλές, αναρίθμητες, που αναβίωσαν τον συγκλονισμό μας αντάμα με τις ευθύνες μας. Τις ευθύνες της Μάνας Ελλάδας απέναντι στην Μικρή Ελλάδα της Ανατολικής Μεσογείου η οποία παλεύει ακόμα να ταυτοποιήσει (μέσω DNA) τα οστά των πεσόντων Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων του ’74, όπως έκανε το ’16, το ’17 και το ’19.
Το ’16 για εκείνα των ΕΛΔΥΚάριων της Εθνικής Φρουράς Κύπρου. Το ’17 για τα οστά κάποιων Ελλαδιτών του μαχητικού μας Noratlas-4, που ”καταρρίφθηκε και συνετρίβη τον Ιούλιο του ’74 από φίλια (κυπριακά) πυρά λόγω λανθασμένων οδηγιών της τότε ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς προς την κυπριακή αεράμυνα. Και το ’19 για άλλους 6 επιβαίνοντες του ελληνικού αεροσκάφους:
Για τα οστά του Αντιστράτηγου Γεώργιος Παπαλαμπρίδη (τότε υπολοχαγού), που βρέθηκαν στην περιοχή Αλωνάγρα του Πενταδάκτυλου • του Συνταγματάρχη Μηχανικού Κωνσταντίνου Κούρλιου (τότε Ανθυπασπιστή), που βρέθηκαν στην Λακατάμια • του Εφέδρου Ανθυπασπιστή Πεζικού Παύλου Πουλίδη (τότε Λοχία), που εντοπίστηκαν στο Κιόνελι • του Εφέδρου Ανθυπασπιστή Πεζικού Βασίλειου Παναγιώτου (τότε στρατιώτη της ΕΛΔΥΚ), που βρέθηκαν στην Λακατάμια και τα οστά των Έφεδρων Ανθυπασπιστών Καταδρομών Κωνσταντίνου Κατέρου και Κωνσταντίνου Ηλία.
Σ’ αυτά και πολλά άλλα οστά παλικαριών που θάφτηκαν στην κυπριακή γη το ’74 θα πρέπει να λογαριάσουμε και τα αναγνωρισμένα ήδη οστά 6 Ελλαδιτών και του υποκελευστή Σπυρίδωνα Αγάθου από την Κύπρο, που τα ‘φαγε η αλμύρα της θάλασσας μετά την βύθιση της ακταιωρού ”Φαέθων” το ’64, μέχρι την ανακάλυψή τους το 2017…
Μια ανοιχτή πληγή η Κύπρος μισό αιώνα και βάλε, δηλαδή. Και ο πόνος παντού και πάντα παρών. Ο πόνος των μυρίων παθών της, που αναμοχλεύεται μέσα από τάφους ηρώων, λείψανα καθαγιασμένα στο χρόνο Ελλήνων πολεμιστών οι οποίοι δε δικαιώθηκαν ακόμα.
Δε δικαιώθηκαν όσο η μισή Κύπρος είναι υπό τουρκική κατοχή και περιμένουν Ανάσταση εκεί που είναι σπαρμένα τα οστά τους: στη θάλασσα, στα βουνά, στην Τηλλυρία της Κύπρου, στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα ως την κορφή του.
Στη Γραμμή του οροσειράς της θυσίας. Της θυσίας του Σταυραετού Γρηγόρη Αυξεντίου και των ηρώων του ’74. Στον ορεινό όγκο του Τρόοδου που στέκει μαυρισμένος ακόμα στις ράχες και τους πρόποδές του κρατώντας σωσμένη γύρω του – σαν φόρο τιμής – την πνιγερή οσμή απ’ τις καμένες απ’ τις βόμβες ναπάλμ των τουρκικών αεροπλάνων σάρκες των ΕΛΔΥΚάριων της Εθνικής Φρουράς Κύπρου…
ΜΕΡΟΣ Β’
Μια θυσία όλη η Κύπρος απ’ τη στιγμή της Ανεξαρτησίας της (1η Οκτωβρίου 1960). Μια θυσία για την οποία ευθύνονται πολλοί, ημεδαποί και αλλοδαποί, με πρώτους απ’ όλους τους Βρετανούς που έδωσαν έγκριση στον Μπουλέντ Ετσεβίτ (σε σύσκεψη του αγγλικού υπουργικού συμβουλίου στις 16/7/’74) να προχωρήσει στο σχέδιο εισβολής ”ΑΤΤΙΛΑΣ” στην κλυδωνιζόμενη πολιτικά Κύπρο (υπονόμευση Μακαρίου απ’ το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα και αντικατάστασή του – για οκτώ μέρες – στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας απ’ τον πραξικοπηματία δημοσιογράφο και πολιτικό Νίκο Σαμψών).
Το σήμα της προδοσίας πέρασε απ’ την Βρετανία στην Αθήνα εν ριπή οφθαλμού. Έτσι, μια ώρα περίπου πριν την εκδήλωση πραξικοπήματος κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Μεγαλόνησο, ο αρχηγός των ελληνικών ΕΔ στρατηγός Μπονάνος (απ’ το γραφείο του στο Πεντάγωνο) ανακοίνωνε στους αρχηγούς των κλάδων του στρατεύματος την ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου και τον πιθανό θάνατό του!!!
Σημειωτέον ότι η απόφαση για το πραξικόπημα στην Κύπρο είχε ληφθεί απ’ τις αρχές του ’74 με εμπνευστή της ανατροπής του Μακαρίου τον ”αόρατο δικτάτορα” της Απριλιανής Χούντας Δ. Ιωαννίδη (που διαδέχθηκε το ’73 τον συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, ιθύνοντα νου του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967) και συνενόχους στο έγκλημα κατά του νησιού τον διοικητή της ”Γ’ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως της Κυπριακής Εθνοφρουράς” ταξίαρχο Μ. Γεωργίτση, τον επιτελάρχη Π. Παπαδάκη και τον διοικητή των ΛΟΚ Κύπρου Κ. Κομπόκη.
Η αρχή του κακού είχε ήδη συντελεστεί από τότε, ενώ η σύσκεψη των υπευθύνων της συνωμοσίας και προδοσίας έλαβε χώρα στο σπίτι του ”πρωθυπουργού” της δικτατορίας Ιωαννίδη Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, με συμμετέχοντες τον ΠτΔ του καθεστώτος Φαίδωνα Γκιζίκη και τον επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνο.
Φυσικά για όλα αυτά τα εξόχως προδοτικά και δραματικά τεκταινόμενα υπήρχε η έξωθεν ”κάλυψη” των ξένων ενορχηστρωτών (Τούρκων και Αμερικανών), που είχαν σαν εκτελεστικά όργανα τους δικούς μας [ Γρηγόρη Μπονάνο (στρατηγό Πεζικού, αρχηγό των ΕΔ της Ελλάδας), Ανδρέα Γαλατσάνο (αντισυνταγματάρχη Τεθωρακισμένων), Αλέξανδρο Παπανικολάου (αντιπτέραρχο) και Πέτρο Αραπάκη (αντιναύαρχο)].
Οι ως άνω τέσσερις συγκρότησαν μυστικά την τετράδα της προδοσίας αρνούμενοι να υπερασπιστούν την Κύπρο στη διπλή εισβολή του Αττίλα το ’74, με δεδομένη την αποκάλυψη του Ιωαννίδη στον Παπανικολάου (σύμφωνα με απόρρητη έκθεση του τελευταίου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μετά την Μεταπολίτευση) ότι ”Ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριο”…
Έτσι έφτασε να βιώσει την πρωτοφανή τραγωδία η ”Άνω Ελλάδα” (όπως αποκαλούσε ο Γ. Σαββίδης την Κύπρο, κατά το ”Άνω Ιερουσαλήμ” της Αποκάλυψης, με την έννοια της ιδεατής, της υπερκόσμιας). Την Κύπρο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Μαλένη και του Χαραλαμπίδη. Την Κύπρο ΜΑΣ!!!
Και το ”ΜΑΣ” ας μην εκληφθεί ως ”εθνικιστικό” (με την αρνητική έννοια του όρου που… βολεύει ταυτόχρονα τους ακραίους της Αριστεράς και της Δεξιάς οι οποίοι αμαύρωσαν εσκεμμένα την πρωτογενή – ταυτόσημη με τον πατριωτισμό – σημασία του), αλλά ως αντιφασιστική και πατριωτική υποδήλωση της κτητικής αντωνυμίας.
Ως ”ΜΑΣ” που υπερασπίζεται ”Υπέρ Πάντων” τα ελληνικά κεκτημένα (με την έννοια της διατήρησης της ελληνικότητάς της Κύπρου ανά τους αιώνες). Κεκτημένα που εκποιήθηκαν από μη εχέφρονες Έλληνες στους εχθρούς του Ελληνισμού.
Αυτούς που έκαναν ό,τι μπορούσαν απ’ το ’59 και μετά (έτος ίδρυσης της Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και υπογραφής των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου που έκαναν συνεγγυήτρια της Κύπρου την Τουρκία στο πλευρό της Ελλάδας και της Βρετανίας…), για να μην δει η Κύπρος να γίνεται το όνειρό της πραγματικότητα.
Το όνειρό της που – μετά το ναυάγιο της Ένωσής της με την ”Μητέρα Πατρίδα” – διαφοροποιήθηκε πάνω στη βάση να ζήσει ενωμένη και συμφιλιωμένη σε επίπεδο Κοινοτήτων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) με στήριγμα για ώρα βοήθειας την Ελλάδα.
Ένα στήριγμα που προσφέρεται, ασφαλώς, απλόχερα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έστω και αν το ”Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα” ( ΕΑΧ Ελλάδος-Κύπρου ή, καλύτερα, Θράκης-Αιγαίου-Κύπρου) – που ήταν απόφαση των κυβερνήσεων Γλαύκου Κληρίδη και Ανδρέα Παπανδρέου το 1993 – παρέμεινε στα χαρτιά απορροφημένο απ’ το έτερο γεωστρατηγικό ”Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται”.
Όμως αυτό δεν αρκεί, όσο παραμένει ανοικτό το χρέος της Ελλάδας προς την Κύπρο. Ένα χρέος που δεν έχει να κάνει με φιλανθρωπία ή φυλετική αλληλεγγύη, αλλά με τιμή, ευθύνη και έμπρακτη συγγνώμη της Ελλάδας για όσα έκανε σε βάρος της Μεγαλονήσου προκαλώντας την τουρκική εισβολή σε βάρος της (1974).
Μια συγγνώμη που απαιτεί απ’ τις ελλαδικές κυβερνήσεις αδιάκοπο και αγόγγυστο αγώνα για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και απ’ τους Έλληνες πολίτες συναισθηματική κατάθεση σαν απόδειξη του ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” τους.
Κι αυτό μέχρι να καθαρίσουν την εθνική τους συνείδηση και να πάρουν την απόφαση από κοινού με τους κυβερνήτες τους πως δεν πρέπει να νοιάζονται μόνο για τα του ελλαδικού οίκου τους, αλλά να έχουν και την έγνοια της Κύπρου, την οποία οφείλουν να τη δείχνουν έμπρακτα διαχρονικά.
Και η έμπρακτη έγνοια δείχνεται πάντα στα δύσκολα, όπως τα τωρινά δεδομένα που έχουν στο μάτι του κυκλώνα τα εναπομείναντα κεκτημένα της. Τα κεκτημένα του φυσικού υποθαλάσσιου πλούτου της που μπήκαν στο στόχαστρο της δολιότητας και αρπακτικότητας των κατακτητών της κατεχόμενης Κύπρου.
Στο στόχαστρο των Τούρκων που σχεδιάζουν την νέα θυσία του νησιού μέσω της διχοτόμησής του σε δύο κράτη. Κράτη αναγνωρισμένα από τον ΟΗΕ και… ”ευλογημένα” από την Βρετανία, τη σύμμαχο της Τουρκίας το 1974, η οποία εξακολουθεί να στέκεται στο πλευρό της πότε στηρίζοντάς την στο μεταναστευτικό και πότε κλίνοντας εμπορικές συμφωνίες μαζί της.
Οι καιροί ου μενετοί για την Κύπρο και πάλι, ως φαίνεται, αφού πάνε επί ματαίω τα όνειρά της για οικοδόμηση ενός φωτεινού και προσοδοφόρου – και για τις δύο Κοινότητες – μέλλοντος (λόγω των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της) με απομάκρυνση του τουρκικού στρατού κατοχής.
Του τουρκικού στρατού κατοχής που έχει σκοπό να μείνει ες αεί στην Κύπρο. Όπερ σημαίνει πως η ”Γη της λεμονιάς και της ελιάς, της αγκαλιάς και της χαράς…, η Γη των παλικαριών και της αγάπης…” – όπως την εξύμνησε ο Κύπριος ποιητής Λεωνίδας Μαλένης – θα εξακολουθήσει να είναι χωρισμένη στα δυο απ’ τα συρματοπλέγματα της ντροπής, που τα χάραξε στο κορμί της Κύπρου μια προδοσία…
ΜΕΡΟΣ Γ’
Αν μέσα στα 46-47 χρόνια απ’ την προδοσία και την τραγωδία της Κύπρου μάθαμε κάτι ”με τον σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο”, είναι ότι δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω απ’ τα ”ξόρκια, τα αγαθά και τις ρητορείες” των πολιτικών μας (Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων) για δίκαιη επίλυση του Κυπριακού ούτε να ρίχνουμε μόνιμα το ανάθεμα για την μη λύση του στην δολιότητα των ξένων, οι οποίοι ενεργούσαν πάντα – έτσι κι αλλιώς – με γνώμονα το συμφέρον τους.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε ως Έλληνες, με βάση την ατυχή εμπειρία μας – είναι να βάλουμε τα δάχτυλά μας επί των τύπων των ήλων και να κοιταχτούμε μπροστά στον καθρέφτη της εθνικής μας συνείδησης ρωτώντας με ειλικρίνεια τον εαυτό μας:
– Τι κάναμε ως τώρα, για να στηρίξουμε διεθνώς το ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” της Κύπρου;
– Τι κάναμε, για να δυσφημίσουμε το στυγνό πρόσωπο του Τούρκου εισβολέα στα τετραπέρατα της γης σε μακροπρόθεσμη βάση;
– Τι κάναμε, για να αποδείξουμε ότι ό,τι λέμε το εννοούμε σχετικά με το ”Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου” και το ”η Ελλάδα συμπαρίσταται στους αδελφούς μας Κυπρίους” όχι ευχετολογικά, αλλά ουσιαστικά, στρατιωτικά, στρατηγικά;
Ξέρω ότι δεν έπαψε να ισχύει ποτέ, και σ’ αυτήν την περίπτωση, ο προφητικός ποιητικός λόγος του Σεφέρη ”Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, / άπληστος σαν το χόρτο, / ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν…”, γιατί το βλέπω στην τύφλωση κάποιων πολιτικών που έκαναν γαργάρα τα πατριωτικά τους συνθήματα και ”τώρα” (κι αυτό το ”τώρα” ξεκινά απ’ τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν) δέχονται να συζητήσουν το ”Κυπριακό” ως ”τουρκικό πρόβλημα της Κύπρου”.
Όπερ σημαίνει – αλίμονο – παύση της διεθνοποίησής του και μετατροπή του σε ενδοκυπριακό, δικοινοτικό πρόβλημα, πράγμα εντελώς επιζήμιο για τα εθνικά συμφέροντα της Κύπρου. Και είναι επιζήμιο γιατί αυτός ήταν εξαρχής ο σκοπός της Τουρκίας.
Να αναγκάσει, από θέση ισχύος ισχύος την αδύναμη Κύπρο να υποταχθεί στις διαχρονικές βλέψεις της για στρατηγικό-γεωστρατηγικό έλεγχο στο σύνολο του νησιού. Και στις ελεύθερες περιοχές δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων οικοπέδων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία είναι ενταγμένα στις έρευνες για υδρογονάνθρακες.
Μιλάμε κυριολεκτικά για σχέδιο άλωσης της ελεύθερης Κύπρου, αφού – μέσω των δικοινοτικών συνομιλιών (ειδικά μετά την εκλογή του ποδηγετούμενου απ’ την Άγκυρα Τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ) – θα αυξηθεί δραματικά η δράση της Τουρκίας με τα σεισμογραφικά και τα γεωτρύπανά της στην κυπριακή ΑΟΖ (θαλάσσιες ζώνες προσοδοφόρων κοιτασμάτων).
Κι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να συνθλίψει πολιτικά, οικονομικά, δημογραφικά και πολιτιστικά το ελληνοκυπριακό ελεύθερο τμήμα του νησιού ακυρώνοντας ουσιαστικά τις αρχές της ανεξαρτησίας του τις οποίες είχε επικυρώσει το 1960 η Συνθήκη Εγγυήσεως που υπέγραψαν Ελλάδα-Τουρκία- Βρετανία μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου του 1959. Αρχές οι οποίες καθορίζουν μέχρι και τώρα απ’ την Εξωτερική πολιτική ως τη ζωή των κατοίκων της Κύπρου.
Με τα δεδομένα αυτά φτάσαμε στις ”επείγουσες” αναθεωρήσεις της κυπριακής Εξωτερικής πολιτικής. Αναθεωρήσεις που διχάζουν δικαιολογημένα την κυπριακή κοινωνία, γιατί ξεκινούν απ’ την γεωγραφική διαίρεση του νησιού με την αποδοχή της παλιάς τουρκικής πρότασης (που χρονολογείται απ’ το 1950) για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (την οποία είχε απορρίψει η Κύπρος το 2004), για να φτάσουμε στη σημερινή ντροπή.
Την ντροπή της παραδοχής – προ ολίγων ημερών – του αναπληρωτή Προέδρου του ΔΗΣΥ και υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης του Νίκου Αναστασιάδη Χάρη Γεωργιάδη ότι ”είναι σχεδόν τετελεσμένη η διχοτόμηση της Κύπρου”.
Κι αυτή είναι μια απροκάλυπτη υιοθέτηση της θέσης του Αττίλα στην Κύπρο το 1974!!! Της θέσης που ανάγεται στα τότε σχέδια του Τούρκου πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ για διαμελισμό της Μεγαλονήσου, όπως αποκαλύπτεται στην απόρρητη έκθεση της CIA προς τον τότε ΥΠΕΞ της κυβέρνησης Φορντ των ΗΠΑ Χένρι Κίσσινγκερ, που λέγεται πως προέτρεψε τον Πρόεδρό του να επιτρέψει στους Τούρκους ”να κάνουν ό,τι θέλουν στην Κύπρο, επειδή είχαν το δικαίωμα να το κάνουν”…
Τώρα, θα μου πείτε, ότι αυτό με τον Χ. Γεωργιάδη δεν έπρεπε να με ξαφνιάσει, αφού ”στα θέματα υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων μας Ελλαδίτες κι Ελληνοκύπριοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε”. Όπερ σημαίνει ότι οι κυβερνώντες Ελλάδας και Κύπρου είναι ανίκανοι να υψώσουν ανάστημα απέναντι στην τουρκική βουλιμία και διεκδικητικότητα.
Είναι ανίκανοι να υπερασπιστούν έστω τα στοιχειώδη δικαιώματα των προσφύγων της κυπριακής τραγωδίας και – αντ’ αυτού – προτιμούν να συμβιβαστούν, όπως είχε γράψει υπαινικτικά στον ”Τελευταίο Σταθμό” ο Γιώργος Σεφέρης μιλώντας για εκείνους που – αντί να αλλάξουν τα δραματικά δεδομένα σε βάρος των κατοίκων του τόπου τους – προσπαθούν να τους προετοιμάσουν ανεπιτυχώς για τα νέα ταπεινωτικά δεδομένα.
”… Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου,
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς…”
Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, η πειθώ των ”προθύμων” της εκτελεστικής εξουσίας στην Κύπρο δε βρίσκει ανταπόκριση σήμερα στην κυπριακή κοινωνία και η προπαγάνδα της (η οποία εκφράστηκε δημόσια για πρώτη φορά δια του Χάρη Γεωργιάδη, χωρίς να διαψευστεί απ’ τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη ) ΔΕΝ γίνεται αποδεκτή, γιατί:
1. Ετεροκατευθύνεται από ξένα Κέντρα (πιθανόν από κύκλους φιλοτουρκικών διαθέσεων του Φόρεϊν Όφις, που μηρυκάζουν – προς όφελος της Τουρκίας – το αραχνιασμένο έγγραφο της CIA του 1964 το οποίο βασιζόταν στα βρετανικά σενάρια διχοτόμησης του 1956-57) και
2. Ταυτίζεται με την τουρκική πρόταση για διχοτόμηση του νησιού, την οποία προωθεί η Τουρκία απ’ το 1931 με στόχο οι δύο Κοινότητες (ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή) να αποκτήσουν αυτοδιάθεση. Αυτοδιάθεση η οποία θα οδηγήσει σταδιακά στην de jure διχοτόμηση του νησιού (κάτι παρόμοιο με αυτό που ακούγεται πως θα αιτηθούν σε βάθος χρόνου και στην περίπτωση της Θράκης).
Ταυτίζεται, ουσιαστικά, με τον νεο-ρεαλισμό των ”προθύμων” της κυπριακής Εξωτερικής πολιτικής οι οποίοι – προ του διαφαινόμενου κινδύνου για νέα τουρκική εισβολή (Αττίλα Νο3) – δείχνουν διατεθειμένοι να διαγράψουν το ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” της κυπριακής τραγωδίας.
Να το διαγράψουν χωρίς σεβασμό στους πρόσφυγες και να νομιμοποιήσουν τον εποικισμό των Βαρωσίων (στην τουρκική περιοχή της Αμμοχώστου), στο πλαίσιο ενός ταπεινωτικού συμβιβασμού που καταργεί τις ”κόκκινες γραμμές” και εξυπηρετεί το ”δούναι” χωρίς το ”λαβείν” απέναντι στις αξιώσεις των Τούρκων σε βάρος των συμφερόντων του κυπριακού λαού και της Κύπρου.
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)