Το… μακρινό 1996 ήταν σημαδιακό έτος για την Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί για πρώτη φορά απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο απώλεσε έδαφος της Επικράτειάς της (με συνακόλουθα τη θυσία των υπερασπιστών της και την απώλεια του συμβόλου της εθνικής κυριαρχίας της), αλλά και για τον λόγο ότι ήταν η απαρχή της ιδεολογικής μετάλλαξης των κομμάτων εξουσίας της εποχής εκείνης: του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που εγκαινίασαν την αλλαγή πλεύσης ταυτόχρονα με την ανανέωση στις ηγεσίες τους.
Έτσι το μεν ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη (που ξεκίνησε με υποσχέσεις διεύρυνσης της κοινωνικής πολιτικής του, ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ και μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και τη Δημόσια διοίκηση) αντικατέστησε την ”θολή ιδεολογία του Ανδρεοπαπανδρεϊσμού” με τον διεισδυτικό ιδεολογικό εκσυγχρονισμό του νέου αρχηγού του και πρωθυπουργού, η δε ΝΔ του Κώστα Καραμανλή – στην προσπάθειά της να επανέλθει στην εξουσία- εφηύρε το ευφυές και αποτελεσματικό σε απήχηση ιδεολόγημα του ”μεσαίου χώρου”, με στόχο να αλιεύσει ψήφους από το Κέντρο και τις παρυφές της Κεντροαριστεράς οι οποίες ”πρασίνιζαν” μέχρι τότε…
Κάτι που ήταν δίκοπο μαχαίρι για την τότε Αξιωματική αντιπολίτευση και όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια (παρά τα εκλογικά οφέλη που της εξασφάλισαν την νίκη-θρίαμβο του 2004) σήμανε την αρχή της αποϊδεολογικοποίησής της.
Μιας αποϊδεολογικοποίησης που ξεκίνησε (με πρόταγμα τις αλλαγές, τις τομές και τη ρήξη) ως στρατηγική ανοίγματος της Παράταξης πέρα απ’ τα παραδοσιακά στεγανά του πατριωτισμού της και έφτασε να ενσωματώνει σήμερα στον χώρο της Κεντροδεξιάς αποχρωματισμένους εθνικά ”μεταρρυθμιστές”, φιλοσκοπιανούς της ”Φιλελεύθερης Συμμαχίας” και μετριοπαθείς εκσυγχρονιστές της ”κατευναστικής” τακτικής του Κώστα Σημίτη.
Φευ!.. Οι υποσχέσεις των δύο κομμάτων που εναλλάσσονταν για χρόνια στην εξουσία αποδείχθηκαν έπεα πτερόεντα της πολιτικής μας ζωής, αφού δεν κατόρθωσαν τελικά αμφότερα να κάνουν πραγματικότητα την εξυγίανση των κομμάτων τους και την ανασύσταση του προβληματικού κράτους, το οποίο συνέχισε να φέρει βαρέως – σαν Σταυρό μαρτυρίου – τα κακώς κείμενα των μεταπολιτευτικών χρόνων διακυβέρνησης που μας οδήγησαν τελικά στα επάρατα Μνημόνια.
Μέχρι να φτάσουμε όμως εκεί, η λογική του προοδευτικού εκσυγχρονισμού έσβησε μονοκονδυλιά όλες τις προηγούμενες ιδεολογίες που είχαν εμπροσθοφυλακή τις ιδέες, τα προτάγματα και τα αξιακά πρότυπα (διευκολύνοντας προορατικά το ισοπεδωτικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ χρόνια μετά) και τις αντικατέστησε με τη λογική των αριθμών και την τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα, που παρέπεμπαν στις άνευ εθνικού περιεχομένου αποφάσεις των Βρυξελλών βάσει των οποίων μοιράζονταν τα κοινοτικά κονδύλια.
Έτσι οι πολυδιαφημισμένες μεταρρυθμίσεις γρήγορα αποδείχθηκαν τεχνοκρατικές συνταγές που εφάρμοζαν ”οδηγίες” των Βρυξελλών δυσκολοχώνευτες απ’ την ελληνική κοινωνία τόσο στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, όσο – και προπάντων – στην Εξωτερική, η οποία υποχρεώθηκε να ευθυγραμμίσει τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της σε αυτές των κοινοτικών εταίρων απ’ τους οποίους η δόλια Ελλάδα περίμενε να υπερασπιστούν τα εθνικά της συμφέροντα υποκύπτοντας κατευναστικά στις αυθαίρετες και προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας.
Η είσοδος στην ΟΝΕ της Ελλάδας δεν απάλειψε δυστυχώς τα αρνητικά των ”κονσερβοποιημένων” μεταρρυθμίσεων του Σημίτη και την αποτυχία των εκσυγχρονιστών στην Παιδεία, τη Δημόσια διοίκηση, το αγροτικό και το ασφαλιστικό. Έτσι τα κακώς κείμενα πολλαπλασιάστηκαν μαζί με τις υποσχέσεις του επερχόμενου με φουσκωμένα πανιά κόμματος της ΝΔ.
Της ΝΔ που την ψήφισε μαζικά το 2004 όχι μόνο η βάση των ”πατριωτών” της, αλλά και οι οπαδοί της ιδεολογικής στασιμότητας που είχαν μετακομίσει απ’ το Κέντρο και την Κεντροαριστερά με την αντίληψη ότι ο νέος πρωθυπουργός έπρεπε να τα αλλάξει όλα, χωρίς όμως να ξεβολέψει αυτούς και να βάλει τέρμα στις εξαρτήσεις τους απ’ τα διαπλεκόμενα και εξωθεσμικά κέντρα.
Γεγονός εθνικά βλαπτικό και πολύ συντηρητικό συνάμα, γιατί οδήγησε σταδιακά στην άλωση των εθνικών αξιών και την επικυριαρχία στην Εξωτερική μας πολιτική του moto της υποχωρητικότητας και της φιλοσοφίας του ”κατευνασμού” του Κώστα Σημίτη, που – σε συνδυασμό με το πνεύμα της ”ελληνοτουρκικής φιλίας” του ΓΑΠ – έγιναν η εθνική μας πολιτική. Αυτή που έχουμε μέχρι σήμερα και μπόλιασε με φοβικά αντανακλαστικά και πατριωτικό αποχρωματισμό τα εθνικά χαρακτηριστικά μας.
Το κακό μπόλιασμα που οδήγησε στην απαξίωση των εθνικών μας συμβόλων και των προγονικών αξιών φάνηκε ήδη απ’ το 2003 στην ΝΔ, όταν ο τότε βουλευτής της και ”γόνος… πολυτελείας” Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης αμφισβήτησε την παραταξιακή, πατριωτική της ταυτότητα (αποδεικνύοντας την τάση αποϊδεολογικοποίησης στο κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή) λέγοντας:
– Είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάποιου να καίει τη σημαία. Θα προασπίζομαι το δικαίωμά του αυτό όσο κι αν διαφωνούμε.
Ιδεολογικοπολιτική ιλαροτραγωδία με ονοματεπώνυμο!!! Γιατί ήταν φανερό ότι ο εν λόγω ”βαρωνέτος” είχε παρερμηνεύσει – ως ημιμαθής – τον λόγο του Βολταίρου που έλεγε ”Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες”.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η πρόκληση τρικυμίας στην ΝΔ, που τον ανάγκασε – υπό την πίεση των Μέσων και της κοινής γνώμης – να αναδιπλωθεί πλήρως ως μετανοούσα Μαγδαληνή και να συνεχίσει απτόητος τον πολιτικό βίο του προς δόξαν της βαρωνίας και της αναξιοκρατίας, αφού – αντί να… ”εξοστρακιστεί” – ανταμείφθηκε με διαδοχικούς υπουργικούς θώκους με τελευταίο τον θώκο του Αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για τα ευρωπαϊκά θέματα…
Κι αυτό προς δικαίωση όσων πιστεύουν πως ο πατριωτικός αποχρωματισμός έχει πέσει θύμα των ”προοδευτικών” και των ”γόνων… πολυτελείας”. Προς επίρρωση και εκείνων που παραπέμπουν ειρωνικά στα λόγια του ”πρωθυπουργού των αρίστων”, ο οποίος εξέφρασε απ’ το ’15 ακόμα την αποστροφή του προς τις φεουδαρχικές δομές της ΝΔ και έδωσε έγκαιρα (2016) το στίγμα της αξιοκρατικής του διακυβέρνησης λέγοντας:
– Στην μεγάλη Νέα Δημοκρατία χωράνε όλοι, αλλά κυριαρχούν το μέτρο, η σύνεση, η μετριοπάθεια και ο ορθός πολιτικός λόγος…
Όπως αυτός που εξέφρασε προ ετών – επί αρχηγίας Κώστα Καραμανλή – ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, όταν – στο σύμβολο της σημαίας μας – απαξίωσε τις εθνικές μας αξίες χωρίς συνέπειες, προς δόξαν των φθαρμένων βαρώνων της Νέας Δημοκρατίας και της ιδιότυπης, φεουδαρχικής δημοκρατίας μας, όπου – σύμφωνα με την γερμανική Welt (Αύγουστος 2019) – ”ψηφίζεις (ό,τι ψηφίζεις), αλλά στο τέλος κυβερνούν συνήθως οι οικογένειες Καραμανλή, Παπανδρέου ή Μητσοτάκη…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγραφέας)