Στην δυστοπική εποχή του ιστορικού υλισμού (σοσιαλισμού – καπιταλισμού), της παρασιτικής κατανάλωσης, του «προοδευτικού», της μετανεωτερικότητας και των «ατομικών δικαιωμάτων», της Πολιτικής Ορθότητας και της Νέας Τάξης, δηλαδή, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης των πολυεθνικών και της διαφθοράς, βιβλία όπως ή Κλίμαξ του Ιωάννη, είναι σαν ένα διαμάντι παραπεταμένο, αποξεχασμένο, περιφρονημένο.
Περιφρονημένο; Για τους πολλούς είναι παντελώς άγνωστο. Για τους λίγους, τους εκλεκτούς, τους γεννημένους πολεμιστές είναι στο προσκεφάλι τους. Ό Ντοστογιέφσκι, αποκλείεται να μη το έχει διαβάσει. Και ό Ταρκόφσκι επίσης. Ό δικός μας, ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ή ό Κόντογλου θα έχουν βουτήξει στα βαθιά νερά του. Στην μουσική, επίσης, ό Τζών Τάβερνερ, ό μεγάλος Άγγλος συνθέτης πού πέθανε το 2013 και βαπτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος το 1977 ό οποίος μελέτησε τους Πατέρες της Εκκλησίας μας επηρεασμένος από τις κλίμακες της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής έγραψε έργα τεράστιας πνευματικότητας της Ορθόδοξης Πίστης.
Στο ίδιο μήκος κύματος, τού ιερού μινιμαλισμού, της θρησκευτικής πνευματικότητας του Χριστιανισμού και ό Εσθονός συνθέτης Άρβο Πέρτ, με μεγάλες επιρροές από το Γρηγοριανό μέλος, στο θρησκευτικό του αριστούργημα «ό θρήνος του Αδάμ» του οποίου ή πρώτη εκτέλεση έγινε στις 7 Ιουνίου του 2010 στον ναό της Αγίας Ειρήνης της Κωνσταντινούπολης παρουσία του συνθέτη! (Ουδείς παρευρέθηκε αρμόδιος από το εδώ αποπνευματικοποιημένο, εθνομηδενιστικό πιά ελλαδικό κράτος). Ό ίδιος αυτός σύγχρονος συνθέτης, στο αριστουργηματικό θρησκευτικό του έργο Suma (σύνολο) εμπνευσμένο από το μνημειώδες φιλοσοφικό έργο του Θωμά του Ακινάτη «Suma Theologica» το οποίο στηρίχτηκε πάνω στα κείμενα του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού αποδεικνύει πώς μόνο με οδηγό την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας μας καθίσταται δυνατή ή εξευρεση της Οδού της Αληθείας. Τέτοιου μεγέθους έργα, προϋποθέτουν μελέτη μεγάλων κειμένων όπως ή Κλίμακα του Ιωάννη και αποτελούν την μαγιά αυτού πού αχνοφαίνεται στην άκρη του σκοτεινού τούνελ ως απάντηση – αντίσταση, στην σύγχυση και το σκότος της επιβαλλόμενης νέας κανονικότητας του μεταμοντέρνου ολοκληρωτισμού.
Ό Θεόδωρος Κουρετζής, ένας από τους μεγαλύτερους διευθυντές ορχήστρας του κόσμου, νεότατος, με μοναδικές , πρωτοποριακές ερμηνείες στο ενεργητικό του , σε συνέντευξή του στο τρίτο πρόγραμμα, μίλησε για την ανάγκη αντίστασης στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό της ομοιομορφίας και του μηδενισμού . Μίλησε για την ανάγκη του κάθε Μεγάλη Εβδομάδα να επισκέπτεται το Άγιο Όρος για να «καθαρίζει την ψυχή του», και, μίλησε για τους σημερινούς νέους πού χωρίς πυξίδα, χωρίς σκοπό, χωρίς αξίες, κάθε βράδυ κατακλύζουν τά μπάρ πίνοντας ad nauseam. Και με μεγάλη σεμνότητα, απευθυνόμενος στους συνομηλίκους του καταθέτει αυτό πού με εξέπληξε. Πρότεινε πώς «… ή μέγιστη αντίσταση είναι το βράδυ, αντί να πάτε στο μπάρ, να ανοίξετε το ημερολόγιό σας, να δείτε ποιος Άγιος γιορτάζει αύριο, να ανάψετε ένα κερί και να φιάξετε μία πίττα προς τιμήν του. Αυτό είναι ή μέγιστη εσωτερική αντίσταση στό επιβαλλόμενο σκοτάδι»!
Ή αλήθεια είναι ότι θέλει γενναιότητα για να βυθιστείς στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Θέλει γενναιότητα να αντιμετωπίσεις τους δαίμονές σου, να αναμετρηθείς μαζί τους και αν τελικά τά καταφέρεις, να τους ελέγξεις και γιατί όχι, ίσως, αν προσπαθήσεις υπεράνθρωπα, να τους υποτάξεις. Με ποιο στόχο; Με τον στόχο της υπέρβασης της ύλης, της σάρκας, της γήινης υπόστασης του ανθρώπου, προκειμένου να φθάσεις ώς ασκητής – πολεμιστής στην ομοίωση με τον Δημιουργό σου. Να φθάσεις στο Φώς. Στην Θέωση. Κάθε Λόγος της Κλίμακος, αποτελεί και μία νέα βαθμίδα ανόδου προς τά Άνω.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτού του είδους ή πνευματική άσκηση είναι ή απόλυτη αντίσταση στήν τεχνοκρατική επιβουλή της εωσφορικής έπαρσης του «Great reset» πού μας επιβάλλει ή άθεη, διεφθαρμένη και φασιστική Νέα Τάξη, δηλαδή ή λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Γιατί νομίζετε χτυπιέται με τόσο πρωτοφανή , κυνικό και βάναυσο τρόπο ή Ορθοδοξία;
«Πρίν ό Έλληνας γίνει πολίτης, είναι οπλίτης. Ή ιδιότητα του οπλίτη προηγείται κάθε οικονομικής, πολιτικής και ηθικής ιδιότητας. Αντιθέτως: όπου ή ιδιότητα του πολίτη παύει να βασίζεται στην ιδιότητα του οπλίτη… είναι μοιραίο να χαθεί ή συλλογική – εθνική ελευθερία και μαζί της ή ιδιότητα του πολίτη. Χωρίς τον οπλίτη ό πολίτης γίνεται δούλος». (Θεόδωρος Ζιάκας, Αυτοείδωλον σελ. 227).
Ό οπλίτης είναι πολεμιστής. Πολεμιστής για ένα νόημα για το οποίο αξίζει να πολεμήσει, γιατί χωρίς αυτό δεν έχει αξία ή ζωή. Ηταν, είναι και θα είναι το πνευματικό περιεχόμενο για το οποίο ανέκαθεν πολεμούσαμε εμείς οί Έλληνες. Το Ιερό και το Όσιο. Για του Χριστού την Πίστη την Αγία, και της Ελλάδας την Ελευθερία. Τα μοναδικό αυτό βιβλίο, μας ξαναμπάζει στην ιδιαίτερη σφαίρα μιάς πνευματικότητας απαραίτητης για να εξεγερθούμε, να αντισταθούμε προκειμένου να επαναστατήσουμε εσωτερικά κατ΄ αρχήν και έτσι, να επανανοηματοδοτήσουμε τον ρόλο μας ως οπλίτες – πολίτες στα δεινά πού έρχονται. Κείμενα, όπως αυτά της Ιερής Κλίμακας, μας γειώνουν, μας ασκούν, μας πειθαρχούν, μας ξανακάνουν λιτοδίαιτους και ηθικούς , μας μεταμορφώνουν σε ταπεινούς και μεγαλοπρεπείς, μειλίχιους και σκληρούς, ήπιους και αποφασιστικούς. Μας κάνουν πολεμιστές.
Ή Κλίμαξ του αγίου Ιωάννη του Σιναϊτου ( 525 – 605 μΧ ), αποτελεί το αριστούργημα της ελληνοορθόδοξης γραμματείας. Ό λόγος του Ιωάννη , διαιρεμένος σε τριάντα κεφάλαια , τά οποία ωσάν βαθμίδες κλίμακας, ανεβάζουν όσους τά ακολουθούν από τά χαμηλότερα στα υψηλότερα, έξ΄ ού και το βιβλίο ονομάστηκε Κλίμαξ. Για 40 χρόνια ως σκληρός ασκητής στην έρημο μελέτησε τους Πατέρες της Εκκλησίας και ασκήθηκε στην έρημο σε ακραίες συνθήκες μέχρι την αποδοχή της πρότασης των μοναχών του Σινά να καθηγεμονεύσει στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης. Μετά από 4 χρόνια απεχώρησε για την αγαπημένη του έρημο όπου και πέθανε το 605.
Ή Κλίμαξ απευθύνεται κυρίως στους μοναχούς . Διαβάζεται όμως και από λαϊκούς οί οποίοι αναζητούν την τελειότητα επί τη βάσει της αρετής . Ή γραφή του εξαιρετική , τά νοήματα βαθιά , ή ματιά του αμείλικτη, αδυσώπητη, διεισδύει παντού, ακόμη και στα απύθμενα βάθη της ψυχής , χωρίς τίποτε να του ξεφεύγει από το πιο απόκρυφο μέρος της αθρώπινης πανουργία και διαφθοράς, και όλο αυτό, συχνά καταλήγει σε ένα απίστευτα εκλεπτυσμένο χιούμορ όπως αναδεικνύεται στα αποσπάσματα πού παρατίθενται.
Στο κεφάλαιο περί Αγνείας γράφει:
– Δεν είναι θαύμα το να μάχεται ό άϋλος τον άϋλο. Θαύμα όμως είναι, αληθινό θαύμα, το να κατανικήσει τους άϋλους εχθρούς ό υλικός άνθρωπος , μαχόμενος εναντίον τους με την εχθρική τούτη και επίβουλη ύλη , δηλαδή το σώμα.
– Δείχνοντας και εδώ ό αγαθός Κύριος πολλή πρόνοια για μας (σ.σ τους άνδρες), εμπόδισε την αναισχυντία των γυναικών με την εντροπή, σαν με χαλινάρι . Διότι, αν έτρεχαν μόνες τους προς τους άρρενας, δεν θα εσώζετο κανένας.
– Ποιος ενίκησε το σώμα ; Αυτός πού συνέτριψε την καρδιά . Και ποιος συνέτριψε την καρδιά ; Αυτός πού αρνήθηκε τον εαυτόν του. Γιατί πώς να μη συντριβεί εκείνος πού απέθανε ως προς το θέλημα της σαρκός ;
– Ισχυρίζονται ωρισμένοι πώς είναι αδύνατον να ονομάζεται κανείς αγνός μετά την γεύση της αμαρτίας. Εγώ όμως αποκρούοντας αυτούς αποφαίνομαι : ‘’Είναι δυνατόν και εύκολο σε όποιον θέλει να μετακεντρίσει την αγριέλαιον σε καλλιέλαιον΄΄. Εάν τά κλειδιά της βασιλείας των ουρανών είχαν δοθεί σ΄ έναν παρθένο, ίσως να είχαν οί προαναφερθέντες δίκηο στην γνώμη τους. Έφ΄ όσον όμως δεν συμβαίνει αυτό, άς τους αποστομώσει εκείνος πού και πεθερά απέκτησε και αγνός έγινε και τά κλειδιά της βασιλείας κρατεί στα χέρια του.
Λόγος περί Γαστριμαργίας
Αυτό τό κεφάλαιο θα βοηθήσει πολύ, αυτήν ιδιαίτερα την περίοδο του υποχρεωτικού εγκλεισμού όπου ή πολυφαγία είναι σχεδόν ή μόνη ευχαρίστηση. Επαναφέρει με ενδοσκοπική παρατήρηση τον έλεγχο της επιθυμίας, την συνειδητοποίηση του αναγκαίου από το περιττό και επαναφέρει την αυτοπειθαρχία μέσω της αυτογνωσίας. Εδώ, δεν πρόκειται για αυστηρούς διαιτολογικούς κανόνες υγείας και αισθητικής. Εδώ, οί φιλοδοξίες είναι ανώτερες από την διατήρηση της υγείας με την καταπολέμηση της πολυφαγίας. Εδώ, ή επιλογή του ανθρώπου και ή ευθύνη του είναι πώς να καταστεί ελεύθερος από τά πάθη με κύριο αυτό της καταπολέμησης της γαστριμαργίας από την οποία πηγάζουν άπειρα κακά . Εάν δεν τιθασεύσει την «ονομαστήν δέσποιναν», την κοιλίαν όπως γράφει δεν μπορεί να ανέβει τις πάρα πάνω κλίμακες και εξηγεί:
– Γαστριμαργία είναι ή υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας , ή οποία, ενώ είναι χορτασμένη , φωνάζει πώς είναι ενδεής. Και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως , ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι ή δημιουργός των καρυκευμάτων , ή πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Εσύ έκλεισες την φλέβα ( των ηδονικών απαιτήσεών της ) , αλλά αυτή ξεπρόβαλλε από άλλο μέρος. Την έφραξες και τούτη, αλλά καινούργια ανοίχτηκε. Γαστριμαργία είναι μία απάτη των οφθαλμών. Κάθ΄ ήν στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του , ή γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται , πώς να ήταν δυνατόν να καταβροχθίσει διά μιάς τά σύμπαντα.
– Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε θα κλείσεις και το στόμα. Διότι ή γλώσσα ισχυροποιείται από τά πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν εσύ κοπιάσεις ολίγο , αμέσως και ό Κύριος σε βοηθεί.
– Όσο χρησιμοποιούνται και μαλακώνουν οί ασκοί, τόσο αυξάνουν σε χωρητικότητα. Όταν όμως μένουν περιφρονημένοι και αχρησιμοποίητοι , θα μαζέψουν και δεν θα χωρούν πολύ.
– Γνώριζε ότι πολλές φορές, ό δαίμων της γαστριμαργίας έρχεται και κάθεται επάνω στο στομάχι και κάνει ώστε να μή χορταίνει ό άνθρωπος , έστω και αν έχει φάγει ολόκληρη την Αίγυπτο και έχει πιεί όλον τον Νείλο.
Ή ενδεικτική αναφορά της Κλίμακας του Ιωάννη, θεωρήθηκε απαραίτητη αυτήν ακριβώς την στιγμή, όπου, ή χώρα μας βρίσκεται βυθισμένη μέσα στον οχετό των βιασμών, εκβιασμών, οργίων, διαφθοράς και σήψης της μεταπολιτευτικής εθνομηδενιστικής εποχής . Της εποχής χωρίς ιερό και όσιο. Της εποχής του Τίποτα. Είναι κάτι σαν κάθαρση. Σαν αίτημα για κάθαρση. Είναι ή ανάγκη να θυμηθούμε τις πηγές μας. Να ξεδιψάσουμε με καθαρό και ολόφρεσκο νεράκι. Να ξανανιώσουμε άνθρωποι. Να ξανανιώσουμε Έλληνες.
Όλο αυτό πού ζούμε είναι το αποτέλεσμα της επικυριαρχίας της εθνοαποδομητικής – εθνομηδενιστικής ιδεολογίας στο σύνολο της ζωής της χώρας. Είναι το αποτέλεσμά της. Υπεύθυνοι είναι οί εθνομηδενιστές για την σήψη. Γιά την ταπείνωση. Για το γενικό ξεχαρβάλωμα. Για τον εξευτελισμό μας. Για την καταισχύνη μας.
Σήμερα πού οί ιδεολογικές συντεχνίες λυμαίνονται τά πανεπιστήμια με μία εφιαλτική αγραμματοσύνη καί την έξ΄ αυτής κωμική αυτάρκεια, σήμερα πού ή Ελλάδα φεύγει από την Ελλάδα και όλοι εμείς «μοιραίοι και άβουλοι» μέσα από την μακάρια αμεριμνησία, τον άκριτο εφησυχασμό, αποδεχόμενοι την κάθε δαιμονική κακοδοξία ως φυσιολογική κατάσταση, σήμερα πού κάποιοι θέλουν να βιώσουμε τις τελευταίες ημέρες της Ελληνικής Πομπηϊας, σήμερα πού συμπληρώνονται τά 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 κατά της Τουρκοκρατίας ή απάντηση είναι μία: BASTA.
*Η Αθηνά Κατσαφάδου είναι νομικός