Είναι φορές που το απόλυτο κακό δεν αρκεί απλά να το ξορκίζεις, αλλά χρειάζεται και να το ονοματίζεις. Και να ζητάς την τιμωρία του. Όχι ως σχήμα λόγου και τυπική εκκρεμότητα. Αλλά ως αποτροπή και πραγματική προστασία της κοινωνίας, του κόσμου και του μέλλοντός μας.
Είναι εξάλλου το κενό αυτό μεταξύ του αυτονόητου ως συμπεριφοράς και του αδιανόητου ως εγκλήματος, που εκμεταλλεύονται οι κάθε λογής διεστραμμένοι για να πραγματοποιήσουν τις «χαμηλές πτήσεις τους» κάτω από τα ραντάρ του νόμου και σε βάρος των ανυπεράσπιστων παιδιών.
Κανείς σοβαρά δε θα τολμήσει να αμφισβητήσει, ότι οι λεγόμενοι παιδόφιλοι, με περιγραφικό όρο ευφημισμού, θα λείψουν ως μονάδες και συμπεριφορά από οποιαδήποτε κοινωνία. Με αφορμή την υπόθεση της μικρής Μαντλέν που απήχθη και αφού πρόδηλα βασανίστηκε, εξαφανίστηκε από τον ανθρωπόμορφο δολοφόνο της, η συζήτηση για τη θανατική ποινή έγινε επίκαιρη όσο ποτέ.
Είναι ώρα να γίνει πράξη και η ανάληψη όλων των αναγκαίων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Οι βιαστές και δολοφόνοι παιδικών ψυχών, διαπράττουν έγκλημα διαρκείας, με ανατριχιαστικό κυνισμό και σαδισμό. Η συνεκτίμηση παραγόντων για την τελική αποτίμηση της επιβαλλόμενης ποινής, είναι ζήτημα, που η νομική επιστήμη έχει την επάρκεια και τα εργαλεία να καλύψει.
Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, με βάση και τα όσα απίστευτα έγιναν γνωστά για τη φερόμενη εγκληματική δράση ατόμων, που κατείχαν θέσεις υψηλής κοινωνικής προβολής στη χώρα μας, το έγκλημά τους, δεν έχει να κάνει με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Από τη στιγμή που εκδηλώνουν τα αρρωστημένα πάθη τους σε παιδιά, τα κατεξοχήν, ανυπεράσπιστα και από πλευράς σωματικής αλλά και λόγω άγνοιας, πρόσωπα, η τιμωρία πρέπει να είναι καταλυτική. Με ορόσημο την εσχάτη των ποινών. Έτσι απλά και καθαρά.
Πέρα όμως από το απόλυτα κακό για κάθε κοινωνία, υπάρχουν και οι συμπεριφορές, που αντιπροσωπεύουν την αντικειμενικά απορριπτέα και εθνικά μειωτική, για τα σχετικά δεδομένα της, συμπεριφορά. Είναι μια κρίση, που εδράζεται στην ιστορική εμπειρία, τις σύγχρονες ανάγκες και την κοινωνική αναταραχή και απορρύθμιση που μπορεί να προκληθεί. Που σε όσες περιπτώσεις, επικαλείται και λογικοφανείς αιτιάσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει το απυρόβλητο στους λιγόψυχους θιασώτες της. Τέτοιου είδους πρακτικές αντιπροσωπεύουν και οι λεγόμενοι Τουρκόφιλοι.
Προσοχή. Η αναφορά δεν έχει να κάνει για όσους με όρους πραγματισμού, αναζητούν σημεία και πλαίσιο συνύπαρξης με τους γείτονες. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι κάτι διαφορετικό η διαχείριση μιας πραγματικότητας, που επιβάλλεται για την προοπτική αμφότερων των κρατών και άλλο η προσπάθεια εξωραϊσμού εγκληματικών συμπεριφορών και η προβολή τεχνητών αδιεξόδων.
Ας αναλογιστούμε εάν θα τολμούσε ποτέ κανείς στο Ισραήλ να παρουσιάσει πολιτική πλατφόρμα ‘γερμανόφιλου’. Οι ψύχραιμοι θα του έβαζαν ζουρλομανδύα. Ομοίως στη χώρα μας. Είναι χυδαίο να ισχυρίζεται κανείς, ότι εάν δεν τα βρούμε με τους γείτονες, η μόνη εναλλακτική είναι η σύγκρουση μαζί τους. Εάν το ανυπόστατο αυτό επιχείρημα, είναι αποτέλεσμα άγνοιας, ο φορέας του, είναι απλά ακατάλληλος. Εάν από την άλλη στοχεύει συνειδητά στον ψυχικό εξαναγκασμό, ο θιασώτης του είναι αμοραλιστής και δόλιος.
Ιστορικά δεν μπορείς να είσαι φίλος με κάποιον που έχει διαπράξει γενοκτονία σε βάρος σου. Εκπτώσεις με το αίμα και τη μνήμη των νεκρών δεν μπορεί να κάνει κανείς. Και σίγουρα όχι στο όνομα ενός κράτους και ενός έθνους. Εάν από την άλλη υποστηρίζεις ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, η Ιστορία είναι και πάλι αμείλικτη.
Το καταμαρτυρούν όσοι υπονομευτικά ενήργησαν για την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου και μαρτύρησαν ως αιχμάλωτοι των Τσετών και των Κεμαλικών. Αλλά και με το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, το επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο οι Γερμανοί Κομουνιστές, στην Ανατολική Γερμανία, που είδαν συζύγους, κόρες, μανάδες και αδελφές να γίνονται βορά του Κόκκινου στρατού. Τους υποδείχθηκε μάλιστα να δείξουν κατανόηση απέναντι στους απελευθερωτές προλετάριους.
Για όσους τέλος ισχυρίζονται ότι είναι καλοί ‘αγωγοί επικοινωνίας’ με την απέναντι πλευρά, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αφενός μεν σε τι συνίσταται αυτή η καλή επικοινωνία και αφετέρου για ποιους λόγους έχουν επιλεγεί ως σκεύη της. Εάν είναι ανάλογη με τη λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» και τις ζεμπεκιές του Γιώργου, ας λείπει το βύσσινο. Είναι μια αναπαραγωγή της γνωστής Τουρκικής πρακτικής, «μονά κερδίζω, ζυγά χάνεις».
Εάν έχει να κάνει με προσωπικές και δήθεν φιλικές σχέσεις, είδαμε ότι τίποτα δεν εμπόδισε τον Ερντογάν παρά την κουμπαριά με τον Καραμανλή να «ξεδιπλώσει» τις τουρκικές προκλήσεις και επιθετικότητα σε βάρος μας. Εάν πάλι σε αντιμετωπίζουν ως γιουσουφάκι, τότε η προσωπική κατάντια ουδενός, δεν μπορεί καν να συζητηθεί ως εκδοχή άσκησης της εξωτερικής πολιτικής μας.
Και για να μην ξεχνιόμαστε, οι Ναζί κατά την αποχώρησή τους, από τις κατεκτημένες χώρες, σε πλείστες όσες περιπτώσεις εκτελούσαν πρώτα τους συνεργάτες τους. Το σκεπτικό απλό. Αυτός που «πούλησε» τη μάνα του, στη μητριά του θα «κολλήσει»;
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι νομικός, αν. Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων