Επιφυλλίδα
Ο άνθρωπος δε δικαιώνεται από τίποτε, παρά μόνο από τον εαυτό του, έλεγε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος θεωρώντας ”ιερή πλάνη” την αντίληψη ότι η ιστορία είναι δίκαιη για τους τεθνεώτες, κατά το ”ο αποθανών δεδικαίωται από τας αμαρτίας” του αποστόλου Παύλου.
Και είχε δίκιο νομίζω σ’ αυτό ο διατελέσας ΠτΔ ακαδημαϊκός, όχι μόνο γιατί ο απόστολος του Χριστού εννοούσε ότι με το ”δεδικαίωται” συγχωρούνται οι αμαρτίες και όχι οι πράξεις του εκλιπόντος, αλλά και γιατί είναι πλάνη να πιστεύουμε ότι η ιστορία δικαιώνει μετά θάνατον όλους, ακόμα και όσους αναλώθηκαν στη διακονία της δικαιοσύνης και της αρετής. Πολύ περισσότερο όσους αναλώθηκαν στην διακυβέρνηση αυτού του τόπου κατά την πολιτική διαδρομή τους…
Στην τελευταία περίπτωση – αυτήν της πολιτικής διαδρομής – η τύχη είναι καθοριστικός παράγοντας για να ξεπλύνει απ’ τις σελίδες της ιστορίας τα ελαττώματα των αποθανόντων πολιτικών ή να τους εντάξει για πάντα στα μαύρα κατάστιχα της ιστορίας.
Ενδεικτικά παραδείγματα στην πρώτη περίπτωση είναι η θετική αντιμετώπιση απ’ την ιστορία του πολιτικού παρελθόντος των δύο μεγαλύτερων πολιτικών της σύγχρονης Ελλάδας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μια αντιμετώπιση που προσπερνά με ”ανώδυνο” τρόπο τα όποια αρνητικά της πολιτικής τους διαδρομής και εστιάζει στην προσφορά τους στον τόπο μας, με βάση την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τους βιογράφους.
Κι αν στην πρώτη περίπτωση η πλάστιγγα της ιστορίας μετέτρεψε σε υμνητική την πετυχημένη πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τον εξευρωπαϊσμό της Ελλάδας χάρη και στην έξωθεν (ευρωπαϊκή) καλή μαρτυρία (καθώς του είχε συγχωρεθεί το ξεστράτισμα απ’ τον φιλοδυτικό προσανατολισμό του με την ”φυγή” της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ το 1974 λόγω της κυπριακής τραγωδίας), στην δεύτερη περίπτωση η ιστορία φαίνεται να οδηγήθηκε σε θετική αποτίμηση του Ανδρέα Παπανδρέου εξαιτίας και της δύναμης της συλλογικής μνήμης, όπου κυριάρχησε αναμφισβήτητα το αποτύπωμα του πρώην πρωθυπουργού στην Εξωτερική πολιτική μας.
Μια πολιτική της πυγμής με ενδεχόμενο ρίσκο – αρχής γενομένης από τη στάση του στην κρίση του 1987, όταν – προ της επαπειλούμενης εξόδου του ερευνητικού ”Σισμίκ I” για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα – ο εκλιπών Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ (με ιστορική αποσκευή το ”βυθίσατε το Χόρα” του 1976) υποχρέωσε με τις κινήσεις του τον ομόλογό του Τουργκούτ Οζάλ να ματαιώσει την κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας των ΕΔ της Τουρκίας οδηγώντας σε αποκλιμάκωση της έντασης, που λίγο έλειψε να καταλήξει σε πολεμική σύγκρουση Ελλάδας -Τουρκίας πριν από 34 ακριβώς χρόνια.
Για τον λόγο αυτό το 1987 έμεινε στην ιστορία ως η χρονιά του παρ’ ολίγον πολέμου με τους πάντα προκλητικούς και αμετανόητους γείτονες, οι οποίοι συμπεριφέρονταν αλλαζονικά στην Ελλάδα όπως και τώρα αποδεικνύοντας γι’ άλλη μία φορά πως η διεκδικητική προς τα εθνικά μας συμφέροντα στάση τους δεν έχει να κάνει με τους Προέδρους της, αλλά με την ανθελληνική στρατηγική της Τουρκίσς:
Στην περίπτωση του ’87, οι προκλητικές ενέργειες παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας είχαν φτάσει στην κορύφωσή τους, όταν το ωκεανογραφικό ”Πίρι Ρέις” προσέγγισε σχεδόν τη Θάσο παραβιάζοντας κυριαρχικά την υφαλοκρηπίδα μας μεταξύ αυτής και της Σαμοθράκης, με φόντο το Άγιο όρος στην τραχιά χερσόνησο της Χαλκιδικής.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε προειδοποιήσει τον Τούρκο ομόλογό του τότε ότι θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ”επί του πεδίου” (όπως μας απείλησε ότι θα κάνει σε βάρος μας σήμερα ο Ταγίπ Ερντογάν) αποφεύγοντας τις στρογγυλεμένες κουβέντες – τύπου Δένδια – περί ”μη διαπραγματεύσιμου αγαθού των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων”, μαζί με άλλα ευγενή τοιαύτα που δεν φοβίζουν τον εξ Ανατολών ”βάρβαρο”…
Το αξιοσημείωτο ωστόσο του πράγματος έγκειται στο γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός (δια του ΥΠΕΞ του Κάρολου Παπούλια) απέδειξε στην πράξη πως ό,τι έλεγε το εννοούσε, αφού επανέλαβε βήμα προς βήμα τις κινήσεις πολεμικής ετοιμότητας του Ιωάννη Μεταξά με την έναρξη των προκλητικών ενεργειών των Ιταλών σε βάρος της Ελλάδας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες κορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό της ”Έλλης” στο λιμάνι της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο του 1940.
Τι έκανε ο Παπανδρέου που θύμισε Μεταξά; Έβγαλε όλο τον ελληνικό στόλο στο Αιγαίο, για να προλάβει τυχόν αιφνιδιαστική απόβαση των Τούρκων στα νησιά μας (όπως σχεδίαζαν να κάνουν στις μέρες μας σε 131 απ’ αυτά, σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο που δημοσιοποίησε η σουηδική εφημερίδα Nordic Monitor), ενώ προώθησε σε αεροδρόμια διασποράς τα μαχητικά αεροσκάφη μας.
Και, το σπουδαιότερο, έβαλε σε εφαρμογή την σιωπηρή και επιλεκτική επιστράτευση των εφέδρων καλύπτοντας τα κενά Άμυνας κατά μήκος των θαλασσίων και ηπειρωτικών ελληνοτουρκικών συνόρων (κάτι αντίστοιχο που έκανε στα ελληνοαλβανικά σύνορα ο Ιωάννης Μεταξάς λίγους μήνες πριν απ’ την κήρυξη του πολέμου).
Ωστόσο η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του Ανδρέα Παπανδρέου (τον οποίο – αν εξαιρέσω τα της δικαίωσης της Εθνικής Αντίστασης και των κοινωνικών τομών στη Δημόσια Υγεία- δεν παύω να επικρίνω για την Εσωτερική πολιτική του (διαφθορά, αλόγιστη οικονομική εκροή κομματικού χαρακτήρα και μετατροπή του δημοσίου τομέα σε φέουδο των πρασινοφρουρών του ΠΑΣΟΚικού κράτους) δεν άφησε περιθώρια στον τότε πρωθυπουργό για διπλωματικά… στρογγυλέματα και σιωπητήριο υποταγής.
Σιωπητήριο υποταγής που είθισται να κάνουν οι αριστεροδεξιοί διάδοχοί του στον πρωθυπουργικό θώκο μέχρι τις μέρες μας υιοθετώντας το ”δόγμα κατευνασμού της Τουρκίας” το οποίο εγκαινίασε ο Κώστας Σημίτης στην Εξωτερική μας πολιτική.
Έτσι, βγήκε – ως τωρινός Ερντογάν – ο Ανδρέας και κατηγόρησε με κοφτερή γλώσσα για συνωμοσία κατά της Ελλάδας τις ΗΠΑ το ΝΑΤΟ και την Τουρκία, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για αποσκίρτηση της Ελλάδας από τον ΝΑΤΟ (δεύτερη μετά το 1974) και κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στην Νέα Μάκρη Αττικής.
Όλα τα παραπάνω εκλήφθησαν ως πολύ σοβαρά και πιθανά εκείνη την εποχή, μέσα και έξω απ’ τα σύνορά μας, όχι μόνο γιατί ήξεραν άπαντες την αποφασιστικότητα σε θέματα Εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και γιατί τα επανέλαβε με έμφαση στο διάγγελμα της 27ης Μαρτίου 1987, όταν αποκάλυψε τα σχέδια της Τουρκίας και ξεκαθάρισε τις ”κόκκινες γραμμές” της Ελλάδας απέναντί της.
Την πίστη του στις αδιαπραγμάτευτες θέσεις της Ελλάδας έναντι οποιουδήποτε επιβουλέα τις επικύρωσε, άλλωστε, αργότερα (1993) δηλώνοντας – στο ζήτημα της εκχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς – ότι αυτό δεν μπορεί να δοθεί, γιατί ”είναι θέμα εθνικού κινδύνου εις χρόνον μακρόν”!..
Παρέδωσε, μ’ άλλα λόγια, μαθήματα πατριωτισμού στους διαδόχους του, πλην όμως επί ματαίω, αφού οι μεν Σημιτικοί απεμπόλησαν ελληνικό έδαφος στα Ίμια (1996), οι δε εξ αγχιστείας ιδεολογικοί συγγενείς του τού ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψαν την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας στους Σλάβους με έξτρα ”δώρα” τη γλώσσα και την εθνότητα (”Συμφωνία Πρεσπών”, 2018).
Έκτοτε, και επί κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, συνεχίζονται οι κυβιστήσεις υποταγής που προλειαίνουν το έδαφος για παράδοση των οσίων και ιερών της πατρίδας μας τοις κυσί στις εσχατιές του Αιγαίου και της Θράκης.
Συνεχίζουν οι κυβερνώντες το έργο των προκατόχων τους υποχωρώντας ανεπίτρεπτα έναντι των Τούρκων (βλ. τρίμηνο αίσχους με το Oruc Reis να παραβιάζει τα χωρικά μας ύδατα και να διενεργεί έρευνες στη δικιά μας υφαλοκρηπίδα) και εκλιπαρώντας τους για από κοινού προσφυγή στη Χάγη, ενώ γνωρίζουν καλά πως η πρότασή τους για οριοθέτηση αποκλειστικά της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας απορρίφθηκε.
Ενώ γνωρίζουν καλά πως οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να διεκδικήσουν σε Τραπέζι διαπραγματεύσεων τη διχοτόμηση του Αιγαίου και την συγκυριαρχία Ελλάδας-Τουρκίας σ’ αυτό. Ενώ γνωρίζουν ότι απαιτούν αφοπλισμό των νησιών μας (έχουν ήδη ”γκριζάρει” 152 από αυτά ως διεκδικούμενα) και αναγνώριση ”τουρκικής” μειονότητας στη Θράκη και τα Δωδεκάνησα.
Ενώ γνωρίζουν ότι προσβάλλουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα των κεκτημένων μας στο Ανατολικό Αιγαίο επικαλούμενοι την τουρκική θεωρία ”περί εγγυτέρων νήσων” και αψηφούν Συνθήκες (Λωζάνης, 1923 // Λονδίνου, 1947) και Συμβάσεις (UNCLOS, ”Δίκαιο της Θάλασσας”, Montego Bay – Τζαμάικα, 1982) που χάραξαν επίσημα τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Ενώ γνωρίζουν ότι είναι έτοιμοι να ζητήσουν, μετά την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ (1936) για τα Στενά των Δαρδανελίων, την πλήρη αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, με σκοπό την επαναχάραξη των ελληνοτουρκικών συνόρων.
Όπερ σημαίνει ότι επιδίωξη του νεο-Οθωμανών και του νεο-σουλτάνου τους (τον οποίο φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε και συνεχίζουμε να τον καλούμε σε διάλογο, αν και δεν προοικονομείται ότι θα τον κερδίσουμε) είναι η πλήρης ανατροπή του status quo στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με χρήσης βίας.
Είναι η δημιουργία τετελεσμένων σε Ελλάδα και Κύπρο, για να επιβάλλουν οι Τούρκοι τους όρους τους ωσεί νικητές σε βάρος των κεκτημένων των χωρών μας. Τετελεσμένων τα οποία προτίθεται να στηρίξει η Τουρκία σε νομικά προηγούμενα και σε προβοκατόρικες ενέργειες που θα της δώσουν την αφορμή να στηρίξει τις θέσεις της για διανομή της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας.
Αν περάσει αυτό, φυσικά, αυτόματα θα πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων κάθε προσπάθεια της Ελληνικής Αντιπροσωπείας για οριοθέτηση της συνολικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και κάθε προσπάθεια της Κυπριακής για δικαίωση του αιτήματός της περί τερματισμού της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και συνολικής, συμφωνημένης λύσης στο Κυπριακό, ώστε να υπάρξει αμοιβαίο κέρδος για τις δύο Κοινότητες (Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή) με την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Η τουρκική στρατηγική, ωστόσο, ωστόσο, έχει σκοπό να υλοποιήσει το σχέδιο της ”Γαλάζιας Πατρίδας” και γι’ αυτό ο Ταγίπ Ερντογάν ψάχνει εναγώνια τρόπους για να παραπλανήσει και να κλείσει υπάρχοντα μέτωπα. Έτσι, ανέστειλε προσωρινά τη ”διπλωματία των κανονιοφόρων” (gunboat diplomacy) απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο και ψάχνει απεγνωσμένα να βρει αφορμές για προσέγγιση των συμμάχων μας (Αίγυπτο-Ισραήλ) με απώτερο σκοπό την ”υφαρπαγή” τους.
Κάτι που πρέπει να εμποδίσει χωρίς χρονοτριβή και σε κάθε περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν θέλει να μας αποδείξει – έστω και την τελευταία στιγμή – πως η Ελλάδα έχει συγκροτημένη στρατηγική και ικανή ηγεσία.
Ηγεσία που δε σύρεται πίσω απ’ τα τετελεσμένα των Τούρκων και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη – αντί να κατευνάσει για πολλοστή φορά την επιθετικότητά τους υποχωρώντας – να σηκώσει το γάντι της πρόκλησης και να επαναλάβει δια στόματος του πρωθυπουργού τα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου σε αντίστοιχη συγκυρία:
– Η Ελλάδα θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα ”επί του πεδίου”…
Λόγια σταράτα, λιτά κι αποφασιστικά!.. Λόγια που δεν λέγονται εύκολα από έναν απλό κυβερνήτη, αλλά από έναν ηγέτη.
– Ηγέτη…, ψιθυρίζω αφηρημένα την λέξη και σχεδόν ασυναίσθητα οπτικοποιώ αυτό που σχηματοποιείται εντός μου: ”Ανδρέας Παπανδρέου VS Κυριάκος Μητσοτάκης”.
– ”Ανίεροι” συγκριτισμοί Εξωτερικής πολιτικής…”, ψελλίζω απογοητευμένη και – για να ξεστρατίσει ο νους μου απ’ τα δυσάρεστα – σηκώνω το βλέμμα μου στην πλατιά θάλασσα του πίνακα απέναντι, που τραβάει σαν μαγνήτης την κουρασμένη ψυχή μου και την ξαπλώνει σε ατέλειωτο πλάτος πάνω στην γαλάζια επιφάνεια, μέχρι να γίνει ένα με το γαλήνιο πέλαγος και με τα επουράνια…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)