Μπορεί να ακούγεται και ως πολυτέλεια. Το να ανησυχεί δηλαδή κανείς, για τα όσα θα ακολουθήσουν, κατά τη διαδικασία επανόδου στην κανονικότητα. Τη στιγμή μάλιστα που κάθε άλλο παρά έχουμε αφήσει πίσω μας την πανδημία.
Τώρα που βιώνουμε το τρίτο κύμα, με άδηλη τη στιγμή της κορύφωσής του, όπως και το ενδεχόμενο να υπάρξει ένα τέταρτο ή και επάλληλα κύματα. Με τις παραλλαγές του ιού, που θεωρούνται μεταδοτικότερες και πιο θανατηφόρες και την ανάγκη περιοδικότητας των εμβολιασμών, που πόρρω ακόμη απέχουν από την ολοκλήρωση μιας πρώτης αποδοτικής φάσης σε πανευρωπαικό επίπεδο.
Από την άλλη πάλι, όλες αυτές οι παράμετροι, είναι καμπανάκια, που μας προιδεάζουν για το πόσο μεγάλες είναι οι δυσκολίες που θα προκύψουν. Και που όσο περνά ο καιρός διογκώνονται.
Εκτιμάται πως σε όλη την Ευρωπαική Ένωση, 40.000.000 εργαζόμενοι, βρίσκονται σε καθεστώς υποστήριξης και χρηματοδοτούμενης αναστολής των συμβάσεών τους. Δάνεια συνολικής αξίας 350 δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι σε μορατόριουμ εξυπηρέτησης έναντι των τραπεζών, που τα χορήγησαν. Άλλα δάνεια ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ, τελούν υπό την εγγύηση των κατά περίπτωση αρμόδιων δημοσίων αρχών.
Περί το 10% των επιχειρήσεων βρίσκεται σε καθεστώς πτώχευσης, ενώ άνω του 30% των δανείων θεωρείται ότι δε θα μπορέσουν να εξυπηρετηθούν. Και όλα αυτά τα στοιχεία, αφορούν τονμέσο όρο. Τη στιγμή κατά την οποία είναι γνωστό ότι δεν έχουν όλες οι εθνικές οικονομίες των κρατών μελών, τις ίδιες αντοχές, ούτε τα ίδια αποθέματα ‘λίπους’ να κάψουν. Ιδιαίτερα μάλιστα η ελληνική, που έχει καταγράψει σημαντική συρρίκνωση των μεγεθών της και του Ακαθάριστου Εθνικού Προιόντος τα τελευταία χρόνια.
Η απάντηση στο ζοφερό αυτό σκηνικό, δεν μπορεί να είναι άλλη από τις συνεχείς ‘βόμβες΄ χρήματος στην αγορά. Ακόμα και εάν υπάρχει η ανησυχία για πληθωριστικές τάσεις ή άρδην ανατροπή της λεγόμενης δημοσιονομικής σταθερότητας.
Στην τελική τι αξία μπορεί να έχει η όποια δημοσιονομική πειθαρχία και η συμμόρφωση με δημοσιονομικά κριτήρια, σε μια κοινωνία που κοχλάζει? Η κοινωνική αναταραχή και συγκρούσεις καθιστούν άνευ αντικειμένου κάθε άσκηση νομισματικής πολιτικής και ισορροπίας. Αναμφίβολα διαμορφώνεται μια σπαζοκεφαλιά, που απαιτεί κοινωνική ενσυναίσθηση και γνώση της αγοράς, της Ιστορίας και της πραγματικής ζωής, για τη διαχείρισή της.
Οι ΗΠΑ έχουν μέχρι τώρα απαντήσει με μέτρα-ενέσεις ρευστότητας στη αγορά που αγγίζουν το 1, 9 τρισεκατομμύρια δολάρια. Λέγεται ότι το Ταμείο Ανάκαμψης με την ‘προίκα΄ των 750 δισεκατομμυρίων Ευρώ και τα εθνικά προγράμματα στήριξης, επιτυγχάνει αναλογία μεγεθών. Δε φαίνεται ωστόσο να είναι έτσι τα πράγματα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης περιελίσσεται γύρω από και στοχεύει τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία και την ψηφιακή σύγκλιση. Διαρθρωτικές δηλαδή αλλαγές, που εξ ορισμού θέλουν χρόνο ωρίμανσης και στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, στη δημιουργία ιδίως θέσεων εργασίας, σε μέσο χρόνο.
Οι ανάγκες όμως είναι άμεσες και συγκεκριμένες. Μέτρα όπως η στήριξη των επιχειρήσεων της εστίασης, με άμεση επιδότηση είναι σωστά. Δίνουν εργαλεία και μέσα για επαναφορά στην παραγωγική δραστηριότητα, τη δημιουργία κύκλου εργασιών, τη διατήρηση θέσεων εργασίας και την παραγωγή φορολογητέου πλούτου.
Εκκρεμεί η υλοποίησή τους. Ομοίως ανάλογα μέτρα πρέπει να προβλεφθούν και για τους εκμισθωτές ακίνητης περιουσίας. Οι πρόσοδοί τους μειώθηκαν, χωρίς μέριμνα ισοδύναμης αναπλήρωσης. Σε συμβατικές μάλιστα σχέσεις, που υπεισήλθαν ως αναγκαστικοί διαχειριστές οι δημόσιες υπηρεσίες. Είναι επιβεβλημένο και σε εθνικό, αλλά και κοινοτικό επίπεδο να αναληφθούν πρωτοβουλίες για τη δημιουργία των αντίστοιχων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Για την αποφυγή καταχρήσεων και την αποδοτική διαχείριση των πόρων που θα εξευρεθούν, θα ήταν σκόπιμη και η θέσπιση κριτηρίων.
Έτσι συντελεστές που θα αφορούν το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το μίσθωμα στα έσοδα του δικαιούχου, η εργασιακή κατάσταση του δικαιούχου, το ύψος του μισθώματος και η ενίσχυση που έχει εισπράξει ο μισθωτής, είναι παράμετροι ορθολογισμού και δικαιολογημένων λύσεων. Η λογική εξάλλου είναι θεμελιώδες αποκούμπι, στον παραλογισμό της πανδημίας.