Δεν ξέρω πώς φαντάζεστε εσείς τον ηγέτη, αλλά στα δικά μου τα μάτια είναι αυτός που δεν έχει απλά την εξουσία στα χέρια του. Δεν ελέγχει απλά το… ”επιτελικό κράτος” το οποίο – στα καλύτερά του – μπορεί να φτάσει σε πλήρη εκσυγχρονισμό της κρατικής μηχανής με εξάλειψη της γραφειοκρατίας, αλλά – στα χειρότερά του – μπορεί να γίνει χειραγωγούμενο από τον έχοντα την εκτελεστική εξουσία).
Ηγέτης είναι αυτός που έχει σαν όραμα τη δημιουργία ενός καλύτερου ”αύριο” για την πατρίδα του.Ένα όραμα διαρκείας για την πραγμάτωση του οποίου θα είναι διατεθειμένος να δράσει χωρίς αναστολές αναλαμβάνοντας ευθύνες με βάση τις ικανότητες, το ένστικτο, τη γνώση και τη διορατικότητά του. Με βάση την αποφασιστικότητά του να προχωρά σε δομικές παρεμβάσεις των βασικών προτεραιοτήτων του.
Να εμπνέει τους υφισταμένους του και τον λαό που τον ψήφισε για να κυβερνήσει. Να μην εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη του κόσμου, αλλά να την ανταποδίδει με την ειλικρίνεια του πολιτικού λόγου του και με την αναγνώριση των λαθών του.
Να είναι έτοιμος να αναμετρηθεί με τις προκλήσεις, που μπορεί να τον οδηγήσουν σε μεγάλες επιτυχίες ή σε οδυνηρές αποτυχίες. Σε αμφότερες ωστόσο τις περιπτώσεις να μην ξεφεύγει του μέτρου, να μην παρασύρεται απ’ την επιτυχία και να μην αφήνει την αποτυχία να γίνει καταστροφική, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει το κράτος και τις αντιδράσεις των πολιτών του.
Όλα αυτά τα προτερήματα μαζί σπάνια να τα βρούμε σήμερα σε έναν υποψήφιο ή εν υπηρεσία κυβερνήτη και αυτός μάλλον είναι ο κύριος λόγος που θεωρούν λίγο-πολύ όλοι οι Έλληνες – με αφορμή και την διαιώνιση της αναξιοκρατίας – την εποχή μας φτωχή από ηγετικές φυσιογνωμίες, αλλά ενδεικτική της ανάδειξης των μετρίων και της ισοπέδωσης των πάντων…
Μια εποχή εξίσωσης των ατάλαντων με τους ταλαντούχους, των οκνηρών με τους εργατικούς και της ανάδειξης της μετριότητας σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας, κάτι που αντανακλά φυσικά και στην πολιτική σκηνή του τόπου μας.
Γιατί την διαφορά, στην τελευταία περίπτωση, δεν την κάνουν οι έχοντες διακρίσεις αριστείας σπουδών ή επαγγελματικής εξέλιξης πολιτικοί μας, αν δε συνοδεύονται τα προσόντα τους από συναισθηματική νοημοσύνη, ανθρωπιά και αγάπη για την πατρίδα.
Με δεδομένα αυτά δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας αν πω ότι δεν βλέπω φως στον πολιτικό ορίζοντα της Ελλάδας και ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε εναλλαγές κυβερνήσεων πάνω στο ίδιο παρηκμασμένο μοτίβο, αφού μπορεί να εναλλάσσονται τα κόμματα στην εξουσία, αλλά δεν εναλλάσσονται οι εξαρτήσεις μας από τους ξένους, στις ράγες των οποίων τροχοδρομούν – στα βασικά τους, τουλάχιστον, σημεία- οι δεξιοί και αριστεροί πολιτικοί εκπρόσωποί μας.
Γεγονός αποθαρρυντικό, που διαχέει την εντύπωση ότι η Ελλάδα διολισθαίνει στην κατηφόρα της ύπαρξής της γιατί έχασε την πίστη στην ανεξαρτησία της και χωρίς αυτήν δε βρίσκει γιατρικό για να ορθοποδήσει. Σε περίοδο μάλιστα που συρρικνώνεται ολοένα και πιο δραματικά, με κίνδυνο να σβηστεί σαν την Κομμαγηνή απ’ τον χάρτη της ιστορικής παρουσίας της.
Για να αποφευχθεί όμως κάτι τέτοιο και να επιβιώσει τελικά η Ελλάδα, θα πρέπει να αντλήσει δυνάμεις και διδάγματα απ’ το ιστορικό παρελθόν της. Να συνθέσει την πραγματικότητα με ένα μακρόπνοο ελληνικό όραμα που θα την οδηγήσει στο άλμα προς τα εμπρός με αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης και της ιστορικής και πολιτισμικής της παράδοσης.
Έτσι, στην ”Γαλάζια Πατρίδα” των Τούρκων – που στηρίζεται στη δύναμη της πυγμής τους – μπορούμε να αντιτάξουμε μια μακρόπνοη στρατηγική η οποία θα αξιοποιεί το έμψυχο δυναμικό της ΕΑΒ προσαυξημένο με εξειδικευμένα στελέχη, με ορίζοντα στόχευσης την μείωση της εξοπλιστικής μας εξάρτησης από τρίτους, μέχρι να φτάσουμε στο ευκταίο της εξοπλιστικής μας αυτάρκειας, η οποία θα οδηγήσει και σε εθνική.
Αν η Τουρκία είναι παράδειγμα χώρας προς αποφυγή με βάση τα ιστορικά και σύγχρονα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της απεχθούς επιθετικής της στρατηγικής και της επεκτατικής διάθεσής της, υπάρχει κάτι σ’ αυτήν που είναι προς παραδειγματισμό, όσον αφορά την αμυντική πολιτική της.
Κι αυτό έχει να κάνει με την ανάπτυξη της στρατιωτικής βιομηχανίας της, η οποία στο γοργοκύλισμα του χρόνου έκανε βήματα – αργά, αλλά σταθερά – που έγιναν στη συνέχεια άλματα στο θέμα της τεχνογνωσίας, με αποτέλεσμα τώρα να αντιμετωπίζουμε – ως Ελλάδα – την προβολή ισχύος του επεκτατισμού της.
Να αντιμετωπίζουμε μια Τουρκία εξοπλιστικά ισχυρότερη (ανατροπή συσχετισμών στο Αιγαίο) και με δική της παραγωγή συν τοις άλλοις. Πράγμα που μας αναγκάζει να βρισκόμαστε μόνιμα στο στόχαστρο των διεκδικήσεών της και να σπεύδουμε αγωνιωδώς να εξαντλήσουμε την πλειονότητα των περιορισμένων αμυντικών πόρων μας σε εξοπλιστικά προγράμματα υψηλότατου κόστους για την κάλυψη των αναγκών του ΠΝ και της Πολεμικής Αεροπορίας μας.
Και όμως, αν υπήρχε εθνική συνείδηση περισσότερη στις εκάστοτε ηγεσίες μας από τα χρόνια ακόμα των ”παχιών αγελάδων”, θα μπορούσαμε να επενδύσουμε στην εγχώρια βιομηχανία μας όπως έκανε η Τουρκία κυρίαρχα απ’ το 2002 και ύστερα (η διορατικότητα του εξελισσόμενου αστέρα της πολιτικής σκηνής Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έπαιξε καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό), ώστε να μην επιβαρυνόμαστε οικονομικά σήμερα λόγω της αγοράς πανάκριβων εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Κι αυτό τη στιγμή που η αντίπαλός μας έχει δική της παραγωγή εξοπλιστικών και έφτασε στο σημείο να τα εξάγει (Βρίσκεται, ήδη, από το 2019 στη 14η θέση των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές αμυντικού υλικού, κόστους τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων).
Έφτασε στο σημείο να παράγει μαζικά drones. Τελευταίο της εξοπλιστικό προϊόν το μη επανδρωμένο αερόχημα μάχης (UCAV), Akinci, την μαζικά παραγωγή του οποίου προανήγγελε με θριαμβευτικό τόνο ο επικεφαλής της τεχνολογίας CTO (του πρώτου εθνικού συστήματος S/H της Τουρκίας) της Baykar Makina, αρχιτέκτονας Selçuk Bayraktar γράφοντας χαρακτηριστικά στην ανάρτησή του μετά την επιτυχή δοκιμή του εν λόγω συστήματος:
– Ελεύθερο και ανεξάρτητο στους ουρανούς μας.
Σ’ αυτό το σημείο δικαιούμασταν να φτάσουμε και εμείς ως Ελλάδα σήμερα. Κι ας μην ακούω τα ηττοπαθή και ραγιαδίστικα ”μηνύματα κατευνασμού” που κάνουν λόγο για ”μαξιμαλισμό” της, στην ιδέα να δικεκδικήσει δικαιωματικά την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 νμ.
Ιδέα που απέκλεισε επιπόλαια, φοβικά και καθ’ υπόδειξη τρίτων ο ίδιος ο πρωθυπουργός (Ιανουάριος 2021), αφήνοντας ανεκμετάλλευτο αυτό το δικαίωμά μας (δικαίωμα που μας το έδωσε η υπογραφείσα το 1982 Θαλάσσια Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας) υπό τον φόβο του casus belli της Τουρκίας.
Ας μην ακούω τις φωνές των ”προθύμων” Ροζάκηδων, του ΕΛΕΠΕΠ, της πολιτικής, της διπλωματίας και του πανεπιστημιακού κατεστημένου, μέλη του οποίου διδάσκουν από δεκαετίας σε τουρκικά πανεπιστήμια και δείχνουν να ανησυχούν περισσότερο για το μέλλον της Τουρκίας (βλ. Ιωάννης Γρηγοριάδης, Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ της Άγκυρας) παρά της πατρίδα τους.
Στη θέση των φωνών αυτών, μπορούμε σύντομα να ακούμε νέες φωνές της αθόρυβης, δημιουργικής γενιάς που οραματίζεται στα ”Κρυφά Σχολειά” της εθνικής μας συνείδησης, περηφάνιας και αγωνιστικότητας, αφού στα φανερά δεν τολμάμε να οραματιστούμε την αναγέννηση του έθνους και της πατρίδας μας, για να μη μας πουν ”εθνικιστές” με την αρνητική έννοια του όρου, την ταυτισμένη με τον απεχθή φασισμό κι όχι τον υγιή που είναι ταυτισμένος με την φιλοπατρία.
Αυτόν που κράτησε ελληνική την Μακεδονία στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-08) και συνέβαλε τα μέγιστα στην απελευθέρωσή της, την οποία ακολούθησε η απελευθέρωση και άλλων σκλαβωμένων περιοχών της Ελλάδας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-’13.
Ναι, στη θέση των φωνών των πρώην ”Ανανιστών” (και νυν ”προθύμων”) της πολιτικής και της διανόησης που έσπρωχναν το 2004 την Κύπρο στην αγκαλιά της Τουρκίας και τώρα σπρώχνουν τον πρωθυπουργό στην λαιμητόμο της Χάγης για να πετύχουν τη ”συνεκμετάλλευση” του Αιγαίου με την Τουρκία, μπορούμε να ακούμε φωνές Ελλήνων οραματιστών.
Οραματιστών μιας νέας Μεγάλης Ιδέας η οποία θα εκκολαφθεί σε πατριωτική ”δεξαμενή σκέψης” πατώντας όχι στα υπερφίαλα πατήματα της παλιάς – που έζησε μόνο για λίγο (Συνθήκη Σεβρών, 1920) – αλλά σε εμπνευσμένα σχέδια και επιλογές αποκατάστασης της επώδυνης πραγματικότητας, η οποία ανάγκασε τον Ελληνισμό να είναι με την πλάτη στον τοίχο.
Οράματα ενταγμένα σε στρατηγική νίκης, που θα γίνουν ανάχωμα στην κατηφορική πορεία μας, αφού θα προϋποθέτουν ανιδιοτελή προσφορά των μελών μιας νέας ”Φιλικής Εταιρείας” η οποία θα συσταθεί με σκοπό να ανυψώσει το χαμένο στα Τάρταρα ηθικό των Ελλήνων.
Θα αποκαταστήσει την μπολισμένη με τον ιό του ανθελληνισμού τουρκολάγνα Παιδεία μας και θα εμποδίσει τις προθέσεις κάποιων να δουν την Ελλάδα βορρά στην τουρκική βουλιμία.
Θα εμποδίσει, ουσιαστικά και με κάθε τίμημα, την προσπάθεια Τούρκων και ανθελλήνων ημεδαπών και αλλοδαπών ”καλοθελητών” για μετατροπή της πατρίδας μας σε Ναγκόρνο- Καραμπάχ των Βαλκανίων, μέχρι την πλήρη υποταγή της στον νέο (φιλοτουρκικό) Άξονα, που ήδη άνοιξε δρόμο στον νεο-Οθωμανισμό…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)