Τον τελευταίο χρόνο και μετά τη θετική ανακοίνωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων από την κυβέρνηση έχουμε επισημάνει με διάφορους τρόπους τη μεγάλη ανάγκη να συμπεριληφθεί ουσιαστικά σε αυτά η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία. Οι λόγοι δεν αφορούν μόνο αυτές καθαυτές τις επιχειρήσεις και την επιβίωσή τους, αλλά ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο που έχει να κάνει και με την Εθνική Ασφάλεια.
Στην πρόσφατη αρνητική εξέλιξη, με την μηδενική συμμετοχή των Ελληνικών Εταιρειών στο πρόγραμμα απόκτησης των γαλλικών μαχητικών Rafale ύψους 2,4 δις ευρώ, είχαμε επισημάνει και τότε ότι θα χαθούν τουλάχιστον 600 εκατομμύρια ευρώ από τη χώρα μας μέσω βιομηχανικών επιστροφών. Μπορεί να αναλογιστεί ο καθένας πόσο σημαντικό θα ήταν αυτό το ποσό στην ανάπτυξη Ελληνικών επιχειρήσεων στον Αμυντικό Τομέα και πόσες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν και φυσικά την τεχνογνωσία που θα αποκτούσε η χώρα.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι εκ των υστέρων υπήρξε η ξεκάθαρη υπόσχεση-δέσμευση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ότι σε δεύτερο βαθμό θα συμπεριληφθούν και οι Ελληνικές εταιρείες στο πρόγραμμα.
Αναμένουμε λοιπόν καλοπροαίρετα την υλοποίηση της παραπάνω δέσμευσης του υπουργού κ. Παναγιωτόπουλου, τόσο για το πρόγραμμα των RAFALE και των Όπλων τους, όσο και στο πρόσφατα υπογραφέν Πρόγραμμα εκπαίδευσης της Καλαμάτας ύψους 1,5 Δις, στο οποίο προς το παρόν δεν έχουμε καμία ενημέρωση για πρόβλεψη συμμετοχής της ΕΑΒΙ, αν και αφορά παροχή υπηρεσιών προς την ΠΑ για τα επόμενα 20 και πλέον έτη.
Μπροστά μας όμως αυτή την περίοδο έχουμε το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα που έχει υλοποιήσει ποτέ η Ελλάδα, αυτό της πρόσκτησης νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό και αναβάθμισης 4 παλαιών, με κόστος που θα αγγίξει τα 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η «ναυμαχία» που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με συμμετοχή τουλάχιστον 8 εταιρειών από 7 χώρες για την επιλογή των νέων φρεγατών, δείχνει και το μέγεθος του προγράμματος αλλά και τις προοπτικές που μπορεί να δώσει σε επιχειρήσεις της ΕΑΒΙ.
Θα έπρεπε λοιπόν να ήταν αυτονόητη η συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας σε αυτό.
Έχοντας όμως το προηγούμενο αρνητικό δεδομένο των προγραμμάτων των Γαλλικών Μαχητικών και του Εκπαιδευτικού Κέντρου της Καλαμάτας (4 Δις συνολικά με μηδενική προς το παρόν εγχώρια συμμετοχή ), θεωρούμε υποχρέωση μας να επαναλάβουμε το αυτονόητο: Αν οι Ελληνικές Εταιρείες απουσιάζουν και από αυτό το πρόγραμμα κινδυνεύει η χώρα όχι απλώς να χάσει εκ νέου εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από έργα και επενδύσεις, αλλά να απωλέσει ουσιαστικά την Εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία.
Κάτι που δεν θα είναι απλώς πλήγμα για την Ελληνική Οικονομία η οποία χρειάζεται ακόμα περισσότερη στήριξη ιδιαίτερα μετά την πανδημία που τη χτύπησε μετά από μια δεκαετή κρίση αλλά ουσιαστικό πλήγμα στην Εθνική Ασφάλεια και στο ετοιμοπόλεμο των ΕΔ.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτή την φορά οι αρμόδιοι παράγοντες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας θα συνεργαστούν με την Αμυντική Βιομηχανία ώστε από κοινού να επιτύχουμε τον Εθνικό Στόχο της μέγιστης δυνατής συμμετοχής της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.
Άλλωστε όπως έχει ειπωθεί, ένας από τους όρους της επιλογής των νέων φρεγατών είναι να χρησιμοποιηθούν Ελληνικά Ναυπηγεία κι αυτό από μόνο του είναι μεν θετικό, αλλά όχι αρκετό.
Όπως είναι γνωστό σε όσους ασχολούνται με την Αμυντική Βιομηχανία, το κόστος ναυπήγησης ενός πολεμικού σκάφους μεγέθους φρεγάτας και μάλιστα με την συνηθισμένη για το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό «βαριά οπλική διαμόρφωση», αποτελεί το 25% με 30% του συνολικού κόστους του πλοίου πλήρως εξοπλισμένου.
Αν για παράδειγμα το κόστος μιας πλήρως εξοπλισμένης φρεγάτας κυμανθεί στα 800 εκ €, τα 200 εκ περίπου θα αφορούν στην ναυπήγηση της και τα 600εκ σε όλα τα υπόλοιπα συστήματα που αναφέραμε.
Επιπλέον αν υπολογίσουμε ότι τα πλοία αυτά θα υπηρετήσουν στο ΠΝ για τα επόμενα 30-40 χρόνια, το κόστος της εν συνεχεία υποστήριξης τους θα αφορά σε ποσοστό άνω του 80% για τις μη ναυπηγικές εργασίες.
Είναι προφανές ότι λίγα και χαμηλής τεχνολογίας θα αφορούν στην υπερκατασκευή του πλοίου ενώ αντίθετα πολλά και υψηλής και κρίσιμης τεχνολογίας θα αφορούν στην συντήρηση και αναβάθμιση των πυραύλων, των ραντάρ, του συστήματος μάχης, των επικοινωνιών κλπ.
Άρα καλοδεχούμενη και απαραίτητη η ναυπήγηση των φρεγατών σε Ελληνικά Ναυπηγεία, ο στρατηγικός όμως στόχος πρέπει να είναι η επίτευξη ουσιαστικής ποιοτικά και ποσοτικά συμμετοχής της ΕΑΒΙ στο υπόλοιπο 70% του κόστους που αφορά στα Οπλικά, Ηλεκτρονικά, Επικοινωνιακά κλπ συστήματα του σκάφους.
Ο στόχος αυτός αφορά πρωτίστως στην Εθνική Ασφάλεια μέσω εξασφάλισης της υποστήριξης των κρίσιμων συστημάτων των φρεγατών ( Ασφάλεια Εφοδιασμού των ΕΔ κυρίως σε περιπτώσεις Εθνικών κρίσεων) και δευτερευόντως στην Εθνική Οικονομία μέσω της ανάθεσης έργου στην ΕΑΒΙ.
Δε θα κουραστώ τέλος ως Πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ να επαναλαμβάνω ότι το θέμα της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά και όχι αποσπασματικά με αφορμή κάποιο εξοπλιστικό έργο.
Αυτός είναι και ο λόγος που επισημαίνουμε συνεχώς την ανάγκη Ίδρυσης Υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας στα πρότυπα των Χωρών με ισχυρή Αμυντική Βιομηχανία και άμεσης έναρξης θεσμικής συνεργασίας ΥΠΕΘΑ με την Εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία με στόχο η αξία των βιομηχανικών επιστροφών και επενδύσεων που αφορούν στα εξοπλιστικά να υπερβαίνει το 30% της αξίας των εξοπλιστικών δαπανών.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη περιοχή μας άλλωστε έχουν κάνει αντιληπτό σε κάθε Έλληνα και Ελληνίδα ότι είναι μονόδρομος και Εθνική υποχρέωση να ενισχυθούν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις με νέα οπλικά συστήματα τα οποία όμως ουσιαστικά θα καταστούν μειωμένης αποτελεσματικότητας, αν δεν εξασφαλιστεί η αδιάλειπτη υποστήριξη τους, την οποία μόνο Ελληνικές εταιρείες μπορούν να προσφέρουν.
Η δυσάρεστη πρόσφατη εμπειρία της εποχής της μεγάλης οικονομικής κρίσης έδειξε με τον καλύτερο τρόπο σε όλους μας την ανάγκη ύπαρξης ισχυρής Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας ικανής να υποστηρίξει την αποστολή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
*Ο Τάσος Ροζολής είναι Πρόεδρος ΔΣ ΣΕΚΠΥ