Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά απ’ την δεκαετία των μνημονίων που διανύσαμε μέχρι την αρχή της δικής μας, άλλαξε – ανεπαίσθητα στην αρχή και με βήμα γοργό στη συνέχεια – ο λεκτικός τρόπος επικοινωνίας μας εδώ στην Ελλάδα.
Έτσι, ενώ προ μνημονίων η συνήθης απάντηση στην ερώτηση ”τι κάνεις” ήταν η μονολεκτική λέξη ”Καλά”, αυτή αντικαταστάθηκε – σε μεγάλο βαθμό – με την έκφραση ”Ας τα λέμε καλά”. Έκφραση που δεν τη χρησιμοποιούμε, εν προκειμένω, για να περιορίσουμε το ενδιαφέρον του συνομιλητή μας ή την πιθανή ζήλεια του ή τη χαρά του, αν του εξομολογηθούμε τη χαρά ή τη λύπη μας αντίστοιχα (επιβεβαίωση εσαεί της ανεκδοτολογικής αλήθειας του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ”περί κατσίκας του γείτονα”).
Όχι, τίποτα τέτοιο. Η πρόταξη του ευχετικού ”Ας” στην υπόλοιπη φράση γίνεται από ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων αυθόρμητα, φυσικά, καθρεφτίζοντας την ψυχική πίεση και κενότητα που νιώθουν στην εποχή μας.
Πίεση και κενότητα λόγω του φόβου της πανδημίας, των παρενεργειών του εμβολιασμού, της κακής οικονομικής και ψυχικής τους κατάστασης (απ’ τα απανωτά lockdown που έκλεισαν την αγορά και κάνουν ασταθή την Οικονομία) και λόγω της επισφαλούς ειρήνης η οποία διαφαίνεται στον ορίζοντα απ’ τις κακές σχέσεις μας με την διεκδικήτρια των ελληνικών κεκτημένων Τουρκία.
Για όλους αυτούς τους λόγους πολλοί Έλληνες αποφεύγουν σήμερα να δηλώσουν με μια δυσάρεστη λέξη την κατάστασή τους και επιλέγουν το ”ας τα λέμε καλά” για απάντηση, που είναι μάλλον αινιγματική, αόριστη και δείχνει την εγκαρτέρηση, την μετριοπάθειά τους και κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία για το παρόν και το μέλλον τους.
Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ίδιον του λαού μας απ’ την αρχαιότητα να αποφεύγει να χρησιμοποιεί λεκτικά ό,τι κακό και δυσάρεστο. Έτσι τα έχει αντικαταστήσει με το καλό και το ευχάριστο ακολουθώντας το ”κατ’ ευφημισμόν” σχήμα, που κρύβει την πραγματική κατάσταση με μια εκ διαμέτρου αντίθετη άλλη.
Ο ιστορικός έχει να θυμάται πολλά γι’ αυτό. Το πώς οι Έλληνες, δηλαδή, έκαναν τις Ερινύες Ευμενίδες, το ξύδι γλυκάδι, τον άξενο (αφιλόξενο) Πόντο Εύξεινο, την κακή αρρώστια ευλογία κ.αλ.
Όλα αυτά βέβαια δύσκολο να περάσουν με μιας στα αμπάρια της καρτερίας του λαού μας, που κουβαλάνε εντός τους τις επώδυνες επιπτώσεις των μνηνονίων και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής του εξαιτίας της επιπρόσθετης οικονομικής κρίσης την οποία προκάλεσε (με τα παρατεταμένα lockdown) η θανατηφόρα πανδημία.
Θα μου πείτε τώρα, και θα ‘χετε δίκιο, πως η ιστορική μας ζωή βρίθει από τέτοιες ανακατατάξεις και αλλαγές στον τρόπο ζωή μας και ότι δεν υπήρξε ποτέ αυτή ομαλή και ευθύγραμμη. Η αστάθειά της πάντοτε προσδιόριζε την ιστορική μας μοίρα, που συμβάδιζε τις πλείστες όσες φορές με την πολιτική.
Γι’ αυτό μας έλειπε διαχρονικά σαν άτομα, σαν κοινωνία, σαν λαό η σιγουριά που θα έπρεπε φυσιολογικά να είχαμε με βάση το ιστορικό παρελθόν μας. Μας έλειπε και μας λείπει, τώρα πολύ περισσότερο, η βεβαιότητα για να πούμε το ”είμαι καλά” ή το ”είμαστε καλά” σαν Έλληνες και σαν Ελλάδα.
Κι αυτή η έλλειψη ατομικής, κοινωνικής και εθνικής βεβαιότητας (που δείχνει την ανασφάλειά μας) μάς οδηγεί κατευθείαν στο ”ας τα λέμε καλά” της καθημερινής επικοινωνίας μας, το οποίο – στην γριφώδη και αινιγματική ερμηνεία του – μας παραπέμπει στην πρόγονό μας Πυθία…
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο δεινή ή ομιχλώδης κι αν είναι η πραγματικότητα την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ατομικά ή συλλογικά, το ”ας τα λέμε καλά” κρύβει την μύχια ελπίδα μας ότι θα μπορούσε να γίνει καλύτερη η ζωή μας. Και η μύχια αυτή ελπίδα έχει αγκωνάρι πίσω της την βούλησή μας να επιβιώσουμε.
Κι αυτό είναι το κομμάτι ελπίδας που κυοφορεί η αποκαρδιωτική μάλλον έκφραση ”ας τα λέμε καλά”: ότι δεν προτιθέμεθα, δηλαδή, να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια και ότι έχουμε κατά βάθος τη βούληση να πούμε με ειλικρίνεια, χωρίς αναστολές λόγω φόβου, ανασφάλειας ή άλλης αιτίας, το ”Δόξα τω Θεώ, είμαι καλά!..” ”Είμαστε καλά!..”
Τη βούληση και το αυτεξούσιό μας, σε κάθε περίπτωση, δεν τα αρνείται ο Χριστιανισμός, που στους επώδυνους καιρούς μας φαντάζει (έστω και με κλειστές εκκλησιές και με ιερείς και πιστούς πληττόμενους απ’ την πανδημία) – σαν θρησκεία λυτρωτική, η οποία μπορεί να δράσει θεραπευτικά στην ηθική εξαχρείωση και την κοινωνική εξαθλίωση που πλήττουν διαχρονικά την Ελλάδα.
Να δράσει θεραπευτικά και να τονώσει το δικαίωμα του αυτεξούσιου στους Έλληνες που το έχουν απολέσει, σαν συνέπεια των ασύμβατων με τη δημοκρατία περιορισμών στους οποίους υπόκεινται από κοινού όλοι προς αντιμετώπιση της θανατηφόρας πανδημίας του covid 19.
– Nihil tam in nostra potestate quam ipsa voluntas est (Τίποτα δεν είναι τόσο πολύ στην εξουσία μας όσο η βούλησή μας) πρέσβευε και διακήρυττε ο Ιερός Αυγουστίνος.
Και αυτήν τη βούληση θέλει να ενισχύσει ο Χριστιανισμός με το ευφρόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου. Το μήνυμα της σωτηρίας, της λύτρωσης απ’ την αμαρτία και της ανταπόκρισης του ανθρώπου στον λόγο δημιουργίας του, δηλαδή στην ένωση και κοινωνία με τον Δημιουργό Θεό του.
Μέχρι να φτάσουμε όμως στο σημείο του άνω-θρώσκω (άν-θρωπος) για να βρούμε την αλήθεια που ψάχνουμε μέσα από την τελειοποίησή μας, ο αγώνας μας θα είναι ανηφορικός καθώς ο δρόμος για την αρετή και την κατάκτηση της ευτυχίας προϋποθέτει την απαλλαγή μας από προλήψεις και δεισιδαιμονίες που κυοφορούν την φθορά της αμαρτίας.
Προϋποθέτει, προπάντων, την απαλλαγή μας απ’ τον χοληφόρο εγωισμό, που μας εμποδίζει να ψελλίσουμε τη ”συγγνώμη” στον άλλον και να νιώσουμε ισάδελφη αγάπη στο μυαλό και την ψυχή μας γι’ αυτόν, ειδικά στην παρούσα εποχή σκληρότητας, βίας και αίματος που διανύουμε.
Εποχή η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της διδαχής του Χριστού ”Αγαπάτε αλλήλους”, που εδράζεται στην ισότητα όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας, καταγωγής, γλώσσας, ηλικίας ή αρτιμέλειας.
Σαν πολίτες αυτής της χώρας, εξάλλου, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της έκπτωσης των προγονικών αξιών που είναι και χριστιανικές αξίες. Μάρτυρες, ουσιαστικά, της χρεοκοπίας και του απανθρωπισμού του ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται σ’ ένα τέλμα, σ’ ένα σκοτάδι πνευματικό.
Παρασυρμένος απ’ αυτό το σκοτάδι καταλήγει να πέσει θύμα της έκρηξης αρνητικότητας και ανηθικότητας της εποχής μας, που τον ωθούν να αποστρέψει το βλέμμα του απ’ τον Χριστιανισμό.
Τον Χριστιανισμό που θα του δώσει χέρι βοήθειας για να μεταβάλλει την εσωτερική του γκρίζα πραγματικότητα και να του δώσει την ψυχική δύναμη που χρειάζεται (με την πίστη και την προσευχή), για να ”αναστηθεί” μαζί με τον Κύριο και να πιστέψει πως θα ξημερώσει γι’ αυτόν η αυγή μιας νέας ημέρας στη ζωή του.
Έτσι που να απολαμβάνει κάθε κομμάτι της καθημερινότητάς της και μακριά απ’ την τύρβη των μεγάλων πόλεων να μπορεί να εμπνέεται, να δημιουργεί, να τονώνει το αίσθημα εθνικής περηφάνιας και φιλοπατρίας του και – εν μέσω των εθνικών παραδόσεων και της άγριας ομορφιάς του ελληνικού τοπίου – να συλλαβίσει με τον Σεφέρη το βράδυ το ”αλφαβητάρι των άστρων” ακούγοντας τις ”αγαπημένες σιωπές της σελήνης”, όπως τις ένιωθε αυτός.
Ή να ψελλίσει εκστατικός το πρωί τον στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη: ”… Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κι εγώ τη φύση λίγο, // Θάλασσας του πρωιού ως ανέφελου ουρανού // λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη • όλα ωραία και μεγάλα και φωτισμένα…”, βλέποντας την Ελλάδα να καθρεφτίζεται μέσα στο φυσικό περιβάλλον.
Όπως καθρεφτίζεται μέσα σ’ αυτό η ολοκληρωτική μεταβολή της ανθρώπινης φύσης που εγκαταβιώνει κοντά στον Χριστό και πιστεύει στον Χριστιανισμό. Τον Χριστιανισμό ο οποίος μπορεί να ανασχέσει την κατηφορική πορεία του ανθρώπου, για να μη φτάσει στο έσχατο, το τελευταίο σκαλί της αναξιοπρέπειας και της ταπείνωσής του.
Να τον βοηθήσει να λειτουργεί όχι μόνο σαν πνεύμα, αλλά και σαν ψυχή που μπορεί να νιώσει τον πόνο του άλλου, να δώσει χέρι βοήθειας στον πάσχοντα και να μη μείνει ασυγκίνητος από ”τα πάθια του κόσμου”, όπως έλεγε κι ο Παπαδιαμάντης, και την επίδραση του θρησκευτισμού στη ζωή του.
Απ’ την επίδραση δηλαδή σ’ αυτόν της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία θα σπάσει το σκληρό κέλυφος της κενότητας και της σκληρότητας μέσα του και θα τον κάνει να συναισθανθεί το μέγιστο της θυσίας του Θεανθρώπου και το δάκρυ της Παναγίας μπροστά στον σταυρωμένο Χριστό…
Καλή Ανάσταση!..
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)