Υπάρχουν οι πολιτικές, υπάρχουν και τα γράμματα. Στην ιδεατή τους εκδοχή τα δεύτερα είναι η βάση για την εκπόνηση των πρώτων. Είναι η εγγύηση, πως ο σχεδιασμός και η λήψη των αποφάσεων, γίνονται από πρόσωπα που γνωρίζουν. Και αφορούν λύσεις λειτουργικές και βιώσιμες.
Σε μια ρεαλιστική προσαρμογή, αποτελούν οι γνώσεις, μέσο για την υλοποίηση των αποφάσεων. Κατά τρόπο που διασφαλίζουν την αρτιότητα των ρυθμίσεων και την αντιστοίχισή τους με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.
Δε λείπουν όμως και οι παραφωνίες. Που αποδομούν ευγενείς στοχεύσεις και ναρκοθετούν αναγκαίες παρεμβάσεις.
Πρόσφατο παράδειγμα, τα όσα ειπώθηκαν για το διαβόητο ακαταδίωκτο.
Μια ρύθμιση, που στη σύλληψή της είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Αντανακλά μια ελάχιστη αυτονόητη μέριμνα για όσους συμβάλλουν με τις γνώσεις τους στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Της κοινωνικής δηλαδή και της οικονομικής αυτής θεομηνίας, που άλλαξε και αλλάζει τον τρόπο ζωής μας. Αλλά και την προοπτική και τους όρους επιβίωσής μας.
Σε έναν μοναδικό αγώνα ταχύτητας, με τη δύναμη της ίδιας της γνώσης, η επιστήμη, δείχνει να ξεπερνά τον εαυτό της. Πέρα από τα κομβικά επιτεύγματα, υπάρχει η διαχείριση της καθημερινότητας και των άγνωστων παραμέτρων της. Είναι η θεματική που η συνδρομή των ειδικών, είναι όχι μόνο επιθυμητή αλλά και αναγκαία. Οι επιστήμονες αυτοί εισφέρουν τη γνώση τους. Δεν αποφασίζουν. Ούτε και διεκδικούν τέτοιου είδους αρμοδιότητες. Θα ήταν τουλάχιστον παράλογο, αντί ευγνωμοσύνης να αντιμετωπίσουν την Οδύσσεια των δικαστικών εμπλοκών για τη συνεισφορά τους.
Η πολιτική λοιπόν επιλογή για την προστασία τους απέναντι σε κάθε κακόβουλο, είναι όχι μόνο λογική, αλλά και επιβεβλημένη. Ο δικαστικός τους εγκλωβισμός, θα μπορούσε να επιχειρηθεί, από δόλιους ή κάθε λογής εμμονικούς. Στην πρώτη περίπτωση θα αποτελούσε έκφανση της εκστρατείας παραπληροφόρησης. Συνήθεις είναι οι σχετικές πηγές, που εντοπίζονται σε Κίνα και Ρωσία. Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται οι καθ΄ επάγγελμα αμφισβητίες και συνωμοσιολόγοι. Που οι επιτήδειοι χειραγωγούν ανάλογα.
Εκεί όμως υπάρχει και το όριο. Το λεγόμενο ακαταδίωκτο δεν προσφέρει ασυλία, σε στρατευμένες ή κατά παραγγελία συμβουλές, που εξυπηρετούν συμφέροντα. Ούτε βέβαια εξαγνίζει παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν έχουν ως συνέπεια είτε τη διακινδύνευση της δημόσιας υγείας, είτε την οικονομική καταστροφή επαγγελματικών κλάδων και την υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής. Ακόμα και εάν θεσπίζονταν μια τέτοια καταχρηστική προστασία, δε θα μπορούσε να σταθεί, καθώς θα καταστρατηγούσε το Σύνταγμα και την ισότητα απέναντι στον νόμο.
Εδώ απαιτούνται τα γράμματα. Που θα παράσχουν μια ισορροπημένη πρόβλεψη. Που και την ορθή δικαιοπολιτική επιλογή θα υπηρετεί και το κράτος δικαίου θα προασπίζει. Και πάνω από όλα δε θα δίνει τροφή για προπαγάνδα, σε όσους ακούσια ή εκούσια, παραπλανούν ή πλανώνται ως προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Η νομοτεχνική απόπειρα για το λεγόμενο ακαταδίωκτο ήταν ατυχής. Δε διέθετε την αναγκαία στόχευση και ανάδειξη προτεραιοτήτων. Απέπνεε σύγχυση και δυστοκία. Ενώ θα έπρεπε να κατοχυρώσει και να προβάλει, ως διακήρυξη αρχής, έναν απόλυτα θεμιτό στόχο, για την ελευθερία γνώμης και μάλιστα έκφρασης της επιστημονικής συμβουλής, πελαγοδρόμησε.
Προκάλεσε ερωτηματικά και ενδεχομένως αναιτιολόγητες κατηγορίες για κρυφούς σκοπούς και ατζέντα. Δεν ξεκαθάρισε ρητά, ότι η ευθύνη για εγκληματικές συμπεριφορές και συνεννοήσεις, όπως περιγράφονται από τον Ποινικό Κώδικα, παραμένει αυτούσια. Δεν κόστιζε τίποτα να το πράξει. Είναι αυτό που λέμε για την αξία αλλά και τη δυσκολία των γραμμάτων.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι νομικός, αν. Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων