Η τραγωδία των προσφύγων δεν αποτελεί έννοια πρωτόφαντη και χρήζουσα ερμηνείας για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Αποτελεί ίδιον στοιχείο της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας και της φυσιογνωμίας μας ως κράτους. Το νέο Ελληνικό κράτος, προέκυψε ουσιαστικά μέσα από την ώσμωση με το προσφυγικό στοιχείο των Ελλήνων της Ανατολίας, με κύριους όρους αναφοράς τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Ήταν οι πρόσφυγες αυτοί, που μέσα στη συμφορά τους και τη βιωματική εμπειρία τους ως προς την κτηνωδία και τη θηριωδία των Τσετών και των Κεμαλικών πατρώνων τους και συνεργών τους, έφτασαν στη μητροπολιτική Ελλάδα και έφεραν σε αυτή τον πλούτο της γνώσης τους και την ακάματη εργατικότητά τους. Και κατάφεραν να δώσουν πνοή σε ένα κράτος, που αναζητούσε το βηματισμό του και αγωνίζονταν για την επιβεβαίωσή του στις λεγόμενες νέες ιδίως χώρες.
Ήταν οι πρόσφυγες αυτοί, που ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες και άφησαν πίσω τους πολιτισμό και κληρονομιά χιλιετιών, από την εποχή ακόμη των πρώτων Ελλήνων που μετοίκησαν στη Μαύρη Θάλασσα, έως και αυτών που αναζήτησαν από τα μέσα του 18 ου αιώνα την τύχη τους στα παράλια και τα ενδότερα της Μικρής Ασίας.
Ήταν οι πρόσφυγες αυτοί, άνθρωποι της προκοπής και του πολιτισμού με το επίζηλο, πριν την καταστροφή, επίπεδο ζωής τους, που αναγκάστηκαν να βιώσουν τις διαρκείς προσβολές και την αμφισβήτηση, από ένα Ελληνικό κράτος, που ακόμα ‘έγλειφε΄ τις πληγές του. Από την εξευτελιστική καραντίνα, που ουσιαστικά τιμωρούνταν γιατί κατάφεραν να επιβιώσουν, μέχρι την καταλήστευση της λεγόμενης ανταλλάξιμης περιουσίας, από θρασύδειλα τρωκτικά και πλιατσικολόγους, που κατ’ όνομα μόνο έφεραν τον τίτλο του πολίτη της λεγόμενης Παλαιάς Ελλάδας.
Σε πείσμα των μικρόνοων ρίζωσαν στη νέα Ελλάδα, πιάνοντας το νήμα σύνδεσης με τις πηγές, από όπου οι μακρινοί τους πρόγονοι ξεκίνησαν για να μεταλαμπαδεύσουν τον Ελληνικό πολιτισμό και να μεγαλουργήσουν σε όλα τον γνωστό κόσμο. Τι κι αν μέχρι και πρόσφατα δεν μπορούσαν να έχουν κατά κανόνα πρόσβαση και λόγο στον σκληρό πυρήνα του Κράτους.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί, που αναγκάστηκαν ακόμα και τα επίθετά τους να αλλάξουν, για να κάνουν καριέρα με βάση την αξία τους. Επιβίωσαν και πέτυχαν. Και έφτιαξαν μια νέα πατρίδα. Και δεν έχουν φεισθεί προσπαθειών, φλόγας και ενθουσιασμού για να την υπερασπίζουν.
Όλα αυτά τα ευγενή και παλληκαρήσια που οι πρόσφυγες του 22 κατά κανόνα πέτυχαν, κάποιοι για την προαγωγή της ατζέντας τους προσπαθούν να λοιδορήσουν. Με χαρακτηριστική την προσπάθεια να αναδείξουν δήθεν αναλογίες με το ανθρώπινο ποτάμι, επίδοξων στη συντριπτική πλειοψηφία του οικονομικών μεταναστών, που κατέκλυσε την Ελλάδα και την Ευρώπη από το 2015 μέχρι σήμερα. Για να τα ξεκαθαρίζουμε.
Οι πρόσφυγες του 22 ήταν Έλληνες. Για την ακρίβεια αποτελούσαν και εξέφραζαν την καρδιά του Ελληνισμού. Με συστηματική παρουσία και κορυφαία συνδρομή στη διαφύλαξη της ιστορικής ταυτότητας του Γένους. Και επέστρεφαν στις μητροπολιτικές τους εστίες. Ουδεμία σχέση δεν μπορεί να τους αποδίδεται και ουδεμία αναλογία να προβάλλεται με τους αλλοεθνείς που έφτασαν και φτάνουν στη χώρα μας.
Ελάχιστοι εξ αυτών δικαιούνται τον πικρό τίτλο του πρόσφυγα. Και αυτός δεν είναι δια παντός. Μόλις εκλείψουν οι αιτίες που τους καθιστούν πρόσφυγες, κάθε περαιτέρω παραμονή στη χώρα μας, μπορεί να αξιολογηθεί και να δικαιολογηθεί με όρους και μόνο διεθνούς δικαίου.
Κατά τα άλλα καμιά προσβολή της μνήμης των προγόνων μας, δεν είναι ανεκτή. Είναι πολύτιμη για να την αφήσουμε βορρά στους εμποράκους της ανθρώπινης δυστυχίας.