Ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται σε όλα τα μέτωπα. Η φρίκη των βομβαρδισμών συνεχίζεται και εντείνεται, ιδιαίτερα όσο οι επιτιθέμενοι καταφεύγουν σε περισσότερη βία για να διαχειριστούν τις εντυπώσεις αποτελμάτωσης μέσα στις οποίες φαίνεται να έχουν περιέλθει.
Το ιδιαίτερα ανησυχητικό για τους θεατές και σχολιαστές του πολέμου, είναι ότι αρχίζουν να εξοικειώνονται με τη βία. Και να συνηθίζουν, τόσο οι ίδιοι, όσο και οι κοινωνίες τους, την ΄κανονικότητα’ του ολέθρου.
Όλα αυτά βέβαια σε επίπεδο, θεωρητικής αποτίμησης. Γιατί τα δύσκολα αφορούν πρώτιστα τις συνέπειες του πολέμου στην καθημερινότητά μας. Που είναι πολλές και με την παρούσα πορεία των πραγμάτων, θα γίνουν οδυνηρές και περισσότερες.
Σε πρώτο χρόνο βιώνουμε την κατακόρυφη αύξηση στις τιμές της ενέργειας. Για την ακρίβεια επιτείνεται ένα φαινόμενο, που είχε ενσκήψει από το Φθινόπωρο ακόμα και ήταν συνισταμένη συγκυριών, ελλιπούς σχεδιασμού και ανεπάρκειας αντανακλαστικών.
Σε όρους τεχνικής διαμόρφωσης των τιμών βασικό είναι το πρόβλημα της άμεσης διασύνδεσης της κιλοβατώρας με την τιμή του φυσικού αερίου. Ενδιαφέρουσες ιδέες προτείνονται, αλλά πρόδηλα δεν μπορούν να δώσουν άμεσες λύσεις. Συμπερασματικά είναι κοινή πεποίθηση πως η διαπραγμάτευση για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να γίνεται συλλογικά και με επάλληλες εναλλακτικές αλληλοκάλυψης με κάθε διαθέσιμης πηγή ενέργειας.
Εξαιρετικά ανησυχητική τείνει να διαμορφωθεί η κατάσταση στον επισιτιστικό τομέα. Από τη μια η αδυναμία πραγματοποίησης εξαγωγών σε σιτηρά από την Ουκρανία και τη Ρωσία, δημιουργεί δυσαναπλήρωτα κενά στην παγκόσμια αγορά τροφίμων.
Αλλά και η δυνατότητα κάλυψης των αναγκών μέσα από ίδιους πόρους και καλλιέργειες για τα κράτη που έχουν τις εκτάσεις, τις κλιματολογικές συνθήκες και τα μέσα δυσχεραίνεται λόγω της κατακόρυφης αύξησης της τιμής των λιπασμάτων από τη μια και του περιορισμού της διαθεσιμότητάς τους, καθώς Ρωσία και Ουκρανία είναι από τους βασικούς εξαγωγείς.
Όπως μάλιστα λέγεται τα αποτελέσματα της παρούσας κρίσης θα γίνουν ακόμα εντονότερα το επόμενο φθινόπωρο, οπότε και θα φανεί το μέγεθος της αδυναμίας τόσο για την πραγματοποίηση καλλιεργειών στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τότε, όσο και της ανυπαρξίας ή της εξαιρετικά περιορισμένης σοδειάς. Είναι μια κατάσταση προιόντος λιμού, όπως αυτού που βίωσαν οι επιζήσαντες Ευρωπαίο, την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην καθημαγμένη μας ήπειρο.
Η επισιτιστική όμως κρίση δύναται να εξελιχθεί σε ανθρωπιστική τραγωδία αλλά και εφιάλτη αναζωπύρωσης των μεταναστευτικών ροών. Ρωσία και Ουκρανία, καλύπτουν όπως λέγεται με τα σιτηρά τους το 50% του επισιτιστικού προγράμματος του ΟΗΕ, για τις χώρες κυρίως της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με αλυσιδωτές προεκτάσεις στο Σαχέλ και τις υποσαχάριες χώρες.
Η έλλειψη των σιτηρών και των βασικών μέσων διατροφής, εκτοξεύει ως άμεση συνέπεια τις τιμές τους, για τις διαθέσιμες ποσότητες από εναλλακτικές πηγές προμήθειας, στο μέτρο πάντα που μπορούν να εξευρεθούν. Η έλλειψη κονδυλίων ή και η αδυναμία προμήθειας επαρκών ποσοτήτων, θα επιτείνει το αδιέξοδο των πληθυσμών στις πληττόμενες χώρες και θα πυροδοτήσει νέα ρεύμα μεταναστευτικών ροών, με κατεύθυνση προς την Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή πάνω από 3 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν καταφύγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ περί τα 7 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά προς τη Δυτική Ουκρανία, εν αναμονή των εξελίξεων και με άμεση την προοπτική να περάσουν στα Κράτη Μέλη της Ένωσης, εάν απειληθεί η ασφάλειά τους. Οι συνέπειες του ολέθρου στην Ουκρανία είναι παρούσες και η προοπτική τους ζοφερή.