Η Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024 ήταν μία σημαντική ημέρα που αναμένεται να αλλάξει πολλά πράγματα όσον αφορά τη δράση των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
Δεν πρέπει βέβαια να έχουμε καμία αυταπάτη: ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θα στηρίξει τον σκληρό πυρήνα των αμερικανικών συμφερόντων στο εξωτερικό.
Σε πολιτικό επίπεδο, η μάχη στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του αμερικανικού «εθνοκεντρικού καπιταλισμού» που εκφράζει ο Τραμπ και στις δυνάμεις που στηρίζουν την παγκοσμιοποίηση, τον «καπιταλισμό καζίνο» και στις πολεμικές βιομηχανίες που εξέφραζε ο Τζο Μπάιντεν, η Κάμαλα Χάρις και η ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ.
Τον Τραμπ στήριξαν οι αμερικανικοί κολοσσοί του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και τα τμήματα των αμερικανικών οικονομικών ομίλων και της βιομηχανίας τα οποία πλήττονται από το άνοιγμα των αγορών λόγω παγκοσμιοποίησης. Και πλάι σ΄ αυτούς στήριξαν τον Τραμπ οι κάθε λογής δισεκατομμυριούχοι των ΗΠΑ που επωφελήθηκαν από τις μειώσεις φόρων στην πρώτη θητεία Τραμπ, αναμένοντας την ίδια πολιτική και στη δεύτερη θητεία του.
Έτσι στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όπως άλλωστε συνέβη και επί θητείας Τζο Μπάιντεν, οι πλούσιοι θα συνεχίσουν να γίνονται πλουσιότεροι και φτωχοί φτωχότεροι. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι μόνο κατά το τελευταίο έτος της θητείας του Τραμπ και μεσούσης της πανδημίας σύμφωνα με μελέτη του Brookings Institute (Brookings.edu 22/12/2020) οι πολυεθνικές Amazon και Walmart αύξησαν και οι δύο μαζί τα κέρδη τους κατά 10,7 δισ. δολάρια σε σχέση με το 2019, αύξηση περίπου 56%, ενώ η τιμή των μετοχών τους εκτοξεύθηκε κατά 70% και 36% αντίστοιχα. Αυτό είχε ως συνέπεια την αύξηση της περιουσίας του ιδιοκτήτη της πρώτης κατά 75,6 δισ. δολάρια και των 3 ιδιοκτητών της δεύτερης κατά 40,7 δισ. δολάρια.
Όμως το 1 εκατ. εργαζόμενοι της Amazon και το 1,5 εκατ. εργαζόμενοι της Walmart πήραν ως επιπλέον αμοιβές κινδύνου μόνο 1,8 δισ. δολάρια και 1,6 δισ. δολάρια αντίστοιχα, ήτοι κατά μέσο όρο 1.800 δολάρια και 1.066 δολάρια αντίστοιχα έκαστος για όλο το διάστημα της πανδημίας, αφού το ωρομίσθιο των 15 δολαρίων των εργαζομένων στην Amazon αυξήθηκε κατά 0,99 δολάρια, ήτοι 7%, ενώ το ωρομίσθιο των 11 δολαρίων της Walmart αυξήθηκε κατά 0,71 δολάρια, ήτοι αύξηση 6%.
Η εκλογή Τραμπ ήταν αποτέλεσμα της έντονα αντισυστημικής τάσης που επικρατούσε στην αμερικανική κοινωνία, της αντίδρασής της απέναντι στην woke agenda και στην οικονομική κρίση και τον πληθωρισμό. Οι Αμερικανοί πολίτες ήθελαν να τιμωρήσουν με την ψήφο τους τις καθεστηκυίες δυνάμεις, με πρώτο το Δημοκρατικό κόμμα που με την πολιτική του Μπάιντεν «America is back» είχε στηρίξει την στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ και των χωρών του ΝΑΤΟ στον Πόλεμο στην Ουκρανία
Ο Ντόναλντ Τραμπ πράγματι απευθύνονταν στο ακροατήριο των λευκών, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου Αμερικανών, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων που αντιτίθενται στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και σε ό,τι αυτή συνεπάγεται: ανταγωνισμός με τις ασιατικές επιχειρήσεις, εισροή μεταναστών κτλ.
Τα εκατομμύρια των αμερικανών που ψήφισαν τον Τραμπ ανήκαν σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα τα οποία δεν ήταν συνδεδεμένα ούτε με τα μεγάλα αγροτικά και βιομηχανικά συμφέροντα των ΗΠΑ, ούτε με τα συμφέροντα στον τομέα των υπηρεσιών, της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, των εταιριών παραγωγής όπλων και των κολοσσών της πράσινης μετάβασης. Μάλιστα τον ψήφισαν ακριβώς διότι υπόσχονταν μία περισσότερο προστατευτική εμπορική πολιτική, ένα νέο μερκαντιλισμό, και ένα ιδιότυπο «οικονομικό εθνικισμό», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική άνοδος της Κίνας και των BRICS.
Αυτό είναι το πρώτο κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής που υπόσχεται ο Τραμπ, ο οποίος αναμένεται να εντείνει τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα, να επιβάλει νέους δασμούς στην εισαγωγή κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ και να στρέψει πλέον αποφασιστικά το στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό επιδιώκοντας ταυτόχρονα να κλείσει τα διάφορα μέτωπα εμπλοκής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Πράγματι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν φαίνεται να διακατέχεται από την ρωσοφοβία που επικρατούσε στους κύκλους του προκατόχου του. Σύμφωνα με δηλώσεις των στελεχών του στρατοπέδου Τραμπ αμέσως μετά την εκλογική του νίκη, οι ΗΠΑ θα πρέπει να προσεγγίσουν το θέμα της Ουκρανίας με ρεαλισμό όπως αυτός εκφράζεται πλέον επί του πεδίου.
Πολύ δε περισσότερο καθώς κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τραμπ επέκρινε τον Μπάιντεν για την έντονη στρατιωτική και οικονομική εμπλοκή των ΗΠΑ στον Πόλεμο της Ουκρανίας.
Σε αντίθεση με την ψυχροπολεμική πολιτική των Μπάιντεν-Χάρις, ο Τραμπ, δεν είναι ο εκλεκτός της βιομηχανίας όπλων αλλά, αντίθετα των συμφερόντων εκείνων που είχαν επενδύσει στη Ρωσία και επλήγησαν από τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας λόγω Ουκρανίας.
Το τρίτο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ έχει σχέση με την Ευρώπη. Η στροφή του Τραμπ προς την ανάδειξη εκ νέου του «έθνους-κράτους» ως βασικού παίκτη στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και η συνακόλουθη απαξίωση κάθε αντίληψης περί πολυμερών διεθνών διευθετήσεων και διεθνικών οικονομικών συγκροτημάτων, αναμένεται να έχει επιπτώσεις και στον τρόπο αντιμετώπισης της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ.
Έχει σημασία δηλαδή η θεώρηση που διακατέχει την ομάδα του Τραμπ, που βλέπει την Ε.Ε. σαν 27 αυτοτελή κράτη και όχι σαν ένα ενιαίο σύνολο, ενώ ταυτόχρονα αναμένεται να δρομολογήσει την επιβολή και νέων δασμών κατά των ευρωπαϊκών προϊόντων. Επιπλέον δεν πρόκειται να διστάσει να κηρύξει εμπορικό πόλεμο και κατά της ΕΕ, όπως άλλωστε είχε πράξει και κατά την πρώτη του θητεία.
Λόγω της στροφής του υπέρ του «έθνους-κράτους», ο Τραμπ δεν αναμένεται να υποστηρίξει το μοντέλο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Αυτό σημαίνει πιθανή ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. και ενθάρρυνση των άμεσων σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και των κρατών μελών της Ε.Ε., χωρίς τη μεσολάβηση των Βρυξελλών.
Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται επίσης αυξημένη πίεση του Τραμπ προς τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αναλάβουν ακόμη μεγαλύτερο βάρος της στήριξης της άμυνάς τους, γεγονός που εξ αντικειμένου αναμένεται να ενισχύσει έτι περαιτέρω τη στροφή της Ε.Ε. προς την «πολεμική οικονομία», όπερ σημαίνει αύξηση των φόρων, περιορισμό των δαπανών για κοινωνικές πολιτικές, λιτότητα, βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή εντός της ευρωζώνης, νέα μνημόνια και δραστική μείωση της οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης των Βρυξελλών στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ο Τραμπ αναμένεται να είναι από τους πιο ισχυρούς προέδρους των ΗΠΑ στις τελευταίες δεκαετίες καθώς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κέρδισε τόσο τη Γερουσία όσο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ταυτόχρονα ο Τραμπ διαθέτοντας και την πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι δεν θα έχει απέναντι του τα διάφορα θεσμικά αντίβαρα τα οποία πολλές φορές περιόριζαν την ακτίνα δράσης του εκάστοτε ενοίκου του Λευκού Οίκου. Το γεγονός αυτό συνδυαζόμενο με τον ψυχισμό, τον χαρακτήρα και τον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του Τραμπ δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ποιότητα και το ύφος της εσωτερικής διακυβέρνησης και κατά τη νέα προεδρική του θητεία.
Κανείς άλλωστε δεν ξεχνά ότι μεσούσης της διαδικασίας εξέτασης της καταλληλότητας του νέου κορονοεμβολίου από την ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ την Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου του 2020 ο Τραμπ μέσω twitter αφού χαρακτήρισε την FDA σαν «μια μεγάλη γριά αργή χελώνα» κάλεσε την κατά τα άλλα ανεξάρτητη αυτή Αρχή να εγκρίνει άμεσα το νέο εμβόλιο κατά του κορονοϊού (AP News 11/12/2020).
Και για να μην υπάρξει καμιά αμφιβολία ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Mark Meadows απείλησε τον επικεφαλής της FDA Stephen Hahn ότι αν δεν εκδώσει σχετική απόφαση μέχρι το βράδυ θα απολυθεί (CNN.com 12/12/2020). Και ω του θαύματος 7 ώρες αργότερα η κατά τα άλλα ανεξάρτητη FDA αποφάσισε με ψήφους 17 υπέρ, 4 κατά και 1 αποχή (Capital.gr 16/12/2020) ότι το νέο κορονοεμβόλιο είναι καθ΄ όλα ασφαλές και εγκρίνεται. Σύμφωνα με δημοσιεύματα είχαν προηγηθεί δύο επεισοδιακές συναντήσεις του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου με τον επικεφαλής της FDA για το ζήτημα αυτό.
Η συνέχεια επί της οθόνης στις 20 Ιανουαρίου 2025, οπότε ο Ντόναλντ Τραμπ θα ορκιστεί ως ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ.