Η μακραίωνη ιστορία της Ανθρωπότητας μας διδάσκει ότι ουδείς κατακτητής αποσύρεται από τα εδάφη που έχει καταλάβει παρά μόνο αν η παραμονή του σ’ αυτά του επιφέρει μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος. Το ανιστόρητο σύστημα εξουσίας στην Αθήνα και τη Λευκωσία δε θέλει ή δεν μπορεί να καταλάβει αυτή τη νομοτέλεια.

Οι ελλαδικές και κυπριακές κυβερνήσεις καθώς και τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα, στις δύο κρατικές οντότητες του Ελληνισμού, αναζητούν λύση του Κυπριακού εκλιπαρώντας την καλή θέληση της τουρκικής πλευράς.

Έτσι, είτε λύση του προβλήματος δε θα υπάρξει ποτέ (οι Τούρκοι δεν είναι ηλίθιοι) είτε, αν υπάρξει, αυτή θα είναι μια «τουρκική λύση» που θα εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Άγκυρας.

Εφέτος, στις 20 Ιουλίου, συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο τουρκικός στρατός δολοφόνησε χιλιάδες Ελληνοκύπριους και εκδίωξε από τις εστίες τους περίπου 250.000, σφετερίστηκε τις περιουσίες τους και εγκατέστησε στην κατεχόμενη ζώνη εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Ανατολία. Διέπραξε, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, το έγκλημα της εθνοκάθαρσης και του εποικισμού.

Επί 50 χρόνια το ζητούμενο από την ελληνική πλευρά είναι οι συζητήσεις με τους Τουρκοκύπριους, η ηγεσία των οποίων είναι μαριονέτα της Άγκυρας, για εξεύρεση λύσης προκειμένου να επιτευχθεί η επανένωση της πατρίδας, όπως διατυμπανίζεται. Λύση όμως, όλο αυτό το διάστημα, δεν έχει βρεθεί γιατί είναι η Τουρκία που έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, αφού είναι αυτή η δύναμη κατοχής, διατηρώντας 35.000 στρατιώτες στην Κύπρο.

Ο Ν. Χριστοδουλίδης, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων διεθνών οργανισμών, αντί να εκλιπαρεί για διάλογο υποβαθμίζοντας το αξίωμά του σε εκπρόσωπο της ελληνικής κοινότητας (για να είναι πολιτικά ισοϋψής με αυτόν της τουρκοκυπριακής), θα έπρεπε να απαιτεί διάλογο μόνο με την κατοχική δύναμη – την Τουρκία.

Για τα προβλήματα που αφορούν στην τουρκοκυπριακή μειονότητα θα έπρεπε να ορίσει έναν αρμόδιο υπουργό του.

Πολλοί θα σπεύσουν να πουν ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία (είναι η μόνη απ’ όλα τα κράτη του κόσμου), τη θεωρεί «εκλιπούσα», την αποκαλεί «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση του Νότου», άρα δε θα δεχτεί να συνομιλήσει μαζί της.

Πρέπει να υποχρεωθεί με όλα τα πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά μέσα και να διακηρυχθεί προκαταβολικά ότι δεν υπάρχει κανένας διάλογος με τη μαριονέτα της, την αυτοαποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου-ΤΔΒΚ». Αυτή είναι μια βασική  κόκκινη γραμμή που θα έπρεπε να είχε χαράξει από χρόνια ο Ελληνισμός. Δυστυχώς δεν το έκανε και δεν το κάνει μέχρι σήμερα.

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου

Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για την Κύπρο δεν προέκυψε ξαφνικά με την εισβολή του 1974, άλλα έχει τις ρίζες της στις προδοτικές Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959 που υπογράφηκαν από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή (τον αποκαλούμενο και εθνάρχη) και τον υπουργό του επί των Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Είχε προηγηθεί ο ένδοξος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) κατά της Αγγλοκρατίας και το κυπριακό χώμα είχε ποτιστεί με το αίμα δεκάδων ηρώων, που ζητούσαν Αυτοδιάθεση – Ένωση με την Ελλάδα. «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες» έλεγαν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ.

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με επιμονή της Βρετανίας, βάσει της αρχής «διαίρει και βασίλευε», κατέστησαν την Τουρκία εμπλεκόμενο παράγοντα στο Κυπριακό. Με τις Συμφωνίες αυτές η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε «συνεταιρικό κράτος» Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων, μ’ ένα μη λειτουργικό και βιώσιμο Σύνταγμα.

Παράλληλα, η ανεξαρτησία που της δόθηκε ήταν «νόθα», αφού οι Συμφωνίες καθιστούσαν την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Μ. Βρετανία εγγυήτριες δυνάμεις και τους έδιναν το δικαίωμα επέμβασης (αρχικά από κοινού και μετά και μονομερώς) για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το δικαίωμα επέμβασης στην Κύπρο η Τουρκία το απέκτησε το 1959 με ελληνικές υπογραφές, το άσκησε πρώτη φορά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, όταν έγινε η ανταρσία των Τουρκοκυπρίων το 1963-64, δεύτερη φορά μετά την επιχείρηση της Κοφίνου το 1967 και τρίτη φορά με την εισβολή του 1974, με αφορμή το πραξικόπημα από τη χούντα των Αθηνών κατά του Μακαρίου.

Αποτελεί πολιτική αφέλεια και γεωπολιτική μυωπία να υποστηρίζεται, μέχρι και σήμερα, ότι αν δεν γινότανε το χουντικό πραξικόπημα η Τουρκία δε θα είχε επέμβει στην Κύπρο. Από την πρώτη ημέρα της Ανεξαρτησίας, το 1960, οι Τούρκοι μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά στο νησί και οι μυστικές υπηρεσίες τους οργάνωναν τους Τουρκοκυπρίους (TMT) ως δύναμη αποσταθεροποίησης του τότε νεαρού κράτους. Αυτό δεν αθωώνει, με κανένα τρόπο, τη Χούντα Ιωαννίδη για το προδοτικό πραξικόπημα με αμερικανική προτροπή.

Ο θεωρητικός του νεο-οθωμανισμού, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών της γείτονος Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος» αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές». Σε άλλο σημείο γράφει: «Σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθ’ εαυτόν είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμιά χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη για ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού χώρου της».

Το προκεχωρημένο φυλάκιο της Τουρκίας

Σήμερα, 50 χρόνια από την εισβολή, η κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου έχει καταστεί τμήμα της στρατιωτικής δομής της Τουρκίας. Στο νησί σταθμεύει ένα Σώμα Στρατού με πλήρη σύνθεση, λειτουργεί στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Λευκόνοικο, όπου σταθμεύουν, για την ώρα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη (Bayraktar), έχουν ολοκληρωθεί τα σχέδια για κατασκευή ναυτικής βάσης στο Μπογάζι, ενώ κατασκευάζεται ραντάρ για την παρακολούθηση πλοίων στο Ακρωτήρι του Απόστολου Ανδρέα.

Η κατεχόμενη ζώνη αποτελεί βάση προβολής ισχύος της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Μόνο οι κοντόφθαλμες πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδος και της Κύπρου δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό και μιλάνε ακόμη για ένα κανονικό κράτος, μιας Διζωνικής-Δικοινωτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) με απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και κατάργηση των εγγυήσεων.

Ποτέ η Τουρκία δε θα δεχτεί να χάσει το προκεχωρημένο φυλάκιό της. Αντίθετα επιδιώκει με όλα τα μέσα να επεκτείνει τον έλεγχό της σ’ ολόκληρη την Κύπρο, μέσω του βέτο που θα διαθέτει η  τουρκοκυπριακή συνιστώσα είτε σε μια Ομοσπονδία είτε σε μια Συνομοσπονδία δύο ανεξάρτητων κρατών.

Η ελληνική πλευρά όταν αναφέρεται στη ΔΔΟ περιλαμβάνει σ’ αυτήν την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, δηλαδή την επιστροφή σε μια μορφή του μη λειτουργικού και μη βιώσιμου Συντάγματος του 1960, που ήταν η αφορμή, όχι η αιτία, των τουρκικών επεμβάσεων.

Η συνθήκη Εγγυήσεως

Το 1983 ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της αυτοαποκαλούμενης «ΤΔΒΚ» κατά παράβαση της Συνθήκης Εγγυήσεως που απαγορεύει το διαμελισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει αναγνωρίσει την «ΤΔΒΚ» και κατά συνέπεια οι Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου και το Κυπριακό Σύνταγμα του συνεταιριστικού κράτους έχουν καταργηθεί με δική της πρωτοβουλία. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τα ψηφίσματα 541 του 1983 και 550 του 1984 καταδικάζει και θεωρεί νομικά άκυρη την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ», καλεί δε όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν και θεωρεί ότι το μόνο νόμιμο και αναγνωρισμένο κράτος είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.

Η Αθήνα και η Λευκωσία οφείλουν να διακηρύξουν προκαταβολικά ότι οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναγνώριση του μορφώματος της Βόρειας Κύπρου θα σημαίνει άμεση διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Αυτή είναι μια δεύτερη κόκκινη γραμμή που θα έπρεπε να είχε τεθεί εδώ και καιρό και όχι να γίνονται συνομιλίες, συναντήσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις με τους ηγέτες της αποσχιστικής οντότητας, που τη νομιμοποιούν.

Η αλυσίδα των ελληνικών νησιών

Η Τουρκία φιλοδοξεί να καταστεί ηγεμονική περιφερειακή δύναμη της Μ. Ανατολής και της Α. Μεσογείου. Για να το επιτύχει αυτό πρέπει να σπάσει, σε πολλά μέρη, την αλυσίδα των ελληνικών νησιών που αρχίζει από τη Σαμοθράκη, περνάει από το Καστελόριζο και καταλήγει στην Κύπρο.

Γι’ αυτό η θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», γι’ αυτό η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε 115 νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου, γι’ αυτό ο ισχυρισμός ότι τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα σε ΑΟΖ ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας – γιατί δήθεν κάθονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας, γι’ αυτό το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, γι’ αυτό οι χάρτες της τουρκικής υφαλοκρηπίδας που καλύπτουν όλη τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Κύπρου καθώς και πολλά άλλα.

Για την 50η επέτειο της εισβολής, όπως έχει ανακοινωθεί, θα μεταβούν στα κατεχόμενα ο πρόεδρος Ερντογάν, όλη η τουρκική στρατιωτική ηγεσία καθώς και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης. 

Ο έλεγχος της Κύπρου αποτελεί ύψιστο εθνικό θέμα για την Τουρκία. Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις περιλαμβάνονται στρατιωτική παρέλαση, υπερπτήσεις μαχητικών αεροσκαφών και μια αρμάδα από 50 (συμβολικός αριθμός) πολεμικά σκάφη που θα πλεύσει κατά μήκος των ακτών της Κερύνειας.

Στην ελληνική πλευρά θα γίνουν τα επαναλαμβανόμενα μνημόσυνα και θα εκφωνηθούν οι συνήθεις λόγοι υπέρ της αναγκαιότητας επανάληψης των διαπραγματεύσεων για μια ΔΔΟ, που ο καθένας της δίνει ό,τι περιεχόμενο τον εξυπηρετεί.

Η Τουρκία όμως έχει «αλλάξει πίστα». Ζητάει την «κυρίαρχη ισότητα» πριν αρχίσει η διαδικασία οποιουδήποτε διαλόγου, δηλαδή, ζητάει από την ελληνική πλευρά, προκαταβολικά, να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της «ΤΔΒΚ» και άρα τα αποτελέσματα της εισβολής – κατοχής. Τότε ο διάλογος θα έχει ως μοναδικό αντικείμενο το βαθμό γεωπολιτικού ελέγχου των ελεύθερων περιοχών, αλλά και της κυπριακής ΑΟΖ από την Άγκυρα.

Αντιμέτωπος με την απέραντη τουρκική απειλή για την επιβίωσή του ο Ελληνισμός θα όφειλε:

  1. Να αντιμετωπίζει συνεχώς πολιτικά και διπλωματικά την Τουρκία σ’ όλα τα διεθνή fora. Ιδιαίτερα στην ΕΕ θα έπρεπε να αντιτίθεται σε κάθε τι που εξυπηρετεί την Άγκυρα (τελωνειακή ένωση, χρηματοδότηση, visa κ.α.). Όχι σε αυτοκτονικές επιλογές όπως η «Διακήρυξη των Αθηνών» που απενοχοποιούν την Τουρκία και τη διευκόλυναν στην αγορά των F-16 από τις ΗΠΑ. Όχι στις κοινές ελληνοτουρκικές υποψηφιότητες σε Διεθνείς Οργανισμούς (ΙΜΟ παλαιότερα, ΟΑΣΕ σήμερα).
  2. Να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό στο 5-6% του ΑΕΠ από 2,5% σήμερα. Η ελευθερία απαιτεί θυσίες, γιατί αύριο οι θυσίες δεν θα είναι απλά μεγαλύτερες, αλλά, τραγικές.
  3. Να αναπτύξει, με κάθε μέσον, την αμυντική βιομηχανία και να προβεί στην αναγκαία αγορά ορισμένων οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών.
  4. Να ενεργοποιήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και όχι θεωρίες ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ανεξάρτητο κράτος ή ότι «κείται μακράν».
  5. Να καλλιεργήσει το εθνικό φρόνημα και να αναπτύξει τη φιλοπατρία, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της δημογραφικής συρρίκνωσης.
  6. Να αναβαθμίσει τις συμμαχίες ιδιαίτερα με χώρες της περιοχής όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος που δε θα ήθελαν να καταστεί η Τουρκία ηγεμονική περιφερειακή δύναμη.

Δυστυχώς όμως, η παρακμή μάς οδήγησε από το «Σταυραετό του Μαχαιρά» – τον Γρηγόρη Αυξεντίου στα «ηττημένα μυαλά» σε Αθήνα και Λευκωσία, που συνεχώς μιλάνε για διάλογο με τους Τούρκους και ποτέ για απελευθέρωση από τους Τούρκους.

«Αν λαχταράς τη λευτεριά, σε ξένους μην ελπίζεις, μόνος σου παρ’ την αν μπορείς, αλλιώς δεν την αξίζεις». Νίκος Καζαντζάκης.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Πηγή: www.ellinikiantistasi.gr