Επί δεκαετίες το θέμα της στρατιωτικής έρευνας και της απόκτησης υποδομών άμυνας, αποτελούσε ταμπού για τα Ευρωπαϊκά Όργανα και τις χρηματοδοτούμενες από Ευρωπαϊκά κονδύλια δράσεις.
Ενδεχομένως ήταν μια δικαιολογημένη πολιτική. Αφενός μεν τα ζητήματα της κοινής πολιτικής ασφάλειας, που ως έκφανσή της θα μπορούσε να θεωρηθεί κάθε δράση για εξοπλισμούς και συναφή τεχνολογία, δεν αποτελούσαν θεματική αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι τη θέση σε ισχύ τουλάχιστο της Συνθήκης της Λισαβώνας, την πρώτη Δεκεμβρίου του 2009.
Αφετέρου ήταν τουλάχιστον αντιφατικό το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που έχει ως διαρκή στόχευση και βάση νομιμοποίησης την ανάπτυξη και την εμπέδωση της ειρήνης, να χρηματοδοτεί δράσεις που σηματοδοτούν επιλογές κατάλυσής της.
Συν τω χρόνω βέβαια, πέρα από εύλογους ενδοιασμούς, έγινε συνείδηση, ότι αναγκαία προϋπόθεση για ανάπτυξη και ειρήνη, είναι η περιφρούρηση της ασφάλειας της Ευρώπης και των πολιτών της και η εξασφάλιση των μέσων για την προάσπισή της, απέναντι σε όσους την επιβουλεύονται.
Εξ ου και η ανάδειξη των προτεραιοτήτων για την ενίσχυση των κοινών δράσεων άμυνας και ασφάλειας και χρηματοδότησης των συναφών τεχνολογικών ερευνών, ήδη εμφατικά από το 2013.
Πλέον η Ευρώπη διαχειρίζεται τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία. Όπως και τις υποχρεώσεις που συλλογικά και μεμονωμένα τα κράτη μέλη της έχουν αναλάβει για την παροχή οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών και την κάλυψη των κενών, που δημιουργούνται στα εθνικά οπλοστάσια και αποθήκες.
Πρωτοβουλίες και κοινές δράσεις για συλλογικές προμήθειες και συμφέρουσες τιμές, σε εκλογικευμένο πλαίσιο διαπραγμάτευσης εξαγγέλλονται και δρομολογούνται.
Η ίδια η Ευρωπαική Επιτροπή, πέρα από τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των κονδυλίων του προγράμματος ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ, κατά κύριο λόγο, για δράσεις στον τομέα της αμυντικής τεχνολογία και ασφάλειας, ενέκρινε κονδύλι ποσού ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ, για την απόκτηση πυρομαχικών. Αφορά την αντιμετώπιση των αναγκών, που έχουν προκύψει από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία, δείχνει ωστόσο να αναδεικνύει σειρά προβληματισμών, για τον ρόλο της, στα νέα δεδομένα απόκτησης οπλικών συστημάτων. Ζητά μακροχρόνια συμβόλαια από τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να πραγματοποιήσει μακρόπνοες επενδύσεις. Που θα εξασφαλίζουν τον εφοδιασμό και θα δημιουργούν μια παραγωγική τεχνολογική βάση.
Μποναμάδες ευκαιριακών παραγγελιών, όπως τονίζεται, ούτε μπορούν να ικανοποιηθούν άμεσα, ούτε όμως και να τύχουν διαρκούς εξυπηρέτησης, στο πιθανό ενδεχόμενο επανάληψής τους, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες γραμμές παραγωγής.
Στο πλαίσιο αυτών των διεργασιών, που διαμορφώνεται από τις αρχές της ζήτησης, της διαθεσιμότητας και των δυνατοτήτων, δεν μπορούμε να είμαστε αδρανείς. Σε σχέση με τα μακροχρόνια συμβόλαια που ζητούν οι μεγάλες Ευρωπαικές Αμυντικές Βιομηχανίες, μπορούμε να διεκδικήσουμε, ρόλο οργανικών υποκατασκευαστών.
Σε τομείς εξειδίκευσης, που είτε υπάρχουν, είτε μπορούμε να αναπτύξουμε, ως τμήμα της πρότασης, για τη διεκδίκηση των μεγάλων συμβολαίων. Αλλά και στο πλαίσιο αξιοποίησης δυνατοτήτων συμπαραγωγής ή κάθε ισοδύναμου αντισταθμιστικού προγράμματος, που πρέπει να μας δοθούν επ’ αφορμή και ως συμβατικό όρο, για την υλοποίηση και των δικών μας εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Οι δυνατότητες υπάρχουν, όπως και οι προτάσεις για την υλοποίησή τους.
Νεφελώδεις αναζητήσεις και αντιδράσεις αμηχανίας δε δικαιολογούνται.
Η Άμυνα βρίσκεται στο επίκεντρο.