Η διάσκεψη του ΝΑΤΟ, στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας, ολοκληρώθηκε. Τα δύο κύρια θέματά της, έτυχαν ανάλογης διαχείρισης. Λίγο ως πολύ αναμενόμενης. Η Ουκρανία, παρά την πίεση που άσκησε ακόμα και με λεκτικές ακρότητες, σε σημείο παρεξήγησης και δυσφορίας από χώρες που έχουν συμβάλει καίρια στην άμυνά της, δεν έλαβε, προκαθορισμένο χρονικά πλαίσιο εισόδου της στη Συμμαχία.
Δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, όπως έχει πολλάκις επισημανθεί, από την αρχή ακόμα της Ρωσικής εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022. Το ΒορειοΑτλαντικό Σύμφωνο, έχει θεσπιστεί για την προάσπιση της ειρήνης και της ασφάλειας και είναι πρώτιστα υπόλογο στους πολίτες των κρατών μελών του.
Δεν μπορεί να εξαρτήσει την τύχη και την προοπτική τους, από νομοτελειακές επιλογές σύγκρουσης, ούτε να αποτελέσει φορέα υπεράσπισης εθνικών επιδιώξεων.
Μόλα ταύτα στην Ουκρανία παρασχέθηκαν πρόσθετες διευκολύνσεις, καθώς η μελλοντική ένταξή της στη Συμμαχία, δε θα χρειαστεί να διέλθει από το στάδιο της υπογραφής και υλοποίησης ενός σχεδίου προπαρασκευής (Membership Action Plan).
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα της Συνόδου, έληξε επιτυχώς. Η Τουρκία ήρε τις ενστάσεις της και η Σουηδία, γίνεται μέλος της Συμμαχίας. Η Ουγγαρία με τα κατάλληλα ανταλλάγματα και τους ελιγμούς του Ορμπάν, δε φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο.
Το κέρδος πολλαπλό για το ΝΑΤΟ, αφού ενισχύει καταλυτικά την παρουσία του στη Βόρεια Ευρώπη, αποκτά τον ουσιαστικό έλεγχο επί της Βαλτικής Θάλασσας, εμπεδώνει την κυριαρχική παρουσία του στο ‘μέτωπο’ εξελίξεων της Αρκτικής και εντάσσει στις τάξεις του έναν εξαιρετικά προηγμένο από πλευράς μέσων και τεχνολογίας Στρατό, τον Σουηδικό.
Μέσα από τις διεργασίες της Συνόδου και τις διευθετήσεις της αναδείχθηκε για μια ακόμα φορά, πως η αντιμετώπιση της Τουρκίας από τη Συμμαχία και τον Δυτικό κόσμο, είναι απότοκος της γεωπολιτικής σπουδαιότητάς της. Δεν καθορίζεται υπό το πρίσμα των διμερών της σχέσεων, περιλαμβανομένης και της χώρας μας, ούτε από τη συμμόρφωσή της με βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του σεβασμού των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η διαπίστωση αυτή, που επιβεβαιώνει πρακτικές δεκαετιών, επ’ ουδενί μπορεί να εκληφθεί ως κανονικοποίηση και αποδοχή από πλευράς μας της Τουρκικής παραβατικότητας. Καταδεικνύει, ότι δεδομένων των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων και πέρα από τα όποια αποθέματα διπλωματικών μας ελιγμών και επιρροής, μπορούμε να αξιοποιήσουμε, αδιαπραγμάτευτη επιλογή αντιμετώπισης της Τουρκίας, είναι με τους όρους του Διεθνούς Δικαίου.
Κάθε σκέψη απεμπόλησης ή υποτίμησης των ‘εργαλείων’ και των δυνατοτήτων, που μας παρέχουν το διεθνές δίκαιο, είναι πράξη αυτοχειρίας. Σηματοδοτεί ανεξαρτήτως κινήτρων, περιλαμβανομένων και των όσων αφορά τους ‘κατ’ επάγγελμα’ πατριώτες, προσχώρηση στην Τουρκική ‘λογική’ επίλυσης των προβλημάτων, που δεν είναι άλλη από αυτή του ‘πολιτικού διαλόγου’.
Σε ένα δηλαδή ανατολίτικο παζάρι, που χωρίς τις εγγυήσεις των διεθνών κανόνων και των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, θα είναι μια μονομερής ‘άσκηση’ πίεσης και εκβιασμού της χώρας μας, για παραχωρήσεις στις Τουρκικές αξιώσεις.
Η Χάγη και κάθε αρμόδιο διεθνές δικαστήριο, είναι η μόνη ασφαλής και σταθερή επιλογή μας. Αρκεί βέβαια να γίνει εξ αρχής αποδεκτό το αυτονόητο, πως θα αποφασίσει με γνωστό σε όλους πλαίσιο δικαίου.
Το Δίκαιο δηλαδή της θάλασσας για μια θαλάσσια διαφορά-που είναι και η μόνη μας με την Τουρκία- τον καθορισμό της μεταξύ μας υφαλοκρηπίδας και κατ’ επέκταση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Κάθε άλλη επιλογή σηματοδοτεί δολιότητα ή ασχετοσύνη.