Στις 30 Αυγούστου 2021, ο τελευταίος στρατιώτης των ΗΠΑ εγκατέλειψε το Αφγανιστάν, τερματίζοντας ουσιαστικά έναν πόλεμο και κατοχή διάρκειας δύο δεκαετιών και με τίμημα τον θάνατο 2.461 Αμερικανών τελικά.
Οι χαοτικές εικόνες της αμερικανικής αποχώρησης από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, τον Αύγουστο του 2021, καθώς και ο θάνατος 13 Αμερικανών στρατιωτών στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, από βομβαρδισμούς των Ταλιμπάν, είχαν τότε σοκάρει την διεθνή και αμερικανική κοινή γνώμη.
Από εδώ και πέρα, κάθε Αύγουστος γίνεται αφορμή αυτής της «επετείου», της «πιο ταπεινωτικής οπισθοδρόμησης για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και της Βρετανίας στην πρόσφατη μνήμη», όπως το έθεσε ο Guardian νωρίτερα φέτος.
Δύο έτη μετά και οι Αμερικανοί δείχνουν ακόμη προβληματισμένοι και με πολλά ερωτηματικά για την ικανότητα των ΗΠΑ, να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία και την κυριαρχία στον Δυτικό κόσμο.
Ένα άλλο στοιχείο αμφιβολίας και διάτρησης της φήμης και της «ήπιας ισχύος» των ΗΠΑ, είναι ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, όπου παρά την μοναδική και κολοσσιαία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη στην Ουκρανία, η Δύση, οι ΗΠΑ δεν απολαμβάνουν τα αποτελέσματα όπως τα είχαν σχεδιάσει και ανέμεναν.
Αποκαλύψεις Νετανιάχου – Αμερικανική Έκθεση
Στα απομνημονεύματά του, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου θυμάται ένα σημαντικό γεγονός από το 2013, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι πρότεινε μια μυστική επίσκεψη στο Αφγανιστάν για να δει εκπαιδευμένες από τις ΗΠΑ αφγανικές δυνάμεις:«Μπίμπι, θέλω να κανονίσω μια μυστική επίσκεψη για σένα στο Αφγανιστάν.
Θα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια πόσο σπουδαία δουλειά κάναμε εκεί για να προετοιμάσουμε τον αφγανικό στρατό να καταλάβει τη χώρα μόλις φύγουμε».
Οκτώ χρόνια αργότερα, το αποτέλεσμα αυτής της «σπουδαίας δουλειάς» ήταν ένα ντροπιαστικό θέαμα, μια διπλωματική ταπείνωση και μια καταστροφή της εθνικής ασφάλειας.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του πρόσφατα στο περιοδικό «The Crandle», o Αμερικανός αναλυτής Μοχάμεντ Χασάν Σβάινταν, τον Φεβρουάριο του 2022, εκδόθηκε έκθεση από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ με τίτλο «Left Behind: A Brief Assessment of the Biden Administration’s Strategic Failures during the Withdrawal from Afghanistan».
Φυσικά η έκθεση επικεντρώνεται στην αποτυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν να προβλέψει την ταχεία κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, η οποία δημιουργήθηκε αμέσως μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων. Και επισημαίνει, ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αγνόησε πολλές και σοβαρές προειδοποιήσεις των μυστικών υπηρεσιών (ιδιαίτερά της CIA) και αποφάσισε να εγκαταλείψει την αεροπορική βάση Μπαγκράμ παρά τις αναφορές ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τους Ταλιμπάν να πάρουν τον έλεγχο της πρωτεύουσας, Καμπούλ.
Ακόμη, η έκθεση αποκαλύπτει, ότι ο Λευκός Οίκος αγνόησε την αντίθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην απόσυρση. Απέτυχε παντελώς να σχεδιάσει σωστά την εκκένωση μέχρι να είναι πολύ αργά, να φανεί η αποτυχία επί του πεδίου και, κατά τη διαδικασία, να εγκαταλείψει δεκάδες χιλιάδες Αφγανούς εταίρους και συνεργαζόμενους με τους Αμερικανούς, στην θλιβερή και μοιραία για πολλούς τύχη τους από τους Ταλιμπάν.
Ο τότε ηγέτης της μειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι αναφέρθηκε στην αποχώρηση ως «τραγωδία» και «τη χειρότερη καταστροφή εξωτερικής πολιτικής σε μια γενιά» σε επιστολή που απηύθυνε στους Ρεπουμπλικάνους της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η δε επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία μοιάζει με συντριπτική ήττα για όλους όσοι πολέμησαν για ένα άλλο Αφγανιστάν, το οποίο κυρίως θα σέβεται τα δικαιώματα των κοριτσιών και των γυναικών.
Σε δημοσκόπηση του CBS News το 2021, αποκάλυψε ότι το 74% των ερωτηθέντων θεώρησε ότι οι ΗΠΑ είχαν εκτελέσει κακώς την απόσυρση των στρατευμάτων. Ακόμη περισσότερο, μεταξύ των βετεράνων των ΗΠΑ, ένας σημαντικός αριθμός εξέφρασε αισθήματα προδοσίας (73%) και προσβολής (67%).
Ένα εντυπωσιακό 70% των βετεράνων πίστευε ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν αναχωρήσει από το Αφγανιστάν με τιμή.
Πλήγμα στη Δυτική Ήπια Ισχύ
Κατά τη διάρκεια της θητείας ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, καλλιέργησε και ανέπτυξε την έννοια της «έξυπνης και ήπιας δύναμης», στην εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η προσέγγιση αυτή, ορίζεται από τον Γιόσεφ Νύε, πρώην κυβερνητικό αξιωματούχο και πρώην κοσμήτορα στο John F. Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, με την έννοια, ότι ο πρόεδρος πρέπει να είναι σε θέση να συνδυάζει τη «σκληρή ισχύ», που χαρακτηρίζεται φυσικά από εξαναγκασμό, με την «ήπια ισχύ», που βασίζεται αντί αυτής, στην έλξη.
Αυτό σηματοδότησε μια μετατόπιση από τη σκληρή πολιτική και των πολέμων στην Μέση Ανατολή, λόγω της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους.
Ωστόσο, η οπτική αντίληψη , που συνδέεται με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, υπονόμευσε και υπονομεύει ακόμη τις προσπάθειες των ΗΠΑ, να απεικονίσει τον εαυτό της ως υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υπερδύναμη, που σέβεται και προστατεύει τους συμμάχους της.
Μάλιστα, σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο ακαδημαϊκό περιοδικό Place Branding and Public Diplomacy, εισάγεται μια νέα έννοια που ονομάζεται «παθητική προβολή», η οποία τονίζει τη σημασία της παρακολούθησης της παρακμής της ήπιας ισχύος μιας χώρας και των επακόλουθων συνεπειών στην παγκόσμια θέση της.
Ο συγγραφέας της μελέτης θεωρεί ότι η «παθητική θέαση» μπορεί να αξιολογηθεί μέσω τριών βασικών δεικτών: των συστημάτων διακυβέρνησης του κράτους , της αντίληψης του κράτους από τους κατοίκους του και της αντικειμενικής αντίληψης του κράτους από εξωτερικούς φορείς.
Εγκατάλειψη συμμάχων και απώλεια εμπιστοσύνης
Αποτέλεσμα της αποχώρησης των ΗΠΑ, από το Αφγανιστάν είναι ότι η παγκόσμια φήμη των ΗΠΑ μειώνεται συνεχώς και ιδιαίτερα μεταξύ των συμμάχων κρατών. Έτσι δημιουργείται ένα αίσθημα δυσπιστίας, εγκατάλειψης των συμμάχων και προδοσίας και σκεπτικισμό για τις δυνατότητες της «σκληρής ισχύος» των ΗΠΑ.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ είχε εκφράσει ανησυχίες ότι «η χαοτική αποχώρηση στο Αφγανιστάν μας αναγκάζει να επιταχύνουμε την ειλικρινή σκέψη για την ευρωπαϊκή άμυνα». Μια ανάλυση του 2022 από το Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Μπαρ Ιλάν του Τελ Αβίβ των Σβάρτζερ και Σιαβίτ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ερμηνεύεται – μέσα και έξω από το Ισραήλ – ως προθυμία των ΗΠΑ να εγκαταλείπει τους συμμάχους της, δημιουργώντας ενδεχομένως προηγούμενο και για άλλες περιοχές.
Ιδιαίτερα σήμερα, με τις εξελίξεις στον πόλεμο στην Ουκρανία, που δεν εκπληρώνουν τις προσδοκίες Βρετανών και Αμερικανών, δημιουργείται μια τάση που εκφράζεται από πολλά δυτικά μέσα, πως μπορούν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, για την επίτευξη μιας συμφωνίας μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, χωρίς να φαίνεται εμφανώς η αποτυχημένη πολιτική της Δύσης και ιδιαίτερα Η.Β. και ΗΠΑ.
Επί του παρόντος, μεγάλο μέρος της εστίασης των ΗΠΑ κατευθύνεται στη σύγκρουση στην Ουκρανία, όπου είναι προφανές ότι το Κίεβο δεν έχει λάβει υπόψη τα μαθήματα από την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντέξουν μια δεύτερη αποτυχία, τύπου Αφγανιστάν και αναζητείται η λύση , με ευθύνη της Ουκρανίας και όχι των ΗΠΑ και των συμμάχων της.
Εξιλαστήριο θύμα, όπως αναδύεται και από τον αμερικανικό τύπο , ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν δυνητικά την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των συμμάχων της Ουάσιγκτον , όπως εκείνων στον Περσικό Κόλπο, στο να αντισταθούν και να αρνηθούν σε ορισμένες απαιτήσεις, που ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά συγκρούονται με τα δικά τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι πρόσφατα δύο πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία και τα Η.Α.Ε. εντάχθηκαν με άλλες τέσσερις χώρες στις BRICS, τον θεσμό του Παγκόσμιου Νότου που αμφισβητεί την κυριαρχία του δολαρίου σήμερα. Και φαίνεται ότι και άλλα σημαντικότερα έπονται.
*Ο Ιωάννης Αθ. Μπαλτζώης είναι Αντγος (ε.α.), με M.Sc. στην Γεωπολιτική από το ΕΚΠΑ, πρόεδρος του ΕΛΙΣΜΕ.