Όποιος νομίζει ότι οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας εξομαλύνθηκαν ουσιαστικά μετά την 6η Φεβρουαρίου λόγω των νέων δεδομένων που τροχοδρομούν στις ράγες της ελληνοτουρκικής φιλίας μέσω της ”διπλωματίας των σεισμών”, αυταπατάται.
Και αυταπατάται, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη του το Κυπριακό και τα σημάδια ανεπαίσθητης (αλλά υπαρκτής) αποσταθεροποίησης στις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου, η οποία αναστέλλει τυχόν μακρόπνοους σχεδιασμούς ελληνοτουρκικής ”συμφιλίωσης”.
Αυτό φάνηκε, τουλάχιστον, μετά τις κυπριακές αντιδράσεις στο πρώτο δείγμα γραφής εκ μέρους μας για διπλωματική προσέγγιση της Τουρκίας (στήριξη της τουρκικής υποψηφιότητας για την Γενική Γραμματεία του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού [ΙΜΟ], με ανταπόδοση από την μεριά της Τουρκίας τη στήριξη της ελληνικής υποψηφιότητας για τη θέση μη-μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το ’25-’26).
”Στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται αλλά δεν λέγονται” δήλωσε κάποτε σιβυλλικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Και τα της Εξωτερικής πολιτικής μας ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, όπου διαιωνίζεται επί 49 χρόνια το άχθος του Κυπριακού με αρνητικές επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εν προκειμένω, ωστόσο, συνέβη το αντίθετο. Η σύγκλιση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, λόγω σεισμού, ταρακούνησε αρνητικά τον ιστορικό άξονα Αθήνας-Λευκωσίας για τα μάτια της Τουρκίας. Η σπουδή του Έλληνα ΥΠΕΞ για ψήφο της Ελλάδας υπέρ της τελευταίας προκάλεσε μούδιασμα στην ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η ενόχληση μάλιστα του Κυπρίου Προέδρου ήταν τέτοια που τον ανάγκασε να διαφοροποιηθεί άμεσα από την ελληνική πρόταση, γιατί τυχόν ταύτισή του μαζί της θα τορπίλιζε το Κυπριακό και θα νομιμοποιούσε την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο από το 1974.
Αξιοσημείωτο ωστόσο είναι ότι ο κ. Δένδιας προέταξε για πρώτη φορά τόσο αποφασιστικά την ηρεμία στις σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας (στη σκέψη ότι ήταν το παράθυρο ευκαιρίας που ζητούσε η Ελλάδα για βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης με την Τουρκία), βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ενδεχόμενη πρόκληση τρικυμίας στην ελληνοκυπριακή πλευρά από την απόφασή του αυτή.
Υπάρχει ωστόσο και η περίπτωση να έβαλε σε δεύτερη μοίρα την Λευκωσία γιατί τη θεώρησε ”δεδομένη”, σε βαθμό που να υιοθετήσει τυφλά την ψήφο εμπιστοσύνης της Αθήνας στον Τούρκο υποψήφιο Γενικό Γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, για να αποφύγει ενδεχόμενη όξυνσή της με την Ελλάδα.
Ωστόσο ο Νίκος Χριστοδουλίδης, με την άρνησή του να ακολουθήσει την επιλογή της Αθήνας γιατί δεν ήταν συμβατή με τα κυπριακά συμφέροντα, έδωσε δείγμα ανεξαρτησίας της κυπριακής Εξωτερικής πολιτικής από την ελληνική ”πατρωνία” διαχωρίζοντας παράλληλα τον ανθρωπισμό από το εθνικό συμφέρον!
Άλλωστε η Κύπρος ήταν από τους πρώτους που προσφέρθηκε να στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στην Τουρκία για τον σεισμό, η αλλά η Άγκυρα την απέρριψε. Κι αυτό δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητο από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών.
Ήταν άλλη μια κίνηση της γείτονος χώρας η οποία αποδείκνυε ότι — ακόμα και στις πιο δραματικές καταστάσεις για την ίδια — η Τουρκία δεν εγκαταλείπει τη μισαλλοδοξία και εχθρότητα για την Κύπρο, πράγμα που το επιβεβαιώνει άλλωστε το γεγονός ότι δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα ως ανεξάρτητο κράτος την Κυπριακή Δημοκρατία…
Όμως όλα αυτά δεν φαίνεται να προβληματίζουν τον κ. Δένδια που έχει υιοθετήσει την κοσμοθεωρία του ΓΑΠ περί ”ελληνοτουρκικής φιλίας”, γι’ αυτό και επενδύει — όπως φάνηκε στα 4 χρόνια της υπουργίας του — στην πολιτική του ”κατευνασμού” που εγκιβωτίζει και τη ”διπλωματία των σεισμών” σε τέτοιες περιπτώσεις.
”Διπλωματία” η οποία διαψεύστηκε τον Αύγουστο του ’99, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα απέδειξε το ίδιο ανθρωπιστικό πρόσωπο και τότε, όταν ο Εγκέλαδος χτύπησε ανελέητα την Τουρκία με τον καταστροφικό σεισμό των 7,4 ρίχτερ στην πόλη Ιζμίτ (πρωτεύουσα της επαρχίας Κοτζάελι) προκαλώντας βαρύτατες απώλειες μεταξύ των σεισμοπλήκτων.
Ωστόσο, οι επανειλημμένες διαψεύσεις των ελπίδων μας από το ’99 και εντεύθεν για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε σταθερή βάση με όχημα τη ”διπλωματία των σεισμών” δεν ατόνισαν τη στρατηγική του κατευνασμού στην Εξωτερική πολιτική μας.
Γι’ αυτό και συνεχίζουν να εμφανίζονται, χωρίς διαφοροποιήσεις και ”ταμπού”, πολιτικοί αμφότερων των κομμάτων εξουσίας στη χώρα μας, για να προτείνουν ως… καλή αρχή εμπέδωσης της ”συμφιλιωτικής” πολιτικής μας την προσαρμογή του βηματισμού μας στο πνεύμα των προσδοκιών της Τουρκίας.
Πνεύμα συνυφασμένο με αυτό της από κοινού ”συνεκμετάλλευσης” του Αιγαίου, κατά το πρότυπο της ”Συμφωνίας των Πρεσπών”, κι ας ελλοχεύουν σ’ αυτήν εθνικές περιπέτειες για το παρόν και το μέλλον της Μακεδονίας….
Η τουρκική λογική του ”καζάν καζάν” που πρωτακούσαμε από το στόμα του Ταγίπ Ερντογάν το 2018 (”Δεν μπορεί να γίνει κάποιο βήμα χωρίς την Τουρκία. Όπως σε κάθε ζήτημα, και στο Αιγαίο και στην Κύπρο η προτίμησή μας είναι το “καζάν-καζάν”) ισοδυναμεί ουσιαστικά με διχοτόμηση του Αιγαίου για αρπαγή ελληνικών κεκτημένων.
Άρα δεν πρόκειται για αμφίδρομο κέρδος τύπου win-win επιχειρησιακών διαπραγματεύσεων, όπου δεν τίθεται θέμα κυριαρχικών δικαιωμάτων του ενός ή του άλλου, απ’ τη στιγμή που ο Τούρκος Πρόεδρος έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν θα δεχθεί ”ελληνική” λύση στο Αιγαίο.
Δεν θα δεχθεί λύση στο Αιγαίο αν δεν πάρει αυτό που θέλει απ’ τα εδαφικά κεκτημένα μας. Στόχο διαχρονικό της Τουρκίας όπως δείχνουν οι χάρτες που κυκλοφορούσε προ του σεισμού της 6ης Φεβρουαρίου. Όπως δείχνει και το εμπορικό σήμα (brand name) ”Turk Aegean (Τουρκο-Αιγαίο) που εξασφάλισε ερήμην μας το ’22 (Δένδια, Κικίλια, Γεωργιάδη ακούτε;) και διαφημίζει ως σήμερα τις τουρκικές ”ακτές ευτυχίας” στην Ε.Ε.
Για να γυρίσουμε όμως στο αίτημα της Τουρκίας για μοιρασιά του Αιγαίου, φαίνεται ότι αυτό βρίσκει ευήκοα ώτα στην Ελλάδα, γιατί υπάρχουν πολιτικοί αμφότερων των κομμάτων εξουσίας ή εξωκοινοβουλευτικοί συνεργαζόμενοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως την αδικημένη της ελληνοτουρκικής ιστορίας, κι ας μην έπαψε να είναι ”λύκος” με προβιά αμνοεριφίου.
Υπό το πνεύμα αυτό, συγκατανεύουν διακομματικά στις αιτιάσεις της περί δικαιωμάτων επέκτασής της στο Αιγαίο, αντί να υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας από κοινού καλώντας την να εγκαταλείψει τις εμμονές της περί παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, ”Γαλάζιας Πατρίδας”, αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας μας.
Έτσι τους ακούμε τα τελευταία χρόνια, μέχρι και σήμερα, να δηλώνουν είτε ότι ”Η Τουρκία έχει ΑΟΖ και γι’ αυτό πρέπει να μπει στο ενεργειακό παιχνίδι” (Ν. Κοτζιάς, Μάρτιος 2019), είτε ότι ”Έχει δικαιώματα στο Αιγαίο με βάση το Διεθνές Δίκαιο” (Γ. Κατρούγκαλος, Ιούλιος 2019 — Δ. Καιρίδης, Φεβρουάριος 2020) ή ότι ”Και η συνεκμετάλλευση θα μπορούσε να συζητηθεί” (Θ. Ντόκος, Οκτώβριος 2020), για να φτάσουμε να ακούμε προ ημερών απ’ την Ντόρα Μπακογιάννη ότι ”Η Τουρκία έχει δικαιώματα στο Αιγαίο, γιατί διαθέτει πολλά χιλιόμετρα ακρογιαλιών”…
Όλα αυτά, δυστυχώς, προοιωνίζονται δυσάρεστες περιπέτειες για την Ελλάδα στο προσεχές μέλλον όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της 14ης Μαῒου στην Τουρκία, αφού οι κεμαλιστές του Κιλιντσάρογλου — παρά την εντύπωση των Ελλήνων, που θεωρούν απόλυτο εχθρό τον Τ. Ερντογάν λόγω της αναθεωρητικής πολιτικής και της ακραίας ρητορικής του — δεν εγγυώνται νηνεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου έψαχνε από τον Ιούλιο του ’20 για διέξοδο μέσω Αιγαίου προς όφελος της Τουρκίας, ενώ η συνεργαζόμενη τελευταία μαζί του Μεράλ Ακσενέρ του Καλού κόμματος (Iyi Parti) προέτρεπε μέχρι πρότινος τον Τούρκο Πρόεδρο να κάνει πράξη τις απειλές του για τα νησιά μας).
Ο Ερντογάν, απ’ τη μεριά του, ό,τι κι αν λένε οι δημοσκοπήσεις, ”βλέπει” πιο μακριά απ’ αυτούς και ”οσμίζεται τα σημεία των καιρών” που έχουν διαφοροποιηθεί μετά τον φονικό σεισμό στην Τουρκία. Προς ώρας, τουλάχιστον, έχουν αμβλυνθεί η οξύτητα και η ένταση με την οποία μας αντιμετώπιζε, αν και δεν είναι βέβαιο ότι αυτό θα μας βγει σε καλό.
Γιατί δεν αποκλείεται να σημαίνει ότι Τούρκοι και Έλληνες κυβερνώντες (με όχημα τη μυστική διπλωματία και ποδηγέτη τη Γερμανία) τα έχουν βρει στο θέμα της ”συνεκμετάλλευσης” του Αιγαίου, αν κρίνουμε από την θρασύτατη δήλωση του συμβούλου του Τούρκου Προέδρου Ιμπραχίμ Καλίν στο πρακτορείο Anadolu ότι ”Είμαστε δύο χώρες που μοιραζόμαστε το Αιγαίο”!!!
Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή στη συμπεριφορά και την πολιτική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα φανούν ολοκάθαρα στο ενδεχόμενο επανεκλογής του έναντι της ”Συμμαχίας των Έξι” υπό τον υποψήφιο Πρόεδρο Κιλιντσάρογλου.
”Συμμαχίας” η οποία δέχεται ύποπτες επιθέσεις τρομοκρατικού χαρακτήρα τελευταία (λόγω της δημοσκοπικής της πρωτιάς, προφανώς, έναντι του κυβερνώντος AKP), αφού την επίθεση στα γραφεία της Ακσενέρ ακολούθησε η επίθεση στα γραφεία του κόμματος του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου.
Κάθε μεταβολή φυσικά στην πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν απέναντί μας (για την οποία μας προετοίμασε πρόσφατα ο εκπρόσωπος της Τουρκικής Προεδρίας με τη δήλωσή του στο Anadolu ”Θέλουμε να διατηρήσουμε αυτόν τον άνεμο, το μομέντουμ» με την Ελλάδα”), θα εξαρτηθεί από την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας που θα κάνει τον Ερντογάν να διατηρήσει ή να επαναχαράξει σε νέες βάσεις την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του.
Όσον αφορά τώρα τη δική μας στάση στο διάστημα μέχρι τις εκλογές της 21ης Μαῒου, γίνεται περισσότερο από ποτέ απαιτητή η άσκηση πολιτικής σε πλαίσιο εθνικών συμφερόντων. Πολιτικής που, ευχής έργο θα είναι, να αποκτήσει διαχρονικό χαρακτήρα ως εθνική επιταγή στην οποία θα συγκλίνουν τα μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα.
Έτσι που να δικαιολογεί ότι η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία είναι ανεξάρτητο κράτος, του οποίου οι διεκδικητές της εξουσίας υπακούουν μόνο στον ελληνικό λαό και όχι σε ξένα συμφέροντα ή διεθνή κέντρα, οι αποφάσεις των οποίων απειλούν περιοδικά με διάρρηξη τον εθνικό και κοινωνικό ιστό της.