Το δάνειο σε ελβετικό
Μαύρη» ήτανε η Πέμπτη της 15ης Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους για τους 65.000 Έλληνες δανειολήπτες που, σε περίοδο παχιών αγελάδων, ακολουθώντας την άφρονα διαφημιστική προπαγάνδα των Τραπεζών της περιόδου 2006-2008 και τη μονοσήμαντη παρόρμηση του Έλληνα να έχει ένα δικό του κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, είχαν λάβει τα στεγαστικά τους δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο. «Μαύρη Πέμπτη», λοιπόν κατ’ αναλογία με τη «Μαύρη Δευτέρα» της 19ης Οκτωβρίου του 1987 και της τότε κατακρημνίσεως του δείκτη του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης.
«Μαύρη Πέμπτη» με την ισοτιμία EUR / CHF να κατακρημνίζεται απότομα από το 1,2 στο 1 (και ακόμη παρακάτω), καθώς η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας αποφάσισε να άρει τη στήριξή της στην κλειδωμένη στο 1,2 ισοτιμία των δύο νομισμάτων.
Με το Ευρώ σε απώλεια στήριξης και με τα μέσα ενημέρωσης να γεμίζουν με άρθρα συμπόνιας για τους δανειολήπτες που βλέπουνε (και εν προκειμένω βλέπουμε) το άληκτο κεφάλαιο της οφειλής τους να βαίνει ογκούμενο παρά τις μηνιαίες αποπληρωμές του, θα ήθελα να πάμε για λίγο πίσω, στο όχι και τόσο μακρινό 2007, τότε που η ισοτιμία των δύο νομισμάτων ήτανε στο 1,65 και μεγαλύτερη.
Γιατί πέρα από το συναλλαγματικό κώνειο της αποτόμου πτώσεως της ισοτιμίας, που κλήθηκαν να πιουν μονορούφι την εν λόγω «Μαύρη Πέμπτη» τόσο οι –ακόμη- συνεπείς όσο και οι -εκ της κρίσεως και εκ της λιτότητας- ασυνεπείς δανειολήπτες του Ελβετικού Φράγκου, θα πρέπει να αναλογιστούμε και τον ισοτιμιακό μιθριδατισμό που δηλητηρίασε και δηλητηριάζει σταδιακά, κάθε μέρα της οικονομικής, οικογενειακής και κοινωνικής τους ζωής καθώς, χρόνο με τον χρόνο, μήνα με τον μήνα η οφειλή τους αυξάνονταν, κατά την τελευταία οχταετία, αντιστρόφως ανάλογα της κατρακυλούσας ισοτιμίας των δύο νομισμάτων.
Μια μορφή σύγχρονης δουλείας με την υπεραξία της εργασίας και του ανθρώπινου κεφαλαίου να εξανεμίζεται στη διαίρεση της μετατροπής των Ευρώ σε Ελβετικά Φράγκα. Με την κρίση να περικόπτει μισθούς και συντάξεις, με τη λιτότητα να επιβάλει νέους ληστρικούς φόρους και με τη χώρα σε προεκλογικό αναβρασμό και μετεκλογική αβεβαιότητα.
Έχουμε 65.000 σπίτια σε όλη τη χώρα τα οποία αγοράστηκαν ακριβά και ξεχρεώνονται ακόμη ακριβότερα σε Ελβετικό Φράγκο, την ώρα που η αγοραστική τους αξία υποβαθμίζεται ενώ η παραμένουσα υψηλή αντικειμενική τους αξία λειτουργεί ως φορομπηχτική μέγγενη για τους δανειολήπτες. Έχουμε μία μεσαίου μεγέθους ελβετική πόλη διασκορπισμένη σε ένα υποθηκευμένο και αξεχρέωτο μωσαϊκό ανά την επικράτεια.
Με τους δανειολήπτες να προσδοκούνε νομική προστασία απέναντι στη σχοινοτενή συναλλαγματική ληστεία που υφίστανται σε κάθε καταβολή της μηνιαίας τους δόσης.
Μια προστασία που επιβάλλεται να θεσμοθετηθεί γιατί όταν οι Τράπεζες διαφήμιζαν τα εν λόγω Φραγκο-δάνεια επιδιδόμενες σε μια ακατάσχετη άγρα πελατών-δανειοληπτών δεν διευκρίνιζαν τους ενδεχόμενους συναλλαγματικούς κινδύνους και το μέγεθος του ρίσκου στο οποίο εξέθεταν τους πελάτες τους.
Στο αίτημα για δάνεια απαντούσαν με μια εκμαυλιστική χρηματοοικονομική προπαγάνδα εμπλοκής σε ένα σισύφειο παιχνίδι υψηλού συναλλαγματικού ρίσκου που τελικά απετέλεσε μια από τις χειρότερες εκφάνσεις του επιλεγόμενου «καζινοκαπιταλισμού».
Ένα ακόμη συσφυκτικό εργαλείο συμπιέσεως, μέχρι των ορίων της εξαφανίσεως, της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης. Ένα δανειακό βαρέλι δίχως πάτο, ένας καταραμένος και χρεωμένος Πίθος των τραπεζικών και συναλλαγματικών Δαναΐδων.
Πέρα από αριθμούς, ισοτιμίες κα εξοφλητικές δόσεις, το κάθε δάνειο και οι ρήτρες του, στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και της λιτότητας, έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα παραγωγικό εργαλείο οικονομικής τόνωσης και ανάπτυξης. Έχει γίνει κάτι εξοντωτικά και εξαντλητικά «παραπάνω».
Έχει γίνει μια υποθηκευτική σκιά που ακολουθεί τον δανειολήπτη. Την κουβαλά μαζί του στους επόμενους στόχους και σχεδιασμούς του.
Τη βλέπει να κρύβεται στις γωνιές της καθημερινότητάς του να αναμοχλεύει αιχμηρά –ως άλλη χρηματοοικονομική μόχλευση- τις οικογενειακές και κοινωνικές του σχέσεις και τη διαδρομή τους στο παρελθόν και στο μέλλον.
Έχουμε 65.000 δανειολήπτες του Ελβετικού που, σαν σαλίγκαροι με ακριβοπληρωμένα καύκαλα, κουβαλούνε καθημερινά, τα διαρκώς ανατιμούμενα και ανα-χρεωμένα σπίτια τους, αφήνοντας πίσω τους τη γλιστερή γραμμή της απόγνωσης.
Έχουμε 65.000 Έλληνες που σαν «χοχλιοί μπουμπουριστοί» βράζουν διαρκώς στο ζουμί της ελβετικής ανατίμησης με τα σπίτια τους να καταντούνε κούφια κελύφη συντριμμένα στα σαγόνια των χαρατσιών, της απομείωσης της αξίας τους και της διογκώσεως του αενάως άληκτου χρέους τους.
Κάθε δανειακή σύμβαση στην τρέχουσα συγκυρία της λιτότητας και της περιστολής των αποδοχών και των δημιουργικών και παραγωγικών μας δυνατοτήτων κουβαλά μαζί της ένα τόσο μεγάλο φορτίο ανασφάλειας, και πίκρας, ένα τόσο υπέρογκο άχθος αυτοκατηγορίας και ετερομομφικότητας που ακόμη και αν, με έναν μαγικό τρόπο αποπληρωνότανε, θα μπορούσε να εξαργυρωθεί –μεταφορικά- μόνον στον συμβολισμό του εξαιρετικού διηγήματος του Μπέρναρντ Μάλαμουντ «Το Δάνειο».
Εκεί όπου ο φούρνος του Λιμπ φτιάχνει το πιο γλυκό ψωμί, επειδή είναι ζυμωμένο με τα δάκρυα της απόγνωσης, του πόνου και της δυστυχίας του.
Δάκρυα που θολώνουν τα μάτια όσων κινδυνεύουν να τιμωρηθούν ακόμη και με την απώλεια των σπιτιών τους επειδή πριν από χρόνια η κρίση τους είχε θολώσει και δεν αντισταθήκανε στη συναλλαγματική προπαγάνδα των τραπεζών. Όμως «Τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα όταν τα γυμνώσεις…» όπως έγραψε ο Σεφέρης.
Τελικά, τα υποθηκευμένα και αγοραστικά απαξιωμένα σπίτια μας, τα σπίτια για τα οποία πληρώνουμε και δόση στεγαστικού στην Τράπεζα και ΕΝΦΙΑ/κό ενοίκιο στο κράτος, είναι η ίδια η υπερχρεωμένη και διεθνώς τεταπεινωμένη Ελλάδα μας.
Τελικά, εμείς γίναμε η χώρα μας.
*Ο Xρίστος Χ. Λιάπης είναι Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ, Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας