Η οικονομική πορεία της Ελλάδας από την κρίση χρέους προς την ανάκαμψη είναι ένα θέμα που προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και συζήτηση.
Πώς με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα δημοσίου χρέους έσυραν την Ελλάδα στο ΔΝΤ ενώ σήμερα, με εκατοντάδες περισσότερα δισεκατομμύρια χρέους, ανεβάζουν την ελληνική εθνική οικονομία της στην επενδυτική βαθμίδα;
Η Ελλάδα, μετά από μια περίοδο σκληρών μέτρων λιτότητας και διαρθρωτικών αλλαγών, βρίσκεται σε μια φάση όπου η οικονομία της αναβαθμίζεται σε επενδυτική βαθμίδα, παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Η είσοδος της Ελλάδας στο ΔΝΤ το 2010 ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων, όπως η παγκόσμια οικονομική ύφεση, δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, και η αποκάλυψη ότι στατιστικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος είχαν δηλωθεί χαμηλότερα.
Η χρεοκοπία και η ένταξη στα μνημόνια οδήγησαν σε κατάρρευση της οικονομίας και σε απώλεια πάνω από το 25% του ΑΕΠ. Παρά την αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση να μειώσει το δημόσιο χρέος της.
Όταν η Ελλάδα μπήκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) το 2010, χρωστούσε περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ και τώρα, που … «θριαμβεύει» κατά τους Οίκους Αξιολόγησης, το δημόσιο χρέος της ανήλθε στο τέλος του 2023 σε 356,695 δισ. ευρώ ή 161,9% του ΑΕΠ. Το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2023 και διαμορφώθηκε σε 220,3 δισ. ευρώ αλλά όμως εξακολουθεί να υπολείπεται κατά σχεδόν 22 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2008 που βυθιζόμαστε όπως ο ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ στα βάθη των ωκεανών.
Η ανάπτυξη της χώρας, παρόλο που βοηθά στη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, πανομολογείται πως δεν είναι αρκετή για να επιτύχει μια σταθερή και βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη.
Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδος, έχοντας επίγνωση της αβάσταχτης οικονομικής ασφυξίας που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής οικονομίας, έχει τονίσει «πάλιν και πολλάκις» την ανάγκη για πολιτικές που θα προστατεύουν τους ευάλωτους πολίτες και θα προωθούν την ανάπτυξη.
Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι να συνεχίσει την αναδιάρθρωση της οικονομίας της, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα, να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα προσελκύει επενδύσεις αλλά συνάμα θα ενδυναμώνει τις δομές του κοινωνικού κράτους, του Εθνικού Συστήματος Υγείας, της Δωρεάν Παιδείας κ.ο.κ.. Η αναβάθμιση της οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα είναι ένα θετικό βήμα, αλλά η διαδρομή προς την πλήρη ανάκαμψη απαιτεί συνεχή προσπάθεια και γενναίες κοινωνικές πολιτικές υπέρ των αδυνάτων.
Η τραγική εξαθλίωση που βιώνει ο ελληνικός λαός είναι ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο φαινόμενο που αποτελεί αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που επιβλήθηκε από τους ξένους δανειστές και τους εταίρους της Ελλάδας. Αυτή η πολιτική, παρά τους επαίνους που λαμβάνει από ορισμένους Οίκους Αξιολόγησης, έχει οδηγήσει σε ανισότητες και αδικίες μεταξύ των πολιτών.
Είναι αυτή η σκληρή πραγματικότητα που βιώνει η ελληνική κοινωνία αλλά δεν βλέπουν οι Οίκοι Αξιολόγησης μέσα από τους ψυχρούς αριθμούς τους οποίους μόνο παρακολουθούν. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο η οικονομία να δείχνει ότι πηγαίνει καλά στους αριθμούς, αλλά παράλληλα να φτωχαίνει ο πληθυσμός.
Η «ανάπτυξη» για την οποία γίνεται λόγος, δεν αφορά την ζωή των πολιτών αφού η διαβίωσή τους κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
Με άλλα λόγια, η αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας μπορεί να φαίνεται θετική, από οικονομική άποψη, αλλά δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση του λαού. Οι οικονομικοί δείκτες ενδεχομένως να ευημερούν, αλλά οι πολίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, όπως ανεργία, φτώχεια και ανασφάλεια.
Αυτή η αντίφαση αποδεικνύει την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη και δίκαιη προσέγγιση στην οικονομική πολιτική, που θα λαμβάνει υπόψη τόσο τα οικονομικά συμφέροντα, όσο και το κοινωνικό καλό.
Έχει γίνει ο βίος αβίωτος των Ελλήνων που νιώθουν όλο και μεγαλύτερη πίεση στα εισοδήματα τους. Δεν αρκούν οι αισιοδοξείς δηλώσεις των κυβερνητικών για να γίνει καλύτερη η ζοφερή πραγματικότητα.
Η εισοδηματική κατάσταση του λαού μας μέρα με τη μέρα χειροτερεύει ενώ η ακρίβεια συνεχίζει να τραβά την ανηφόρα, αντίθετα με τους μισθούς και τις συντάξεις που δε επαρκούν για να καλύψουν τις στοιχειώδεις και διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των νοικοκυριών.
Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να επιδιώξει την εξισορρόπηση μεταξύ της μείωσης του χρέους και της προώθησης της ανάπτυξης, με στόχο την επίτευξη μιας δίκαιης και ανθεκτικής οικονομίας για όλους τους πολίτες της.
Στις ευρωεκλογές θα κριθούν αυτές οι ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που οδήγησαν στην φτώχεια και την διάλυση του κοινωνικού κράτους. Οι αλαζόνες της πρασινο-κόκκινης – με ελάχιστο μπλε – διεφθαρμένης πολιτικής εξουσίας θα υποστούν το σοκ της «προσγείωσης» και θα είναι ένα σοκ αιφνιδιαστικό που θα προκαλέσει … ίλιγγο!
Οι δημοσκοπήσεις εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου θα καταδειχθούν για άλλη μια φορά «μαϊμουδίσιες»… Όπως στην Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, θα τερματιστεί ο ανίερος μεγάλος συνασπισμός της ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ του καθεστώτος της ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ και της ατζέντας WOKE που ιστορικά κυριαρχούσε στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Αντ’ αυτού, θα δημιουργηθεί μια ισχυρή ΔΕΞΙΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ που θα κατέχει τις κορυφαίες θέσεις και επιτέλους θα αλλάξει την πολιτική ρότα προς όφελος των πολλών, των αδύνατων, προς όφελος της απαιτούμενης ισορροπίας ανάμεσα στους ψυχρούς αριθμούς και οικονομικούς δείκτες και τις ανάγκες και το αυτονόητο δικαίωμα των ανθρώπων, να ζουν, να εργάζονται και να διαβιούν αξιοπρεπώς