Το ότι η ιστορική γνώση οπλίζει τον άνθρωπο με διορατικότητα (ενίοτε διαισθητική) είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Γι’ αυτό και θεωρώ ”αναγκαία συνθήκη” για μια επιτυχημένη εξωτερική πολιτική τη στελέχωση του ΥΠΕΞ με ιστορικά καταρτισμένο προσωπικό όποιο κι αν είναι το κόμμα που εκλέγεται για να κυβερνήσει.
Απτό παράδειγμα της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ ιστορικής γνώσης και διορατικότητας αποτελεί η προσέγγιση Ρωσίας-Τουρκίας από το 2014, χρονιά προσάρτησης την Κριμαίας στη Ρωσία. Προσάρτησης η οποία προκάλεσε τις κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Μόσχας έως το 2018.
Γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό για την ρωσική Οικονομία, σε βαθμό που ανάγκασε τον Βλαντιμίρ Πούτιν να τείνει ευήκοα ώτα στον Ταγίπ Ερντογάν (μετά την ανάδειξή του στην Προεδρία της Τουρκίας τον Αύγουστο του 2014), όταν έγινε φανερή η επιδίωξη του δεύτερου για στρατηγική προσέγγιση των χωρών τους.
Τώρα θα μου πείτε ότι αυτή η προσέγγιση τινάχτηκε στον αέρα την επόμενη κιόλας χρονιά με αφορμή την κατάρριψη ενός ρωσικού βομβαρδιστικού Sukhoi Su-24M από τουρκικό μαχητικό F-16 την ώρα που το δεύτερο επιχειρούσε κατά Σύρων Τουρκμένων ανταρτών στη Βόρεια Συρία (Νοέμβριος του 2015).
Ωστόσο, παρά την εκρηκτική περίοδο που ακολούθησε, οι διαβεβαιώσεις του Ταγίπ Ερντογάν ότι όλα οφείλονταν σε… τραγικό λάθος και το γεγονός ότι εκδήλωσε επανειλημμένα και επίμονα την μεταμέλειά του για το ”ατυχές γεγονός”, άμβλυναν τις τεταμένες σχέσεις των δύο ανδρών.
Έπειτα δεν έπαψε να ισχύει στις διακρατικές σχέσεις η σοφή ρήση του Λόρδου Palmerston ότι ”τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα”. Και ο ”τσάρος” διέβλεψε καθαρά, σ’ αυτήν την περίπτωση. ότι θα ήταν πολλά τα οφέλη για τη Ρωσία απ’ τη συνεργασία της με την Τουρκία.
Κι αυτό γιατί — πέραν του ότι υπήρχε αμοιβαίο συμφέρον, καθώς η Ρωσία (μέσω Τουρκίας) θα αποκτούσε πρόσβαση σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (Γεωργία-Αζερμπαϊτζάν-Αρμενία) και η Τουρκία (μέσω αυτής) στους τουρκικούς πληθυσμούς του Καυκάσου — η Ρωσία θα αποκτούσε σταθερή πρόσβαση από την Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο μέσω των Στενών της Τουρκίας (Βόσπορος-Δαρδανέλια).
Επιπλέον, η συνεργασία με την Τουρκία και το Ιράν στη Συρία θα εδραίωνε τον ρόλο της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, έστω κι αν οι στόχοι της ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι με εκείνους των μουσουλμανικών αυτών κρατών, αφού οι μεν Ρώσοι ήθελαν να στηρίξουν τον Άσαντ, ενώ οι Τούρκοι και οι Ιρανοί να περιορίσουν τη δράση των Κούρδων της Συρίας οι οποίοι υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ.
Οι συγκυρίες ωστόσο ήταν τέτοιες που οι υπάρχουσες διαφορές παρακάμφθηκαν, με αποτέλεσμα να αναθερμανθούν οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης Ρωσίας-Τουρκίας, οι οποίες απέφεραν αρχικά για αμφότερες κέρδη ύψους 1 δισ. απ’ την επενδυτική συνεργασία τους για μια σειρά έργων.
Την εμπορική συνεργασία ακολούθησε στη συνέχεια μια στρατιωτικής φύσεως συμφωνία για ενίσχυση της αμυντικής ισχύος της Τουρκίας μέσω των ρωσικών πυραύλων εδάφους-αέρος S-400, η οποία συμπεριλάμβανε και μεταφορά τεχνογνωσίας και εκπαίδευσης του τουρκικού προσωπικού.
Κερασάκι στην Τούρτα της στρατηγικής προσέγγισης των δύο χωρών ήταν η κατασκευή (σε συνεργασία με την Gazprom) του τουρκικού αγωγού φυσικού αερίου Turkstream (ο οποίος ”τρέχει” από τη Ρωσία στην Τουρκία) και η δημιουργία τουρκικού πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου από την ρωσική Rosatom.
Με δεδομένα αυτά, η άνθιση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις κλιμακώθηκε ”επικίνδυνα” για τα εθνικά μας θέματα πολύ πριν εκδηλωθεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Για πολλούς ασφαλώς ήταν ιστορικά προδιαγεγραμμένο αυτό, αφού η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952) έδωσε επιπλέον ώθηση στη σύμπλευση Ρωσίας-Τουρκίας σε ζητήματα που μετά το 1920 απέβησαν ζημιογόνα για τον Ελληνισμό (βλ. σύμπραξη Ρώσων Μπολσεβίκων με τον Κεμάλ για παρεμπόδιση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην Μικρασιατική εκστρατεία, 1922).
Ωστόσο, κάνοντας άλμα μέσα στον χρόνο που μας έφερε τρέχοντας στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, ευελπιστούσαμε εμείς οι Έλληνες να ατονίσει η προσέγγιση της Ρωσίας του Πούτιν με την Τουρκία του Ερντογάν.
Βασική προϋπόθεση όμως γι’ αυτό ήταν να φροντίσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που είχαν για σύσφιξη των ελληνορωσικών σχέσεων επί τη βάσει των ίδιων αρχών που είχε επιδείξει η Μόσχα απ’ το 1974 και εντεύθεν με αφορμή το Κυπριακό.
Αρχών υπέρ του δικαίου και της νομιμότητας που εκδηλώθηκαν με πολλούς τρόπους προς όφελος των κυπριακών συμφερόντων (βλ. βέτο της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας με αίτημα την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού κατοχής από τη Βόρεια Κύπρο, κριτική του ΥΠΕΞ της Σεργκέι Λαβρόφ κατά του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Γκι Μουν στις αναφορές του περί ανάγκης άρσης της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, στήριξη του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας στην απόφασή του για ανανέωση της θητείας της UNFICYP [Ειρηνευτική Δύναμη των ΗΕ στην Κύπρο] κλπ).
Αυτές οι ευκαιρίες ελληνορωσικής προσέγγισης δεν ευοδώθηκαν δυστυχώς λόγω της πρόσδεσης της Ελλάδας στο άρμα των ΗΠΑ με τη δικαιολογία της ένταξής της στο ΝΑΤΟ και των ιστορικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο κρατών στα νεότερα χρόνια.
Γεγονός που δεν το άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτο η Τουρκία, η οποία — χάρη στις διπλωματικές ικανότητες του Ταγίπ Ερντογάν — πέτυχε να γίνει στρατηγική σύμμαχος της Ρωσίας όντας στο ΝΑΤΟ όπως εμείς.
Εμείς που, εν τη αφελεία μας, βιαστήκαμε να εκδηλώσουμε αντιρωσικά συναισθήματα με αποτέλεσμα να κόψουμε τις γέφυρες με τη Ρωσία (οι οποίες είχαν μετουσιωθεί στον άξονα Ελλάδας-Ρωσίας-Σερβίας το ’15 προκαλώντας την οργή της Γερμανίας), με αποτέλεσμα να μας εντάξει ο Πούτιν στους εχθρικά διακείμενους προς τη χώρα του με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε εμπορικό και γεωπολιτικό επίπεδο…
Βγάλαμε τα μάτια μας μόνοι μας μ’ άλλα λόγια και κατόπιν αυτού — με δεδομένη την πρόκληση της νέας αμερικανικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη απ’ όπου οι Αμερικανοί ”σημαδεύουν” τη Ρωσία — ανοίξαμε τον δρόμο στη Μόσχα για να μας επιβάλει και ”γεωπολιτικά αντίποινα” μετά τα εμπορικά τα οποία επέβαλε προς τη Δύση.
”Αντίποινα” τα οποία έχουν να κάνουν με την αποσύνδεση της Ρωσίας από δολάριο και ευρώ στις πωλήσεις του ρωσικού φυσικού αερίου και την πληρωμή του τελευταίου από τα κράτη-μέλη της ΕΕ σε ρούβλια.
Στα ”γεωπολιτικά αντίποινα εντάσσεται, δυστυχώς, η απόφασή της να… ”προμοτάρει” τον αγώνα της Άγκυρας ως ηγέτιδας Περιφερειακής δύναμης της Μεσογείου.
Και είμαστε ακόμα στην αρχή της… ”εκδίκησης”.
Αρχή που εκδηλώνεται παράλληλα με την κλιμάκωση του ”ειδυλλίου” Ρωσίας-Τουρκίας σε βαθμό που να εκφράζουν ανακούφιση τα φιλικά Μέσα της πρώτης (τα οποία τέτοιο καιρό πέρυσι πανηγύριζαν γιατί η δεύτερη ”ξηλώνει τους δυτικούς θεσμούς” και ”ανήκει στην Ανατολή” [βλ. Κομερσάντ: ”Η Τουρκία στην Ανατολή”] κλπ) με αφορμή το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη.
Ταξίδι που παρουσιάστηκε υπό την οπτική του Τούρκου ΥΠΑΜ Χουλουσί Ακάρ και με πηγή την πρότασή του για από κοινού εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του Αιγαίου Ελλάδας-Τουρκίας.
Άγκυρα και Αθήνα βρίσκονται επιτέλους στο δρόμο για έναν φιλικό διαμοιρασμό των παράκτιων υδάτων τους […] όπου έχουν ανακαλυφθεί μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου τα τελευταία χρόνια. […] Η Τουρκία έχει επανειλημμένα δηλώσει την ετοιμότητά της να συμφιλιωθεί και να επιλύσει όλες τις υπάρχουσες αντιθέσεις με την Ελλάδα…, ανέφερε μεταξύ άλλων πρόσφατα η Αζέρα δημοσιογράφος Σόνια Ρουστάμοβα από τη Μόσχα μοιράζοντας προκαταβολικά σε Τούρκους και Έλληνες το Αιγαίο.
Οι οιωνοί διαφαίνονται κακοί, δυστυχώς, σβήνοντας απ’ τη μνήμη μας τις ελπίδες για επαναπροσέγγιση της Ελλάδας με τη Ρωσία την οποία επιχείρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον περασμένο Δεκέμβριο κατά τη συνάντησή του στο θέρετρο Σότσι με τον Βλαντιμίρ Πούτιν .
Φρούδες ελπίδες, ανώφελες, εξαιτίας των κυβερνητικών λαθών στην Εξωτερική μας πολιτική (με τελευταίο και καθ’ όλα απαράδεκτο το λεχθέν του ΑΝΥΠΕΞ Μ. Βαρβιτσιώτη στην ιστοσελίδα Hill ότι ”Σκοπός των κυρώσεων της Δύσης κατά της Ρωσίας είναι να πέσει ο Πούτιν λόγω εσωτερικής αναταραχής”). Λαθών που επιβεβαιώνουν την ανεπάρκεια κυβερνητικών στελεχών η οποία κρύβεται πίσω απ’ την διπλωματική ακαμψία και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την τουρκική ευελιξία η οποία αποδίδει καρπούς.
Ευελιξία του Ταγίπ Ερντογάν ουσιαστικά, που μετέτρεψε το αρνητικό σκηνικό το οποίο είχε διαμορφωθεί κατά της Τουρκίας σε θετικό, μέχρι σημείου να πλέκει το εγκώμιό της ένας Ευρωπαίος πρωθυπουργός (ο Ολλανδός Μαρκ Ρούτε) αποκαλώντας την ”πολύ σημαντική χώρα για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ).
Μέχρι σημείου να της δίνει ”ψήφο εμπιστοσύνης” ένας Ρώσος πολιτικός επιστήμονας (ο Yuriy Mavashev, Διευθυντής του Κέντρου μελετών της νέας Τουρκίας) ο οποίος, σε συνέντευξή του στο NEWSru.com (ρωσικό διαδικτυακό ιστότοπο της Μόσχας), εξύμνησε το… φιλειρηνικό προφίλ της λέγοντας ότι ”Η Άγκυρα επιδιώκει να δημιουργήσει σχέσεις με άλλες χώρες και να ελαχιστοποιήσει τις αντιθέσεις με τα γειτονικά κράτη…”.
Και όλα αυτά ενώ ο Τσαβούσογλου μιλά διεθνώς για ”Τούρκους” στη Θράκη που ”καταπιέζονται απ’ το ελληνικό κράτος” και ο Ακάρ για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με την Ελλάδα με στόχο την επιβίωση και ευημερία της Τουρκίας…
Τα συμπεράσματα δικά σας…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)