Είχα καιρό να ανέβω στην μικρή σοφίτα με το γραφείο του πατέρα μου, αλλά κάτι με έσπρωξε να το κάνω χθες λόγω της επετείου του θανάτου του. Αγκάλιασα με συγκίνηση το καρυδένιο μικρό έπιπλο που έχει πάνω μια φωτογραφία του από σχολικές επιδείξεις, το ασημένιο στυλό με το μονόγραμμά του και τα γυαλιά του με τον κοκκάλινο σκελετό.
Ύστερα έσκυψα κι άνοιξα το τελευταίο συρτάρι όπου είχα ‘κρυμμένο’ το ημερολόγιο της πρώτης χρονιάς της εκπαιδευτικής μου πορείας στην Μέση Εκπαίδευση. Ήταν γεμάτο εορταστικά προγράμματα, ομιλίες και σημειώσεις.
Τα κοίταξα φευγαλέα για λίγα λεπτά και τα έσφιξα πάνω μου σαν πολύτιμο αναμνηστικό της νιότης, πριν τα αφήσω στη θέση τους. Ένα διπλωμένο χαρτί μού ξέφυγε μόνο, αλλά το έπιασα στον αέρα πριν πέσει κάτω. Ήταν ένα χειρόγραφο με τους στίχους γνωστού πολεμικού εμβατηρίου που τραγουδούσε η χορωδία μας στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
‟’Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”…”, σκέφτηκα θλιβερά. ‟Μόνο βιαζόμαστε να τη σκοτώσουμε εμείς, αφού απομυζήσαμε τους ‘χυμούς’ της…”.
Κι αυτή είναι μια πικρή αλήθεια, αν σκεφτεί κανείς ότι οι κυβερνήτες της την αφυδατώνουν πληθυσμιακά επί χρόνια με τις πολιτικές τους και μετατρέπουν γενεές επί γενεών Ελλήνων σε μετανάστες, ενώ τους ηλικιωμένους κάθε γενιάς σε πένητες οι οποίοι αδυνατούν να βιοποριστούν και να πληρώσουν τα φάρμακά τους.
Επανεκτιμώντας με τίμιο βλέμμα τα λάθη του παρελθόντος μας, αναγνωρίζουμε κι άλλες αλήθειες που μετέτρεψαν την Ελλάδα με τις απίστευτες αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες σε χώρα προβληματική, οι ηγέτες της οποίας απ’ τους Βαλκανικούς πολέμους και εντεύθεν δεν μπόρεσαν να μετασχηματίσουν την οικονομία της σε αναπτυγμένη και αξιόπιστη όπως οι άλλες του δυτικού κόσμου.
Αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν συχνά την αγωνιώδη πορεία της που οφειλόταν εν μέρει στην ασφυκτική εξάρτησή της απ’ το διεθνές περιβάλλον και, καθώς δεν είχαν την ικανότητα να το αξιοποιήσουν, οδηγούσαν τη χώρα μας σε οικονομικά αδιέξοδα που κυοφορούσαν κοινωνικές εκρήξεις και οπισθοδρομήσεις.
Το τελευταίο χτύπημα (που ολοκλήρωσε το κακό τη βρήκε στην οκταετία των μνημονίων) ήρθε για την ελληνική οικονομία τη χρονιά της τυπικής λήξης τους (2018) με την μεταβίβαση της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας σε ξένα χέρια βάσει μιας αποικιοκρατικής και δουλοπαροιακής συμφωνίας που υπογράψαμε προς μεγάλη ταπείνωσή μας.
Αποτέλεσμα αυτού είναι τα επόμενα 94 χρόνια (η πενταετία που πέρασε τα μείωσε κατά πέντε χρόνια) να μην μπορεί η πατρίδα μας να ανακυκλώσει το δημόσιο χρέος της στις διεθνείς αγορές. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι δεν θα μπορεί να το συρρικνώσει αυξάνοντας το ΑΕΠ με όση ταχύτητα και να αναπτύσσεται η οικονομία της (ακόμα κι αν είναι ανάπτυξη μεγαλύτερη απ’ την τοκοφορία), με αποτέλεσμα να αποπληρώνει το χρέος της πουλώντας περιουσιακά της στοιχεία…
Ως εκ τούτου, είναι αναγκασμένη επί έναν αιώνα σχεδόν να πληρώνει τους τόκους και τα χρέη της με χρήματα των εσόδων απ’ τις αποκρατικοποιήσεις και τις επενδύσεις, αντί να τα διαθέτει για να χτίζει με αυτά σχολεία, βιβλιοθήκες, λιμάνια, οδικές αρτηρίες και άλλα έργα υποδομών…
Αυτά ως προς την οικονομία, γιατί αν πάμε να εξετάσουμε το πλέγμα των συναισθημάτων που μας συνδέει με το ιστορικό παρελθόν (όπου ήταν θρονιασμένος ο πατριωτισμός) και τα στερεοτυπικά σύνδρομα που κυριαρχούν στην Παιδεία και τη Δημοσιογραφία, τότε θα καταλήξουμε στα ”Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις” του Σολωμού που φτάνουν μέχρι το ακανθώδες πλέγμα των σχέσεών μας με την Τουρκία…
Ναι, ”Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”, αλλά μήπως έχει όριο λήξης κι αυτό εξαιτίας μας; Γιατί Ελλάδα χωρίς αγνό, άδολο πατριωτισμό δεν νοείται. Όπως δεν νοείται, επίσης, να είναι η κομπάρσος του κομματισμού και του μεταμοντέρνου χυλού που θυσιάζει τα εθνικά της συμφέροντα στο πνεύμα του εθνομηδενισμού ή του νόθου πατριωτισμού και του ρεαλισμού της μισής αλήθειας…
Δεν νοείται να είναι έρμαιο ανιστόρητων και ακραίων ιδεοληψιών που παραχαράσσουν την ιστορία της ούτε να κλείνει το γόνυ σε ντόπιους και ξένους ”προστάτες” που ζητούν να πουλήσουν ή να αγοράσουν τα όσια και τα ιερά της.
Η αγάπη γι’ αυτήν δεν πρέπει να μπαίνει στο ζύγι έναντι οποιουδήποτε τιμήματος (ευρωπαϊκού, υπερατλαντικού ή…. υπερκόσμιου).
«Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε», άφησε παρακαταθήκη σε μας ο στρατηγός Μακρυγιάννης, κι ας τα ‘λεγε τότε απευθυνόμενος σε στρατιώτες που ετοιμάζονταν να πουλήσουν σε Ευρωπαίους στο Άργος σπαράγματα από ελληνικές αρχαιότητες (μια γυναίκα και ένα βασιλόπουλο, που ξέθαψε η αρχαιολογική σκαπάνη στον Πόρο).
Κι αυτά για τα οποία πολεμήσαμε δεν πουλιούνται!!! Είναι η Γη και το Ύδωρ μας • οι αξίες και τα ιδανικά του πολιτισμού μας • οι Θερμοπύλες, οι Μυκήνες και τα Μινωικά παλάτια της ιστορίας μας • τα βαπτισμένα στα νάματα του Αιγαίου νησιά μας • η ιστορημένη περηφάνια μας και η ”απ’ τα κόκαλα βγαλμένη” ελληνική ελευθερία • είναι πολλά και αμέτρητα, μαζί με του Οδυσσέα Ελύτη την ορμήνια:
”Μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!”
”Μνημονεύετε”, γιατί η αγάπη για την πατρίδα δεν είναι απρόσωπη. ”Έχει σώμα και θρησκεία” που συναντιούνται στο πρόσωπό του, στο πρόσωπο του Ηνίοχου των Δελφών της ελληνικής πεζογραφίας! Μην ξαφνιάζεστε με την πρωτάκουστη υπερβολή, απ’ τη στιγμή που η μυρωμένη κι ανόθευτη απ’ την λοιμική της φιλαυτίας ψυχή του διδάσκει την απλότητα, την ταπεινότητα, την πίστη, την αξιοπρέπεια, την αγάπη και την ελευθερία!
Αυτά χάσαμε εμείς οι Έλληνες και βολοδέρνουμε ακυβέρνητοι, παρασυρμένοι απ’ τα σύνδρομα του ατομικισμού, της ηδονής και της ευζωίας. Αυτά χάσαμε και υποβιβάσαμε τον προσωπικό χαρακτήρα της πνευματικής μας ζωής.
Αυτά χάσαμε και γίναμε λαός ναρκισσιστής που δεν θέλει να ακούει αλήθειες, γιατί δεν παραδέχεται πως έχει ελαττώματα και κάνει λάθη. Λαός με ελαττώματα και λάθη ήταν και ο προγονικός ελληνικός, των Πατέρων μας. Μόνο που εκείνοι τα αναγνώριζαν, ως ”εραστές της αλήθειας” και — με τον αυτοέλεγχο, την αυτοκριτική και την κριτική σκέψη –κέρδιζαν τον αγώνα της εθνικής επιβίωσης μέσα από την αλήθεια και το κυνήγι της αθανασίας.
Πού βρίσκονται τώρα όλα αυτά στους σύγχρονους Έλληνες; Θα μπορούσα να πω ”πουθενά”, αλλά δεν το λέω. Και δεν το λέω, γιατί ξέρω πως υπάρχει ελπίδα ακόμα να αποκτήσουν νόημα οι εθνικές μας επέτειοι, τα εμβατήρια, οι παραδόσεις, οι αξίες και οι ηρωικοί αγώνες των προγόνων μας που φαντάζουν στα μάτια των νέων μας (καθόλου τυχαία) σαν παραμύθια…
Υπάρχει ελπίδα να χτυπήσουμε την πηγή του κακού στη ρίζα του ξεκινώντας από την Παιδεία. Υπάρχει χρόνος να βάλουμε τέρμα στο εμφυλιοπολεμικό αναμάσημα του διαχωρισμού των Ελλήνων μέσα από κείμενα και την μεροληπτική οπτική αυτών στα βιβλία της Γλώσσας και της Ιστορίας.
Υπάρχει χρόνος να πούμε αλήθειες (ολόκληρες και όχι μισές) για το ιστορικό παρελθόν μας αφήνοντας κατά μέρος τα θεματικά ”στρογγυλέματα” επιλεκτικών κειμένων που βολεύουν αποκλειστικά τους εχθρούς μας, γιατί πνίγουν το εθνικό φρόνημα, καλλιεργούν την ηττοπάθεια και αποφεύγουν να εκστομίσουν τη λέξη ”πατρίδα”.
Αφήνοντας κατά μέρος ό,τι εκπέμπει διχασμό και παραποίηση της αλήθειας προς χάριν ημετέρων και ξένων. Παραποίηση της αλήθειας και προπαγανδιστική δολιότητα, με σκοπό την εξαφάνιση της ιδέας του πατριωτισμού είτε μέσω της δόλιας ταύτισής του με τον απεχθή φασισμό είτε μέσα από την εξαφάνιση όρων που τον κυοφορούν ή τον αποχρωματισμό ηρώων και συμβόλων του Ελληνισμού και τη ”συρρίκνωση” κορυφαίων γεγονότων της ελληνικής Ιστορίας.
Βαριά η ευθύνη των εκάστοτε υπουργών Παιδείας, για όλα αυτά, όπως και των λειτουργών της Εκπαίδευσης, των πνευματικών ανθρώπων και των Μέσων Ενημέρωσης τα οποία αποτελούν προέκταση του σχολείου στην κοινωνία.
Βαριά η ευθύνη όλων μας, γιατί για να εξυγιανθεί μέσω της Παιδείας και να αποκτήσει συνείδηση της ελληνικότητάς του ο Έλληνας, σήμερα, για να αναμορφωθεί και να επιμορφωθεί η ελληνική κοινωνία πάνω σε υγιείς βάσεις, απαιτείται συστράτευση λαού, ηγεσίας, πνευματικών ανθρώπων και Τέταρτης εξουσίας στο όνομα της εθνικής ενότητας.
Της ενότητας των Ελλήνων, η οποία απαιτεί υπέρβαση των ατομικών συμφερόντων, των αριστεροδεξιών εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων και των κομματικών γραμμών και ιδεοληψιών τους προς χάριν των συμφερόντων της πατρίδας.