Ένα πρόσθετο μεταπολιτευτικό ανοσιούργημα προστέθηκα εις τις μελανές σελίδες της σύγχρονης Ελλαδικής ιστορίας, ίσως την κρισιμότερη περίοδο μεταπολιτευτικά, όπου η κυβέρνηση, δια ορισμένων μεθοδεύσεων της (πράξεων και παραλείψεων) επέφερε το μεγαλύτερο πλήγμα προς την περιουσία του Ελληνικού λαού, προλειαίνοντας ανενδοιάστως το έδαφος και χορηγώντας ανεκκλήτως κατ’ ουσίαν άδεια, προς αγνώστων λοιπών στοιχείων, προχείρως εγκατεστημένες εν τη Πατρίδι μας, εταιρίες, όπως προβαίνουν αμελλητί και νομιμοφανώς προς την εν τη κυριολεξία αρπαγή της πρώτης κατοικίας του καθημαγμένου και καθειργούμενου Ελληνικού Λαού.
Αντί, ως έδει, η κυβέρνησις να αναστείλει άνευ χρονοτριβής δια νόμου, ως επιτάσσει το Κράτος Δικαίου να αναχαιτίσει την ανθρωποβόρα διάθεση της αρπαγής εισέτι της πρώτης κατοικίας των πτωχοποιημένων Ελλήνων, την οποία ειρήσθω εν παρόδω, κατήργησε η πολύφερνη κυβέρνηση της πρώτης φορά Αριστερά του Τσίπρα, έπεμψε δήθεν την απόφαση, προς την ολομέλεια ούτως ώστε, να αποσείσει τυχόν, ευθύνες εκ του αποτελέσματος, όπερ και εγένετο.
Η απόφαση της Ολομέλειας παντελώς ανάλγητα και δήθεν με μία αντικειμενική ορθή νομική ερμηνεία (παντελώς αυθαίρετα και πραξικοπηματικά, καθότι οι θεσμοί έχουν καταληφθεί άπαντες από μηχανισμούς υπηρεσίας των υμέτερων εξ-εθνικών συμφερόντων παρά εκτός μόνον ένιων παμφαών εξαιρέσεων), συνετάγη αναφανδόν υπέρ του δεσπόζοντος ισχυρού, (διατί άραγε;) ο νοών νοείτω περί των σταθμίσεων εις τις οποίες προέβησαν, προδήλως ουχί προς το δημόσιο και συλλογικό συμφέρον κατά αντικειμενικώς αντιβαίνοντα τρόπο προς τον νομικά και ηθικά ορθό.
Εις επίρρωσιν των ως άνω καθίσταται το εσπευσμένο και η εν γένει ταχύτης περί της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ότε, δια έτερα ζητήματα, το πλέον απομεμακρυσμένο περιφερειακό ειρηνοδικείο, χρειάζεται κατά το μάλλον ή ήττον περίπου 3 με 6 μήνες προς έκδοση μίας αποφάσεως και δικαίως διότι επιβάλλεται να μελετήσει ορθά και εμπεριστατωμένα.
Απορίας άξιον καθίσταται πώς η ολομέλεια αποτελούμενη από 64 δικαστές να εκδώσει απόφαση εντός 8 ημερών, προφανώς η λογική εάλω και η δημοκρατία έχει εκ των ενόντων καταλυθεί, λόγω ότι η Δικαιοσύνη κηδεμονεύεται ευθέως, από αλλότριους παράγοντες ή όχι, τούτο απλώς, το θέτω ως αναφυόμενη εκ των περιστάσεων κρίσιμη προβληματική, διότι επιδεικνύει μία μεροληπτική συμπεριφορά, εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά ως προς τις Τράπεζες πέραν από την καθόλα καταφατική απάντηση να εκδίδει δια υπερεκχειλίζοντος ζήλου, εσπευσμένα αποφάσεις εις βάρος της κοινωνίας.
Κατά συνέπεια λοιπόν όταν η Δικαιοσύνη μετατρέπεται εις εν μηχανισμό και εργαλείο των ισχυρών, δίχως να σταθμίζει ορθώς τα γεγονότα και αδιαφορώντας παντελώς για το δημόσιο συμφέρον, ούτως λοιπόν εχόντων των πραγμάτων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ουδεμία προοπτική υφίσταται εις τον τόπο τούτο καθότι, ο όρος Δικαιοσύνη υφίσταται κατ’ ευφημισμόν και ουχί εν της πράγμασι, διότι προκρίνονται αμιγώς ατομικά κα ουχί συλλογικά συμφέροντα
Το ιστορική της θεσμικής αυτής επονείδιστης αποφάσεως είχε ως εξής :
Είναι πρόδηλο ότι την 26η-1-2023 ενώπιον της πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου η Πρόσθετη Παρέμβαση που άσκησε κατ´ άρθρο 90 παρ.ζ ΚωδΔικ, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ), υπέρ των δανειοληπτών και κατά των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων (funds), προς υποστήριξη της 822/2022 απόφασης του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου για το ζήτημα που έχει ανακύψει αναφορικά με τη νομιμοποίηση των συγκεκριμένων εταιρειών για τη διενέργεια δικονομικών πράξεων σε βάρος των δανειοληπτών.
Συγκεκριμένα, όπως τεκμηριωμένα αναπτύχθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντίθετα από τη μέχρι τώρα πρακτική των Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), οι τελευταίες δεν διαθέτουν κατά νόμο κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση για την άσκηση διαδικαστικών εν γένει πράξεων (έκδοση διαταγής πληρωμής, επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κλπ), στις περιπτώσεις που η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης προς αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, όπως ανέφερε ο ΔΣΑ σε ανακοίνωσή του.
Ο καταιγισμός των πλειστηριασμών, ιδίως εις μία κρίσιμη χρονική συγκυρία προς τον Ελληνικό λαό, ιδίως, μετά την Πανδημία, εισέτι και κατά της πρώτης κατοικίας, άνευ ουδεμίας κρατικής προστασίας και παρέμβασης, αποδεικνύει, ως διάδοχος κατάσταση των μνημονίων, ότι η Ελλάδα πνέει τα λοίσθια και κυβερνάται από πρόσωπα τα οποία εν τη κυριολεξία και ουχί κατ’ εφημισμόν, υποστηρίζουν εν προκειμένω τα θεμελιώδη συμφέροντα των Τραπεζών.
Ασφαλώς τούτο κατέστη απόλυτα σαφές εκ της περιόδου των αλλεπάλληλων μνημονίων, όπου υποθηκεύθηκε ανέκκλητα το μέλλον της Ελλάδας αφότου ένα μεγάλο μέρος της Κρατικής Περιουσίας κατέστη υπέγγυο δια λόγους εμπράγματης ασφάλειας ως προς τους δανειστές μας, προκειμένου να ρυθμιστεί το «δημόσιο χρέος» παρά τα όσα κατά την περίοδο εκείνη είχαν αποκαλυφθεί δια την μετακύλιση του ιδιωτικού εις το δημόσιο χρέος και τις θεωρίες τις οποίες εκ παραλλήλου είχαν αναπυχθεί.
Εκ παραλλήλου, υπομημνίσκω ότι η ζοφερά εκείνη ιδιαίτερα δυσχερής περίοδος δια την Ελλάδα, επί κυβερνήσεως του κ. Τσίπρα, ότι κατά το διαβόητο δημοψίφισμα, όπου το ηχηρό «όχι» του Ελληνικού λαού, υπό της ευαισθητοποιημένης κυβερνήσεως της πολύφερνης ή φερόμενης κατά το μάλλον ή ήττον Αριστεράς, μετετράπη εν μία νυκτί εις «Ναι», καταλύοντας παν ψήγμα νομιμότητας και Συνταγματικής ορθότητας, πλην όμως ουδείς ευρέθη να στηλιτεύσει ή να παρέμβει έστω και δια της Εισαγγελικής Αρχής.
Τούτο δε αποδεικνύει την εν τοις πράγμασι την έλλειψη δημοκρατίας και το γεγογονός ότι είμεθε δέσμιοι έτερων συμφερόντων, υποκύπτοντας το γόνυ υποτελώς, ως μη ανεξάρτητο κράτος, εις τις υπερεθνικές εντολές αλλότριων διευθυντηρίων, δηλονότι αυτών των κοσμο-εξουσιαστών, ενώ κατά τα άλλα αλλάζουμε εκ του ασφαλούς, με παρωπίδες και φανατισμό συνθήματα, διαρρηγνύοντας δήθεν τα ιμάτιά μας περί δημοκρατικής ευαισθησίας.
Μετά ταύτα τον μήνα τότε Ιούλιο εν έτει 2015, μετά την διεξαγωγή εκ νέου εκλογών τον Σεπτέμβριο, κατά το πέρας του επιγενόμενου μηνός Οκτωβρίου του αυτού έτους καταργείται η προστασία της κύριας κατοικίας, δια νόμου, και προστατεύεται μόνον, δια όσους πολίτες έχουν προσφύγει προς την σωσίβια λέμβο του Ν. 3869/2010, (Νόμος Κατσέλη), υπό την σαφή αίρεση ότι, η αίτηση υπαγωγής έχει κριθεί και έχει καταστεί τελεσίδικα δεκτή, διερχομένη υπό την βάσανον των δικαστηρίων, (εις τον πρώτο και δεύτερο βαθμό).
Η στάση της τότε κυβερνήσεων αλλά και την νυν η οποία επακολούθησε, ουδέν έθιξε περί της προνομίας, των Τραπεζών, ίσα ίσα, ένθα, διαρκούσης της ανθρωποβόρας πανδημίας, τον Δεκέμβριο του έτους 2020, θέσπισε, ασφυκτικές προθεσμίες, επανακαταθέσεως των πρωτοδίκων αποφάσεων του «Νόμου Κατσέλη», δια ηλεκτρονικής πλατφόρμας, ούτως ώστε οι υποθέσεις να δικάζονται άρον άρον, με αμιγώς έγγραφη διαδικασία, στερώντας δηλαδή εις τους διαδίκους το δικαίωμα της κατ’ αντιμωλίαν και δια ζώσς ακροάσεως, αποψιλώνοντας τοιουτοτρόπως το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος αμελλητί και άνευ ετέρου τινός.
Μόλα ταύτα, ουδείς αντέδρασε θεσμικά, παρά ορισμένες μεμενομένες αντιδράσεις υπό ορισμένων Δικηγόρων ή Πολιτών, πλην όμως η παγιωθείσα κατάσταση, προχώρησε, με την αυτοματοποιημένη αναδιανομή της περιουσίας προς τρίτους υπό των Τραπεζών, άνευ της Κρατικής παρεμβάσεως, έως τις τελευταίες ευμενείς Δικαστικές αποφάσεις Εφετείων αλλά και του Αρείου Πάγου, αναχαιτίζοντας αρχής γενομένης εκ του θέρους του έτους 2022 ορισμένους πλειστηριασμούς, με το αιτητικό, ότι δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά, βάσει του Ν 3156/2003, τα «funds» να προβαίνουν δια λογαριασμού των αλλοδαπών εταιριών, οι οποίες αγόρασαν τα δάνεια υπό τις ημεδαπές συστημικές τράπεζες, να προβαίνουν καθοιονδήποτε τρόπο εις λήψη καταδιωκτικών μέτρων καθότι, η εντολή και πληρεξουσιότητα, δυνάμει των οικείων διατάξεων του Α.Κ, εξαντλούνται αποκλειστικά και μόνον εις το μέτρο, εισπράξεως των απαιτήσεων.
Το εριζόμενο αυτό ζήτημα παραπέμφθηκε ως ανέφερα ανωτέρω εις τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να αποφανθεί αμετακλήτως, πλην όμως ήδη υπήρξε θετική εισήγηση υπέρ των «Fund», υπό της Αεροπαγίτου Δικαστού κ. Τζαβέλλα.
Ως εκ τούτου, μετά ταύτα εξεδόθη πανηγυρικά η εν λόγω απόφαση καταλύοντας και ποδοπατώντας ιταμώς παν ψήγμα και ίχνος κοινωνικού Κράτους, επιδεικνύοντας δια μία πρόσθετη φορά καταφρόνηση προς το Κράτος Δικαίου και περιφρόνηση προς τον παινόμενο Ελληνικό λαό.
Ως δικαιοσύνη, το καίριο ερώτημα το οποίο τίθεται καθίσταται το εξής :
Πώς άραγε πρόλαβε να εκδώσει απόφαση εντός οκτώ ημερών, ενώ εις άλλες περιπτώσεις καθυστερεί, για ποιο λόγο επέσπευσε να ταχθεί υπερ των ισχυρών τραπεζών στρεφόμενη κατά΄ του Ελληνικού λαού ώσπερ υπηρετεί, καθότι ως γνωστό τοις πάσι, αμοίβονται εκ του Ελληνικού λαού ως δημόσιοι υπάλληλοι, τα θέτω υπό το πολιτικό πρίσμα, διότι ως μαχόμενος Δικηγόρος η διαπλαστική ισχύ μίας διάταξης δίδει ευέλικτα πολλαπλούς και αμφίσημους τρόπους ερμηνείας ο οποίος θεμελιώνεται από κοινού και εξίσου εις πολλαπλές ετερόκλητες εν ταυτώ νομοθετικές διατάξεις.
Ως εκ τούτου το «αφήγημα» της νομικής επιχειρηματολογίας συνιστά την δικαιολογητικά βάση ενός θεσμικού πραξικοπήματος εν αγαστή συμπνοία με την κυβέρνηση η οποία παρέλειψε δια Νόμου να προβεί εις την προστασία την ευάλωτων νοικοκυριών. Η Ζωή μας έχει καταστεί αφόρητο έρμαιο και έρμα των ισχυρών, με την ιδικά μας τα λεφτά ως φορολογούμενοι και μοχθηρώς εργαζόμενοι. Ο καθείς ας εξάγει τα συμπεράσματά του. Το γε νυν έχον περίσκεψη.
Εις επίρρωσιν όλων αυτών, τη ψαθυρή και εύθρυπτη κινούμμενη άμμος, εις την οποία βάινουμε, αφορά αυτήν την φορά, μία ιδιάζουσα κατάσταση, την αναγωγή του ποινικού δικαίου ως ένα απροκάλυπτο δόρυ δια την φαλκίδευση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπου ο πολίτης θα αναπνέει διολισθαίνων, διαρκώς με την ανασφάλεια δικαίου.
Η εργαλειοποίηση εν τέλει του πονικού κώδικα, και η μετατροπή του ως ένα εργαλείο ποινικοποιήσεως του αντιφρονούντος και της φυλακίσεως του, συνιστά την παρακμή της σύγχρονης πολύφερνης αστικής δημοκρατίας μας.