Εκκινώ την εν λόγω κατάθεσή μου με τα εξής: «στο πλαίσιο της βαθιάς εθνικής δέσμευσης στην αρχή ότι ο διάλογος πάνω σε δημόσια θέματα πρέπει να είναι δίχως αναστολές ζωηρός και ανοιχτός στα πάντα», ο συνταγματικά προστατευόμενος λόγος «μπορεί να περιλαμβάνει σφοδρές, καυστικές και κάποιες φορές δυσάρεστα οξείες επιθέσεις σε κυβερνητικούς και δημόσιους λειτουργούς»
The New New York Times Co.v.Sullivan, 376 U.S 254,270 (1964)
Προσέτι: «…δεν υφίσταται η έννοια της εσφαλμένης ιδέας. Όσο ολέθρια και να φαίνεται μία γνώμη, βασιζόμαστε για την διόρθωση της, όχι στην συνείδηση των δικαστών και των ενόρκων αλλά στο ανταγωνισμό με άλλες ιδέες…»
Gertz v. Robert Welch, Inc, 418 U.S. 323,339-340 (1974)
Η επιτυχία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος επαληθεύεται από την ικανότητα να πείθει τους πολίτες περί της αδήριτης αναγκαιότητας επιβολής ενός ιδιαζόντως επαχθούς μέτρου, προς προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, καίτοι τούτο, ήτοι το επιβαλλόμενο μέτρο, θίγει ενδεχομένως ή συρρικνώνει κατάφωρα το θεμελιώδης δικαίωμα ή ελευθερία του πολίτη, ασφαλώς δια να επιτευχθεί τούτο, ο λαός δέον όπως έχει στοιχειώδη γενική παιδεία, αλλά και το Κράτος να σέβεται την λαϊκή εντολή, εκδηλώντας αγαθή, έντιμη και ειλικρινή δράση προς τον πολίτη, απέχοντας από πράξεις και παραλείψεις θεσμικής βίας προς την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του πολίτου.
Η πολυφωνική πληροφόρηση από την φαιά καθεστωτική προπαγάνδα, συνιστά μία δυσδιάκριτη έννοια, η πρώτη συνάδει προς, την εν τοις πράγμασι κοινοβουλευτική δημοκρατία η οποία σέβεται επί τη πράξη το δημόσιο συμφέρον, η δεύτερη δε, συνιστά το κίβδηλο πρόσχημα της κατ’ επίφαση δημοκρατίας, καθότι αποτελεί εργαλείο ολοκληρωτικών καθεστώτων να ασκήσουν συνειδησιακή βία, αντιμετωπίζοντας τον πολίτη ως υδαρή πνευματικά ευνουχισμένη μάζα.
Τούτο δε πιστοποιείται από, τις ρήσεις πρωτουργών ολοκληρωτικών καθεστώτων, διαρκούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφενός του Ι.Β Στάλιν: «Οι προπαγανδισταί είναι οι μηχανικοί των ανθρώπινων ψυχών».
Καθώς και του Α. Χίτλερ: «Θεμελιώδες όρος επιτυχίας μιας Προπαγάνδας είναι μία συστηματικώς μονόπλευρη στάσις απέναντι σε κάθε πρόβλημα».
Σήμερον, η ελευθερία του λόγου, δια της συρρικνώσεως του άρθρου 14 του Συνάγματος, περί της ελευθερίας του λόγου και την απαγόρευση της λογοκρισίας εις τον τύπο (έντυπο και ηλεκτρονικό), περί της υφιστάμενης οικουμενικής πανδημίας, ή μάλλον εξ αφορμής αυτής πνέει εκκωφαντικώς τα λοίσθια, και η διατύπωση διαφορετικής άποψης διώκεται απηνώς, με αποτέλεσμα να τίθεται επικινδύνως, εις τον «γύψο», η ελευθερία του λόγου, ήτοι να τελεί εφεξής υπό την «κλίνη του προκρούστη», δηλονότι υπόκειται εις, τον επισταμένο και ενδελεχή έλεγχο της αστυνομίας της σκέψεως, ούτως ώστε να πατάσσεται ποινικά οιαδήποτε διαφορετική άποψη αντιβαίνει προς την καθεστωτική κατευθυντήρια γραμμή ή δια πυρός και σιδήρου επιβαλλόμενη κρατική γνώμη.
Ο οριστικός ενταφιασμός της ελευθερίας του λόγο, κλυδωνίζει εκ βάθρων το δημοκρατικό μας οικοδόμημα, διότι αντιστρέφει τους θεμελιώδεις κανόνες κοινής λογικής και ελευθερίας, οι οποίοι ανυπερθέτως καθίστανται σύμφυτοι με την ανθρώπινη υπόσταση, εγκαινιάζοντας έναν Θεσμικό «Μεγάλο Αδελφό» ελέγχου των Πάντων δια της νεοπαγούς οιονεί Ιεράς Εξέτασης των αντιφρονούντων οι οποίοι θα αντιμετωπίζονται εις το μέλλον,ως εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου.
Εις το σημείον αυτό παραθέτω ένα απόσπασμα το οποίο αναγνωρίζει το διακύβευμα να είναι κανείς ελεύθερος αλλά και να στοχάζεται ελεύθερα: «.. ότι κανένας δεν μπορεί να μας αναγκάσει να είμαστε ευτυχισμένοι με τον δικό του τρόπο ( όπως αυτός στοχάζεται την ευτυχία άλλων ανθρώπων), αλλά ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιλέξει την ευτυχία του με το δικό του τρόπο, αρκεί να μην εμποδίζει την ελευθερία των άλλων να επιδιώξουν, όμοιο σκοπό, που μπορεί να υπάρχει μαζί με την ελευθερία οποιουδήποτε σύμφωνα με τον γενικό νόμο» απόσπασμα του kant 1793 εις το δοκίμιο «Τούτο είναι ορθό στην Θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει», και ειδικότερα εις το μέρος του δοκιμίου του. «Η σχέση προς την πράξη μέσα στο δημόσιο δίκαιο».
Σήμερα, εξ αφορμής της επιβολής του αρτιφανούς ιδεολογικού μονισμού, βαίνουμε προς ένα αστυνομικό κράτος, όπου η μείζονα έκφανση της προσωπικότητάς μας, ήτοι η ελευθερία μας, καταλύεται, εκόντων ακόντων, εκ βάθρων, και η διάδοση προσωπικών επιστημονικών απόψεων, διώκεται ποινικά, η ελεύθερη διατύπωση γνώμης, εξοβελίζεται με το στίγμα του «τρομοκράτη» ή «του επικίνδυνου για την δημόσια υγεία και τάξη» με την αιτιολογία ότι δεν αντίκειται προς τις «ημέτερες» καθεστωτικές απόψεις του παντοδύναμου «ηγεμόνα» κράτους.
Η πόλις εάλω, εκ της νέας Θρησκείας του αόρατου εχθρού, τον οποίο αορίστως εντοπίζει και βαπτίζει αυθαίρετα η εξουσία, χάριν πάντοτε δήθεν του δημοσίου συμφέροντος, εγκαθιδρύοντας παντού μία απέραντη ειρκτή σκέψης, κλειδούχος της οποίας είναι το Κράτος το οποίο επιβάλλει στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, φαλκίδευση της ελευθερίας του λόγου και εν τέλει τον πλήρη έλεγχο συνειδήσεων, σε όποιον πολίτη, αρθρώνει διαφορετική άποψη.
Συνελόντι ειπείν ας θυμηθούμε το μυθιστόρημα του 1984 του Τζώρτζ ¨Οργουελ, όπου περιγράφει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπου η απόλυτη εξουσία ευρίσκεται εις τα χέρια του παντοδύναμου κυβερνώντος κόμματος, με επικεφαλής τον Μεγάλο αδελφό και με βασικά συνθήματα « ο πόλεμος είναι ειρήνη», «η ελευθερία είναι σκλαβιά», «η άγνοια είναι δύναμη»…
Το καθεστώς στηρίζεται στην πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, την οποία οφείλουν να εμπεδώνουν καθημερινώς οι υπήκοοί του. Η αστυνομία της σκέψεως είναι μία από τις τέσσερις βασικές υπηρεσίες του Κράτους (οι άλλες τρεις είναι το υπουργείο ειρήνης, το υπουργείο αληθείας και το υπουργείο αγάπης). Ο ρόλος της αστυνομίας της σκέψεως παρακολουθεί επισταμένως το πώς σκέπτονται πολίτες, ώστε να μην έχουν άλλη άποψη από την άποψη του Κράτους.
Εις επίρρωση των ως άνω παραθέτω αποσπάσματα από παρεμφερείς αποφάσεις.
«η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει όχι μόνον πληροφορίες και ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές και θεωρούνται ουδέτερες ή αδιάφορες αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν…
Το επιβάλλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και το ευρύ πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία».