Στη γραμμή της ήδη διακηρυγμένης «οικονομίας πολέμου» πρόκειται να κινηθεί η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) η σύνθεση της οποίας ανακοινώθηκε από την Πρόεδρό της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στις 18/9/2024.     

Αυτό προκύπτει πέραν των άλλων και από τη συμμετοχή της φον ντερ Λάιεν στη συνάντηση των ηγετών 30 και πλέον χωρών στη Νέα Υόρκη στις 25/9/2024 στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για τη στήριξη της Ουκρανίας στην οποία εκτός από τον Ζελένσκι συμμετείχαν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, οι Πρωθυπουργοί της Βρετανίας, της Ελλάδος και άλλοι.

Ως γνωστόν, η οικοδόμηση της «οικονομίας πολέμου» αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής που εξήγγειλε για τα επόμενα χρόνια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 21-22 Μαρτίου 2024.

Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι στην από 19 Μαρτίου 2024 «Προσκλητήρια επιστολή του Προέδρου Charles Michel προς τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» επισημαίνεται με νόημα ότι «είναι πλέον καιρός να λάβουμε ριζοσπαστικά και συγκεκριμένα μέτρα για να είμαστε σε αμυντική ετοιμότητα και να θέσουμε την οικονομία της ΕΕ επί ποδός πολέμου. Αυτό σημαίνει περισσότερες δαπάνες και περισσότερες αγορές από κοινού, για μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Πρέπει επίσης να βοηθήσουμε την αμυντική βιομηχανία να έχει πρόσβαση σε ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους και να μειώσουμε τις κανονιστικές επιβαρύνσεις και φραγμούς». Άλλωστε όπως είχε επισημανθεί και στον εύγλωττο τίτλο του σχετικού δελτίου τύπου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 19 Μαρτίου 2024 «αν θέλουμε ειρήνη πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πόλεμο».

Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε στις 3 Μαΐου 2024 ο τότε επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ Τιερί Μπρετόν που σε συνέντευξη τύπου δήλωσε: «(…) Υπάρχει επομένως – και το λέω αυτό με σαφήνεια – η ανάγκη να ωθήσουμε τη βιομηχανική βάση και να τη μεταφέρουμε σε μια “οικονομία πολέμου”».

Στην ίδια γραμμή ήταν και η «προεκλογική» ομιλία της φον ντερ Λάιεν σε σχέση με την «οικονομία πολέμου» που διακηρύχθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο στις 18 Ιουλίου 2024 ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο άλλωστε και την ψήφισε στη θέση της Προέδρου της Κομισιόν για πενταετή θητεία από 1/1/2025. Και το έκανε μάλιστα με την σημαντική πλειοψηφία των 401 ευρωβουλευτών που ψήφισαν υπέρ της έναντι 284 κατά. Πολιτικά την υποψηφιότητα φον ντερ Λάιεν υποστήριξαν ανοικτά το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές (S&D), οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι.

Σε επίπεδο προσώπων οι συνειρμοί είναι σημαντικοί καθώς η φον ντερ Λάιεν χρημάτισε υπουργός άμυνας της Γερμανίας το διάστημα 2013-2019. Από την άλλη πλευρά το χαρτοφυλάκιο του υπουργού εξωτερικών της ΕΕ πήρε η πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας Κάγια Κάλας, ως Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και το χαρτοφυλάκιο τεχνολογικής κυριαρχίας και ασφάλειας η Φινλανδία. Το νέο χαρτοφυλάκιο της Άμυνας και του διαστήματος ανέλαβε ο Andrius Kubilius ο οποίος διετέλεσε στο παρελθόν δύο φορές πρωθυπουργός της Λιθουανίας, μιας και το Βίλνιους όχι μόνο βρίσκεται σε κόντρα με τη Ρωσία αλλά ταυτόχρονα οι διπλωματικές του σχέσεις με την Κίνα βρίσκονται στο ναδίρ λόγω Ταϊβάν.

Πλέον η ΕΕ του Πολέμου κατά της Ρωσίας εκφράζεται με τον πιο σαφή τρόπο συμβολικά με τη Γερμανία και τους συμμάχους της από τις Βαλτικές χώρες, τη Φινλανδία αλλά και τη Ρουμανία στην πρώτη γραμμή κρούσης κατά της Μόσχας. Έτσι, οι χώρες μέλη της ΕΕ που συνορεύουν με τη Ρωσία αναλαμβάνουν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά του πολέμου στην Ουκρανία.

Όπως ήδη αναλύσαμε σε σχέση με την εφαρμογή της Έκθεσης Ντράγκι (Μέρος Πρώτο, σελ. 59) «που αναζητά 800 δισ. ευρώ ετησίως, τα γαλλο-ισπανικά οικονομικά συμφέροντα αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Έτσι τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής με έντονο κρατικό παρεμβατισμό και μαζικές ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις δωρεάν κονδυλίων αλλά και φτηνών δανείων στους ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς ομίλους ανέλαβε να εφαρμόσει ως εκτελεστικός αντιπρόεδρος, ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας Stéphane Séjourné, στενός συνεργάτης του Μακρόν. Από την άλλη το χαρτοφυλάκιο για την πράσινη μετάβαση και για τη δημιουργία πανευρωπαϊκών μονοπωλίων μέσω συγχωνεύσεων των διαφόρων «εθνικών πρωταθλητών» ανέλαβε η πρώην τρίτη αντιπρόεδρος της ισπανικής κυβέρνησης και στενή συνεργάτης του σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ, Teresa Ribera με εντολή από την φον ντερ Λάιεν να αλλάξει η πολιτική ανταγωνισμού εντός της ΕΕ προκειμένου μέσα από τη χαλάρωση της εφαρμογής των σχετικών κανόνων περί δήθεν «προστασίας του ανταγωνισμού και απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων» να διευκολυνθούν έτι περαιτέρω οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων για τη δημιουργία ευρωπαϊκών υπερμονοπωλίων που θα ανταγωνιστούν σε μέγεθος και κεφάλαια τα αμερικανικά και κινεζικά μονοπώλια».

Εν προκειμένω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η οικοδόμηση της «οικονομίας πολέμου» εξειδικεύεται στην ίδια την Έκθεση Ντάγκι. Ως εκ τούτου, οι Stéphane Séjourné και Teresa Ribera καλούνται να διευκολύνουν με την πολιτική τους την ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας της ΕΕ με τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ ετησίως προκειμένου να ανταποκριθεί στην αποστολή της για αύξηση της παραγωγής όπλων ούτως ώστε να διατηρηθεί η συνεχής τροφοδοσία πολεμοφοδίων στο μέτωπο της Ουκρανίας.

Το ποσό των τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ ετησίως για στρατιωτικούς εξοπλισμούς προκύπτει αβίαστα πέραν πάσης αμφιβολίας καθώς 50 δισ. ευρώ ετησίως ζητά η Έκθεση Ντράγκι, (Μέρος Πρώτο, σελ. 50) μιας και εκεί αναφέρεται ρητά ότι «τον Ιούνιο του 2024, η Επιτροπή εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις στην άμυνα ύψους περίπου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία».

Στο παραπάνω ποσό των 50 δισ. ευρώ ετησίως πρέπει να προστεθούν και τα κονδύλια που διατίθενται κάθε χρόνο για στρατιωτικούς εξοπλισμούς εκ μέρους των κρατών μελών της ΕΕ. Έτσι από τα 236 δισ. ευρώ που διέθεσαν για συνολικές στρατιωτικές δαπάνες το 2022 τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, 50 δισ. ευρώ δαπανήθηκαν για στρατιωτικούς εξοπλισμούς από τα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που τότε ήταν ταυτόχρονα και μέλη του ΝΑΤΟ.

Μάλιστα το παραπάνω συνολικό ποσό των τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ ετησίως για στρατιωτικούς εξοπλισμούς εκ μέρους των 27 της ΕΕ βαίνει συνεχώς αυξανόμενο τουλάχιστον στα 116 δισ. ευρώ το 2023 και στα 152 δισ. ευρώ το 2024 καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ οι δαπάνες για όπλα των 23 μελών της ΕΕ που πλέον είναι ταυτόχρονα και μέλη του ΝΑΤΟ αυξάνονται στα 66 δισ. ευρώ το 2023 και στα 102 δισ. ευρώ το 2024.

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν αναμένεται να ανοίξουν οι δουλειές για την πολεμική βιομηχανία της Γαλλίας της Ισπανίας, της Ιταλίας αλλά κυρίως της Γερμανίας.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Και ο νοών νοείτο.