Η Ιστορία είναι μια διαρκής υπόμνηση, που πως καμία νουθεσία δεν έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τα πραγματικά βιώματα.
Το πλέγμα της ενεργειακής πολιτικής που έχει διαμορφωθεί σε Εθνικό, Κοινοτικό και Διεθνές επίπεδο, δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Ορθά η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαγνώσει, ότι η πολιτική της πορεία και η όποια εκδοχή αυτόνομης προοπτικής, δεν έχουν πραγματικό περιεχόμενο, χωρίς την ταυτόχρονη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας.
Η επάρκεια αυτή μπορεί να διεκδικηθεί και ευκταία να κατοχυρωθεί με την ανάπτυξη ιδίων ενεργειακών πόρων, ή μέσω της σταθερής προμήθειας ποσοτήτων ενέργειας από αξιόπιστες πηγές, που δεν έχουν δική τους ατζέντα και ανταγωνιστική διάθεση έναντι του Διεθνούς ρόλου της Ενωμένης Ευρώπης.
Η διαμόρφωση συνθηκών ενεργειακής αυτονομίας, κατά τρόπο μάλιστα φιλικό προς το περιβάλλον και την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, φάνηκε να εξυπηρετείται με τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία και τον προσδοκώμενο πρωταγωνιστικό ρόλο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σχετικά μάλιστα έχουν οριστεί τα χρονικά ορόσημα του 2030 και του 2050.
Εγγενής όμως δυσχέρεια, που υπονομεύει την όλη προσπάθεια, είναι η αδυναμία διασφάλισης ενεργειακών ισοδυνάμων για τη σταδιακή μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σε δεύτερο χρόνο η κατοχύρωση των πρώτων υλών που θα καθιστούν βιώσιμες και λειτουργικές τις ανανεώσιμες αυτές πηγές.
Τα οικονομικά και γεωπολιτικά εξάλλου συμφέροντα στον τομέα είναι κολοσσιαία και το περιθώριο ελιγμών του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, περιορισμένο. Οι εξελίξεις ως εκ του πολέμου στην Ουκρανία και τα ‘γυμνάσια’ που εξαγγέλλει ο πρόεδρος Πούτιν, είναι μια διαρκής δοκιμασία νεύρων και ασφάλειας.
Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, είναι πολύ σημαντική για να την αγνοήσει η Ρωσία, είναι ομοίως μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητας. Σε καθημερινή βάση περί τα 800 εκατομμύρια δολάρια, εισρέουν στα Ρωσικά Ταμεία, από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Δεν μπορεί όμως να αποτελεί παράγοντα εφησυχασμού. Οι λύσεις διαρκείας είναι αναγκαίες.
Προτάσεις για αυτοπειθαρχία και περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης και αντιδημοφιλείς είναι και προκαλούν ενστικτώδεις αντιδράσεις, όταν έχουν τη μορφή εξαναγκαστικού εθελοντισμού. Η Ευρώπη έχει τα μέσα να αντιδράσει. Η προμήθεια σε συλλογικό επίπεδο των αναγκαίων ποσοτήτων φυσικού αερίου και πετρελαίου, είναι μια ρεαλιστική προοπτική.
Τα όσα ακούγονται περί ανισομερών αναγκών των Ευρωπαϊκών κρατών, λόγω της ύπαρξης μακροχρόνιων συμβολαίων προμήθεια ενεργειακών πόρων για κάποια εξ αυτών, αποτελούν αντικείμενο λογιστικής διευθέτησης.
Ομοίως και η κεντρική διαχείριση και διανομή των αναγκαίων ποσοτήτων, με βάση την κατανάλωση των προηγούμενων ετών και τους προϋπολογισμούς που οι αντίστοιχες εθνικές αρχές θα διαμορφώσουν.
Αντίστοιχα, από τη στιγμή που θα προκριθεί η συλλογική διαπραγμάτευση και εξασφάλιση των ενεργειακών πόρων, μπορούν άμεσα να υλοποιηθούν και τα αναγκαία έργα υποδομής, σε επίπεδο ιδίως τερματικών σταθμών και δικτύων, στο μέτρο που σχετικά απαιτούνται. Η σύσταση ειδικού Ταμείου για τον σκοπό αυτό ή ο προσδιορισμός συγκεκριμένων κωδικών από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό για την απόκτηση των υποδομών συλλογικού ενδιαφέροντος, μπορεί άμεσα να ρυθμιστεί.
Οι προβαλλόμενες αιτιάσεις περί συμβατότητας με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού, δεν έχουν θεσμική ή ουσιαστική βασιμότητα, αφού θα πρόκειται για τομέα εξυπηρέτησης ουσιωδών αναγκών ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως νομικής προσωπικότητας και δε θα τίθεται ζήτημα ανταγωνισμού με τρίτους για την παροχή υπηρεσιών εμπορικής αξίας.
Σε σχέση με την εξεύρεση σταθερών προμηθευτών, αποτελεί κοινό μυστικό η διατύπωση προτάσεων από το Κατάρ, αλλά και τις ΗΠΑ, η προοπτική ενίσχυσης των προσφερόμενων ποσοτήτων από τη Νορβηγία, αλλά και η αξιοποίηση χωρών όπως η Αλγερία, που ήδη προμηθεύει σε μεγάλες ποσότητες την Ιταλία και την Ισπανία. Δυνατότητες υπάρχουν.
Απαιτείται να προσδιοριστούν και να επιδιωχθεί η συστηματική και η συλλογική, σε Ενωσιακό επίπεδο, αξιοποίησή τους.