Το άρθρο 26 του Συντάγματος διαχωρίζει σαφώς την έννοια της δικαστικής εξουσίας, εν σχέσει προς την νομοθετική αλλά και κατ’ αντιστοιχία την εκτελεστική, η οποία (δικαστική εξουσία) παρεμβαίνει συγκεκριμένα, δια των θεσμοθετημένων δικαιοδοτικών οργάνων της, εν τω πλαισίω, της Συντεταγμένης Πολιτείας, δια των ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένων εκδοθεισών αποφάσεων της, κατά το άρθρο 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος.
Ασφαλώς, ισχύει παραλλήλως το άρθρο 14 εν συνδυασμώ με το άρθρο 15, του Συντάγματος τα οποία αναφέρονται εις την εξίσου οριοθετημένη εξουσία των εν γένει ραδιοτηλεοπτικών μέσων, (έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων) με σαφή μνεία περί της αποστολής τους εν σχέσει προς την ορθή ενημέρωση των πολιτών, υποκείμενα εις τους θεμελιώδεις κανόνες της Δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Παρά όμως την σαφή αυτή οριοθέτηση τόσο κατά το Σύνταγμα όσο και κατά τους ειδικότερους νόμους που συμφωνούν προς αυτό, αντί δηλαδή, να ετηρείτο επί τη πράξει, μέχρι κεραίας η ως άνω σαφή διάκριση, όλως τουναντίον και παραδόξως, καθιστάμεθα κοινωνοί ως πολίτες, να ορούμε, τα Μ.Μ.Ε, να υποκαθιστούν εν πολλοίς, τουλάχιστον τύποις, πλην όμως αυθαιρέτως, την δικαστική εξουσία και οι δημοσιογράφοι να προβαίνουν ανενδοίαστα εις τηλεδίκες, καταστρατηγώντας παν ψήγμα νομιμότητας, τόσο εθνικής όσο και υπερεθνικής-διεθνούς νομοθεσίας, με αποτέλεσμα τοιουτοτρόπως, να καταλύουν εκκωφαντικά το θέμεθλον καταφυγής του κατηγορουμένου, το οποίο είναι το τεκμήριο της αθωότητας.
Τα λαϊκά αυτά λοιπόν δικαστήρια τα οποία δημιουργούνται, δια των πολλαπλών τηλεοπτικών διαύλων, προσβάλλουν το αίσθημα δικαίου το οποίο απορρέει εκ του Κράτους Δικαίου, κορυφαία έκφανση του Δημοκρατικού μας πολιτεύματος, γεγονός θλιβερό, το οποίο μας παραπέμπει σε μη πολιτισμένα και μη συντεταγμένα κράτη, με αποτέλεσμα πολλές φορές, προτού μία δίκη σταδιοδρομήσει, (ήτοι καταστεί αμετάκλητος), ο εκάστοτε κατηγορούμενος να έχει καταδικασθεί απεριφράστως και επαχθώς εις την συνείδηση του κόσμου, φέροντας ανεκκλήτως το στίγμα του παραβατικού ή του σεσημασμένου.
Συμφώνως με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί έναν γενικώς παραδεδεγμένο κανόνα Διεθνούς δικαίου, ο οποίος προβλέπεται αφενός εις το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ 5374 φεκ Α’ 256 και αφετέρου εις το άρθρο 14 παρ. 3 του Δ.Σ.Α.Π.Δ (Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων), το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997 Φεκ Α’ 25, με αποτέλεσμα να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής έννομης τάξεως και να υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης νόμου.
Πέραν όμως της υπερνομοθετικής αυτής κατοχύρωσης το τεκμήριο της αθωότηας, συνάγεται και από το άρθρο 2 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος καθώς και από το άρθρο 71 του Κ.Π.Δ αλλά και από την κοχλίωση ενός έτερου πλέγματος άρθρων της προδικασίας αλλά και της κύριας διαδικασίας κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ( 239 παρ. 2, 274, 351 παρ. 1, 177).
Ωστόσο, καίτοι υφίστανται οι νομοθετικές εγγυήσεις, πλήττεται εκ βάθρων ο νομικός μας πολιτισμός, όταν ένιοι εκ των δημοσιογράφων, δρουν αναρμοδίως, ή και εκνόμως, υποκαθιστώντας την δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα κατά την προσπάθειά τους, να διασφαλίσουν την αποκλειστικότητα εις το «ρεπορτάζ», να υποπίπτουν, εξ υπερβάλλοντος ζήλου, εις πολλαπλά ολισθήματα τα οποία βλάπτουν τα έννομα συμφέροντα του κατηγορουμένου, όπου ενδεχομένως ακόμη να μην έχει προλάβει δικονομικά να εισέλθει εις το κατώφλι της Δικαιοσύνης.
Τα Μ.Μ.Ε. δέον όπως τηρήσουν απαρεγκλίτως τον διακριτό τους ρόλο, και να μην προβάλλουν αλυσιτελώς την προτεραιότητα της ανθρωποβόρας νοοτροπίας του «άρτον και θεάματα», με συνέπεια να διαπομπεύουν συλλήβδην την προσωπικότητα του δράστη, να δημοσιοποιούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του, να τον εκθέτουν εις το φιλοθεάμων κοινό χάριν εντυπωσιοθηρίας, προξενώντας υπέρμετρα ανεπανόρθωτη και δυσχερώς αναστρέψιμη ηθική βλάβη, προς τον κοινωνικό περίγυρο (ίδετε αποζημίωση κρατηθέντος-μετέπειτα αθωωθέντος-Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών, 594/2019).
Φρονώ ότι η πολιτεία επιβάλλεται να παρέμβει νομοθετικά διακρίνοντας τον επιβοηθητικό και ουσιαστικό ρόλο της εν γένει Δημοσιογραφίας ως προς την δημόσια σφαίρα, εντούτοις όμως ως προς την ορθή κατεύθυνση δίχως να τέμνει το περίπλοκο, σύνθετο και ιερό τρόπον τινά έργο της Δικαιοσύνης.
Εν κατακλείδι, η νοοτροπία του όχλου, ή της μάζας, ορισμένες φορές, αντιβαίνει ως προς το αληθές αισθητήριο της κοινωνίας, η οποία δύναται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να καθίσταται ευεπίφορη προς την ετεροκατεύθυνση και την πλάνη, ακριβώς αυτήν την αυθαιρεσία προς την κρίση διασφαλίζει η ορθή εφαρμογή της νομιμότητας δια των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων και παραγόντων της δίκης.
Συνελόντι ειπείν, χειρότερο δε, είναι όταν η ίδια η Πολιτεία, ανέχεται, την κατά το δοκούν και επιλεκτική δήθεν προσχηματική προβολή του τεκμηρίου της αθωότητας, εντελώς μεροληπτικά, υπό των Μ.Μ.Ε. και με γνώμονα την εξυπηρέτηση των ημέτερων, εκάστη φορά, συμφερόντων της.