Η παραίτηση Ντράγκι ομολογουμένως θορύβησε τις Βρυξέλλες τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ. Και δεν είναι βέβαια τόσο η απώλεια ενός πιστού συμμάχου και φίλου της Δύσης που χάνεται στη Ρώμη όσο το γεγονός ότι πίσω από την παραίτηση Ντράγκι και την συνακόλουθη απώλεια στήριξης εκ μέρους της πλειοψηφίας της ετερόκλητης κυβερνητικής ιταλικής συμμαχίας υποκρύπτεται μια τεράστια πολιτική και οικονομική σύγκρουση στο πλαίσιο της Ιταλίας.
Μια σύγκρουση την οποία σε μεγάλο βαθμό την είδαμε να εκδηλώνεται και με αφορμή τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Γαλλία.
Κοινή συνισταμένη και στις δύο περιπτώσεις ήταν η αγανάκτηση η οποία επικρατεί σε κοινωνικό επίπεδο για τις δυσμενείς επιπτώσεις του Πολέμου στην Ουκρανία. Επιπτώσεις που έχουν σχέση με το εντεινόμενο κλίμα ακρίβειας αλλά και ενεργειακής αβεβαιότητας που πλανιέται πλέον πάνω από τη γηραιά ήπειρο.
Είχαμε έγκαιρα επισημάνει ότι το περίφημο «America is back» του Τζο Μπάιντεν και η συνακόλουθη αντιρωσική υστερία το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να οδηγήσει την ΕΕ στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον με ταυτόχρονη βέβαια μετακύλιση όλων των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων της εν λόγω πολιτικής στις πλάτες των ευρωπαϊκών λαών.
Οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Μόσχας απλά επέτειναν σε τεράστιο βαθμό τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για τους ευρωπαϊκούς λαούς τη στιγμή βέβαια που η οικονομία των ΗΠΑ βγαίνει κερδισμένη ενώ η Ρωσία παρά τις αρχικές απώλειες φαίνεται πλέον να ανακάμπτει οικονομικά.
Και αυτό για τον απλό λόγο ότι οι κυρώσεις της Δύσης είχαν ως συνέπεια την κατακόρυφη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και του πετρελαίου με αποτέλεσμα οι κατά τα άλλα μειωμένες ρωσικές πωλήσεις να αποφέρουν τελικά αυξημένα έσοδα στα ταμεία του Πούτιν.
Με τον πληθωρισμό να εκτινάσσεται στα ύψη και το φάσμα της ανεργίας να χτυπά πλέον μετά βεβαιότητας την πόρτα των γερμανικών και ιταλικών εργοστασίων οι κοινωνικές ζυμώσεις έχουν αρχίσει πλέον να αντανακλώνται και σε πολιτικό επίπεδο.
Όμως αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Ιταλία είναι οι διεργασίες οι οποίες έχουν δρομολογηθεί στο πλαίσιο της ιταλικής επιχειρηματικής ελίτ. Και μπορεί μεν έντεκα δήμαρχοι μεγάλων πόλεων να ζήτησαν την παραμονή του Ντράγκι στο προσκήνιο δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την ιταλική ολιγαρχία.
Έτσι ένα μέρος του ιταλικού κεφαλαίου και ιδίως αυτό που είναι προσκολλημένο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στις εταιρίες παραγωγής όπλων φαίνεται να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να νεκραναστήσει τον Ντράγκι ο οποίος ως γνήσιος εκφραστής του ιταλικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είχε ταυτιστεί με τον Μπάιντεν και την αντιρωσική πολιτική της Δύσης.
Από κοντά και οι κάθε λογής έμποροι όπλων στην Ιταλία που έβλεπαν τον Πόλεμο στην Ουκρανία και τον νέο ψυχρό πόλεμο του ΝΑΤΟ ως μια μεγάλη ευκαιρία για να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Όμως ένα άλλο μέρος της ιταλικής επιχειρηματικής τάξης το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με τη Ρωσία είχε δείξει από την αρχή ότι δεν ήταν διατεθειμένο στο όνομα της ψυχροπολεμικής πολιτικής του ΝΑΤΟ να ξεκόψει από τη Ρωσία από την οποία είχε διασφαλίσει με μακροχρόνια συμβόλαια φτηνό φυσικό αέριο.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με μεγάλο τμήμα του γερμανικού κεφαλαίου το οποίο επί δεκαετίες είχε καταφέρει να διατηρεί τεράστια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα λόγω του πάμφθηνου ρωσικού φυσικού αερίου που είχε διασφαλίσει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με το φτηνό φυσικό αέριο της Gazprom, η ιταλική βιομηχανία είχε αποκτήσει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τα τελευταία χρόνια τη στιγμή που το ρωσικό φυσικό αέριο αντιπροσώπευε το 40% της κατανάλωσης στην Ιταλία.
Έτσι το 2021, η Gazprom παρέδωσε 22,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στην Ιταλία, πολύ περισσότερα από το 2020, όταν παρείχε 20,8 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα.
Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι η Ιταλία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας στην ΕΕ με τις επενδύσεις των ιταλικών εταιρειών στην οικονομία της Ρωσίας να ανέρχονται σε περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια την ώρα που οι ρωσικές επενδύσεις στην Ιταλία υπολογίζονται σε περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον παρά την πανδημία το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2021, το διμερές εμπόριο αυξήθηκε κατά 53,8% στα 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, σύμφωνα με στοιχεία στη Ρωσία δραστηριοποιούνταν περίπου 500 ιταλικές εταιρείες κυρίως στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χάλυβα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ η ιταλορωσική οικονομική σχέση κάλυπτε επίσης τις πετροχημικές βιομηχανίες, την κατασκευή ελικοπτέρων, τις υψηλές τεχνολογίες, τις αγροτικές επιχειρήσεις, τις υποδομές μεταφορών, τις τράπεζες, τις ασφάλειες κλπ.
Όπως έχουμε ήδη αναλύσει λίγο πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία ένα μεγάλο τμήμα της ιταλικής επιχειρηματικής ελίτ είχε σνομπάρει τον Ντράγκι και παρά την κυβερνητική ιταλική αντίδραση είχε συμμετάσχει σε τηλεδιάσκεψη με τον Πούτιν στις 26 Ιανουαρίου 2022.
Στην τηλεδιάσκεψη με τον Πούτιν από ιταλικής πλευράς συμμετείχαν σημαντικές ενώσεις επιχειρήσεων, όπως η περίφημη Confindustria, δηλαδή ο ιταλικός ΣΕΒ και η GIM Unimpresa καθώς και οι επικεφαλής (CEO) δεκαέξι ιταλικών εταιρειών μεταξύ των οποίων η κρατική εταιρεία ενέργειας Enel, η ασφαλιστική εταιρεία Generali, η Pirelli, η Barilla κλπ. Στην ουσία επρόκειτο για τους 16 πρωταγωνιστές του made in Italy.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι ο «ξαφνικός θάνατος» της κυβέρνησης Ντράγκι έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι ένα τμήμα της ελίτ της επιχειρηματικής τάξης της Ιταλίας δεν είχε κανένα λόγο να εμπλακεί στην ψυχροπολεμική υστερία της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου και να διακινδυνεύσει να τινάξει στον αέρα τις στενές οικονομικές σχέσεις Ρωσίας-Ιταλίας.
Αποτέλεσμα ο Ντράγκι να αποτελεί πλέον μια κατ΄ εξοχήν παράπλευρη απώλεια του πολέμου στην Ουκρανία.