Η τρέχουσα συζήτηση ως προς τη νομιμότητα των τηλεφωνικών επισυνδέσεων θορύβησε, απολύτως δικαιολογημένα, την κοινή γνώμη, η οποία αναρωτιέται ευλόγως για την ένταση και την έκταση του φαινομένου.
Μολονότι η συζήτηση συνεχίζεται είναι σαφές ότι αναφύονται ολοένα και περισσότερα ζητήματα.
Ένα από αυτά συνίσταται στην αδυναμία ελέγχου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων οι οποίες ενδεχομένως διενεργούνται από εταιρείες ή από ιδιώτες.
Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι ποιος φέρει την ευθύνη (πολιτική και ενδεχομένως ποινική). Το θέμα αυτό ανέδειξε σημαντικό έλλειμμα του λεγόμενου επιτελικού κράτους καθώς ο Πρωθυπουργός ήταν αδιαμεσολάβητα ο πολιτικός προϊστάμενος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.).
Η εσφαλμένη υπαγωγή της υπηρεσίας αυτής απευθείας στον πρωθυπουργό σήμερα επιχειρείται να διορθωθεί, για το μέλλον, μέσω της θεσμοθέτησης Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ στον οποίο θα υπαχθεί η εν λόγω υπηρεσία.
Ως προς τη θεσμική διάσταση των υπολοίπων ζητημάτων σημαντικό επίσης αναδεικνύεται το θέμα του ελέγχου της Ε.Υ.Π.. Όχι σπάνια τα σχετικά με τη δράση, πραγματική ή εικαζόμενη, των υπηρεσιών πληροφοριών φιλοξενούνται, συνήθως επικριτικά, στις στήλες του γραπτού τύπου ή στις ειδήσεις των τηλεοπτικών σταθμών.
Η πρακτική αυτή, σε συνδυασμό με τη μυστικότητα που καλύπτει τη δράση των εν λόγω υπηρεσιών, όταν δεν συντηρεί καχυποψία, τη διαμορφώνει.
Η εικόνα αυτή αφ’ ενός αδικεί τις υπηρεσίες πληροφοριών αφ’ ετέρου υποτιμά τη σημασία και το ρόλο που αυτές καλούνται να διαδραματίσουν στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα.
Υπενθυμίζεται ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν και αξιολογούν πληροφορίες σχετικές με την εθνική ασφάλεια τις οποίες διαβιβάζουν αρμοδίως στην Κυβέρνηση η οποία τις αξιοποιεί αναλόγως και κατά το δοκούν.
Όμως το ειδικότερο ζήτημα που εγείρεται στη νομιμοποίηση των υπηρεσιών πληροφοριών είναι η καχυποψία που εκδηλώνει μέρος της κοινής γνώμης και έχει σχέση με το εικαζόμενο περιθώριο αυθαιρεσίας που αναπτύσσεται εκτός τυπικής νομιμότητας.
Η αντίληψη αυτή παραβλέπει ότι οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες πληροφοριών είναι υπάλληλοι εκτελούντες διαταγές και οδηγίες, οι οποίοι αντλούν τη νομιμοποίησή τους, όπως άλλωστε όλοι οι φορείς των συντεταγμένων εξουσιών και υπηρεσιών από τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου, οι οποίες τους έταξαν στο καθήκον τους.
Εξ άλλου η προστασία της εθνικής ασφάλειας καθιστά το χώρο δράσης των υπηρεσιών πληροφοριών – περισσότερο από κάθε άλλο χώρο δημόσιας εξουσίας – ως προαπαιτούμενο, άρα ως το κατεξοχήν πεδίο προστασίας του γενικού συμφέροντος.
Αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργίας της Ε.Υ.Π. απαιτείται όπως οι αρμοδιότητές της να είναι επαρκώς προσδιορισμένες νομικά, ενώ η άσκησή τους πρέπει να εντέλλεται με ιεραρχικά δομημένη διαδικασία, η οποία πρέπει να αρχίζει από συλλογικό όργανο της Κυβέρνησης(Κ.Υ.Σ.Ε.Α.) και μέσω του αρμοδίου Υπουργού να εξικνείται μέχρι τον Διοικητή της.
Το όλο σχήμα πρέπει να συμπληρώνεται με επάλληλους κύκλους ελέγχου, ο πρώτος από τους οποίους ασκείται από την ίδια τη διοίκηση και ενδεχομένως ακολουθεί ο δικαστικός έλεγχος των παράνομων πράξεων ή παραλείψεων αυτής.
Σημαντική μορφή ελέγχου είναι δυνατό να αποτελέσει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ο οποίος ασκείται επί του υπουργού στον οποίο υπάγεται η υπηρεσία αυτή.
Για τον ειδικότερο προσδιορισμό των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών η δράση των υπηρεσιών πληροφοριών αποτελεί αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου, το σπουδαιότερο τμήμα του οποίου έχει ανατεθεί σε ολιγομελείς κοινοβουλευτικές επιτροπές.
Στο σύνολο σχεδόν της σχετικής νομοθεσίας στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη γίνεται δεκτό ότι σε διαβαθμισμένες έρευνες για την εθνική ασφάλεια είναι δυνατή η εκ μέρους του υπουργού άρνηση παροχής πληροφοριών ή κατάθεσης εγγράφων.
Αυτό είναι δυνατό να ξεπεραστεί μέσω μιας ολιγομελούς επιτροπής (5 έως 7 βουλευτές) η οποία θα έχει τη δυνατότητα να καλεί ενώπιον της σε τακτά χρονικά διαστήματα (π.χ. μια φορά κάθε μήνα) τον Υπουργό και τους υπηρεσιακούς παράγοντες και να ενημερώνεται πλήρως για την υπηρεσιακή δράση.
Η όλη διαδικασία χαρακτηριζόμενη ως κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της διοίκησης αφορά σε ζητήματα έρευνας της διοίκησης. Υπό την εκδοχή αυτή η τοποθέτηση εισαγγελικού ή εισαγγελικών λειτουργών ίσως πρέπει να επανεξεταστεί διότι τους επιφορτίζει, με θεμιτό πάντως τρόπο, με καθήκοντα τα οποία είναι εκτός της δικαστικής λειτουργίας.
Υπενθυμίζεται ότι η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας είναι εντελώς διαφορετική και δικαιολογεί πλήρως την υφιστάμενη ρύθμιση.
Αντιθέτως στη διαδικασία των επισυνδέσεων της Ε.Υ.Π. οι εισαγγελικοί λειτουργοί, πριν καν να υπάρξει ενδιαφέρον στο πλαίσιο ποινικής αξιολόγησης, εμπλέκονται σε ζήτημα το οποίο ο νόμος ν. 2225/1994 αναγνωρίζει ως έρευνα της διοίκησης.
Καθήκοντα αδειοδότησης της Ε.Υ.Π. για τις επισυνδέσεις είναι δυνατό να ανατεθούν στην ολιγομελή αυτή κοινοβουλευτική επιτροπή τα μέλη της οποίας ως βουλευτές και πληρεξούσιοι του ελληνικού λαού είναι σε θέση να κατανοούν καλύτερα από τον οποιοδήποτε άλλο κρατικό λειτουργό την έννοια της εθνικής ασφάλειας στις περιπτώσεις που ακόμα δεν υπάρχει ενδιαφέρον και ποινική αξιολόγηση.
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης