Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των πόλεων, η πόλη των δύο κόσμων. Η Πόλη του Βυζαντίου, η Πόλη μας, που ξυπνά και ικανοποιεί τις αισθήσεις μας, η Πόλη που πάντοτε μας σαγηνεύει. Η Αυτοκρατόρισσα Κωνσταντινούπολη που γεννήθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου στο πλαίσιο των σχεδίων του για την ανανέωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έμελλε να γίνει η Βασιλεύουσα των Ελλήνων.
Η δικιά μας Πόλη, με τις γειτονιές του Πέρα, που ακόμα ακούς Ελληνικά, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, το Ζωγράφειο Γυμνάσιο, τους επτά λόφους, τις ακτές του Βοσπόρου, την Αγιά Σοφιά.
Στην Πόλη, όπου και εάν σταθείς, νιώθεις ένα συναίσθημα, το ίδιο πάντα, να διαπερνά την ραχοκοκαλιά σου, το συναίσθημα της μεγαλοπρέπειας του Βυζαντίου. Εκεί όμως που σταματά ο νους σου, είναι όταν στέκεσαι μπροστά στην Αγιά Σοφιά και θαυμάζεις το μεγαλείο της.
Εκεί τελειώνουν τα λόγια και πλημμυρίζεις όμορφα συναισθήματα. Εκεί η μηχανή του χρόνου σαν ανεμοστρόβιλος παίρνει το μυαλό σου και το γυρίζει πολύ πίσω, τότε στις 6 Ιανουαρίου του 1449.
Αυτή την ημέρα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στο κάστρο του Μυστρά γίνεται η στέψη του τελευταίου Αυτοκράτορα της πόλεως, του Κωνσταντίνου ΙΑ Δραγάση. Αυτός έμελλε να είναι ο Αυτοκράτορας που θα σήκωνε όλη την ευθύνη και το βάρος των περιστάσεων μιας ήδη κατακρεουργημένης Κωνσταντινούπολης, από τους Φράγκους κατά την πρώτη Άλωση του 1204.
Μετά τα ολέθρια αποτελέσματα λοιπόν της 4ης Σταυροφορίας ο προκάτοχος του Κωνσταντίνου, Ιωάννης Παλαιολόγος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει κάποια ουσιαστική βοήθεια από την Δύση, με βάση την ένωση των εκκλησιών, δημιούργησε μεγάλο διχασμό στο λαό και οι άγριες διαμάχες αποδυνάμωσαν το φρόνημα και την αγωνιστική του ετοιμότητα, παραμελώντας την συντήρηση των τειχών. Αυτά τα απομεινάρια μιας άλλοτε κραταιής Αυτοκρατορίας θα παραλάμβανε ο Παλαιολόγος γνωρίζοντας πόσο δύσκολο έως αδύνατο ήταν να ξαναζωντανέψει τη Βασιλεύουσα και να σωθεί η Αυτοκρατορία.
Όμως, ο Παλαιολόγος είχε αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα, πίστη και συναίσθηση του χρέους του προς την Πατρίδα και αποφάσισε να εκτελέσει το θέλημα του Θεού, όποιο και εάν ήταν αυτό. Θέλημα που οδήγησε στη Δευτέρα 28 Μαΐου 1453.
Μέσα στην κατάμεστη Αγιά Σοφία ο Κωνσταντίνος περιμένει καρτερικά να αφουγκραστούν οι συμμαχητές του την δική του ακλόνητη απόφαση για τον υπέρ πάντων αγώνα. Προσεύχεται στη Μεγαλόχαρη Παναγιά, την Υπέρμαχο Στρατηγό για συναπόφαση “Αποθάνωμεν υπέρ Χριστού Πίστεως και της Πατρίδος ημών”.
Και αφού η απόφαση επάρθη και αγαλλιάζει η καρδιά του, με αγέρωχο ύφος αγκαλιάζει έναν-έναν τους στρατιώτες του, ζητώντας ταυτόχρονα συγγνώμη και μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων. Είναι έτοιμος πλέον απέναντι Θεού και ανθρώπων για την τελειωτική μάχη.
Τρίτη 29 Μαΐου 1453, η αποφράδα ημέρα…
Οι υπερασπιστές της Πόλεως είναι 9.000 Έλληνες Βυζαντινοί και μερικοί ξένοι μισθοφόροι, με 26 πλοία, ενώ οι άπιστοι απαριθμούν 258.000 με 400 πλοία. Η μάχη είναι άνιση και η πολύμηνη τιτανομαχία μιας πολιορκίας λαμβάνει τέλος. Ο Κωνσταντίνος μάχεται γενναία, άλλοτε φροντίζοντας τους λαβωμένους συντρόφους του, άλλοτε επιβλέποντας την επιδιόρθωση των τειχών και άλλοτε κοιτώντας προς την θάλασσα, προσμένοντας την βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο Πάπας. Το τέλος πλησιάζει, αλλά ο Κωνσταντίνος μένει αγέρωχος και αναφωνεί προς τους συντρόφους του: «Εάν η Πόλις μου απωλεσθεί, θα απωλεσθώ μαζί της».
Λίγες ώρες αργότερα, πριν την τελική επίθεση, όταν ο πολιορκητής Μεχμέτ του μηνύει να παραδώσει την Πόλη, με αντάλλαγμα να φύγει ελεύθερος με όλα του τα υπάρχοντα και να γίνει αφέντης του Μοριά, εκείνος ως μεγάλος Έλληνας σηκώνει το ανάστημά του, ανάστημα ιερό και θεϊκό και λέει: “το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουκ εμόν εστίν ούτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”.
Η κερκόπορτα ανοίγει. Η άμυνα καταρρέει και ο εχθρός ξεχύνεται ως πεινασμένο θηρίο και αρχίζει να καταστρέφει και να λεηλατεί. Ορμάει σε παλάτια και αρχοντικά, σε μοναστήρια και εκκλησιές. Σφαγιάζει και κακοποιεί άνδρες και γυναικόπαιδα. Αποκαθηλώνει κάθε σύμβολο της Χριστιανικής πίστεως μέχρι και τον Σταυρό που επί χίλια χρόνια δέσποζε στο ψηλότερο σημείο του κάστρου. Ο θόρυβος της πτώσης του Σταυρού αντηχεί παντού και κάνει όλη τη Δύση να ριγήσει. Μια Δύση που ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στην υποσχεθείσα βοήθεια προς την Βασιλεύουσα.
Η κερκόπορτα άνοιξε και έκρινε την τύχη του κόσμου και την Ιστορία της Βασιλεύουσας.
Η Πόλη κατακτήθηκε δεν παραδόθηκε ποτέ, δεν πρέπει να το ξεχνάμε…
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι ιστορικό γεγονός με κοσμοϊστορική σημασία. Είναι ίσως από τις δραματικότερες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι το τέλος μιας ιστορίας που οδήγησε την ανθρωπότητα, μέσα σε λίγες στιγμές από το φως στο σκοτάδι.
Αμέσως μετά την άλωση, ο σκλάβος δεν μπορεί να πιστέψει, ότι αυτός ο γίγαντας, ο πρωτοφανής στρατιώτης της ελευθερίας, σκοτώθηκε. Δεν σκοτώθηκε, αλλά υπάρχει, λέει, μαρμαρωμένος και μια μέρα θα αναστηθεί.
Έτσι, γεμάτος θαυμασμό για τον αγώνα και την θυσία του Μεγάλου Αυτοκράτορα και προσπαθώντας να αναπτερώσει τις ελπίδες του πολύπαθου Έθνους μας, ο λαός συνθέτει το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς.
Ένα τραγούδι που αποτελεί σύνθημα ψυχής, ένα τραγούδι που επέζησε σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο και τη Μ. Ασία και θεωρήθηκε βάση και ξεκίνημα πολλών απελευθερωτικών αγώνων και επαναστάσεων εναντίον του κατακτητή σ’ ολόκληρη αυτή την περιοχή. Αυτό το δημοτικό τραγούδι συγκινεί ακόμη και μέχρι σήμερα τις γενεές Ελλήνων.
«Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δύο καμπάνες, κάθε καμπάνα
και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα’ άγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον’ στείλτε λόγο στη φραγκιά, να ‘ρωτούνε τρία καράβια
το να πάρει το σταυρό και τα’ άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο, το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν.
Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες.
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολύ δακρύζεις,
Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».
Σημερινό δίδαγμα για εθνικό εγερτήριο…
Ποιος Έλληνας Πρωθυπουργός της Μεταπολιτεύσεως – τουλάχιστον – θυμήθηκε και ανάδειξε όπως θα έπρεπε αυτήν την ιστορική ημέρα, που άλλαξε την Παγκόσμια ιστορία;
Γιατί δεν την θυμούνται, αλλά και επιδιώκουν να την οδηγούν στην λήθη της γνώσης των νεότερων γενιών Ελλήνων;
Ποιος τους δίνει την εντολή αυτή; Και αν τους δίνεται τέτοια εντολή και την υλοποιούν, πόσο επικίνδυνοι για την Πατρίδα είναι;
Όταν η ημέρα αυτή, επί δεκαετίες γιορτάζεται από τους Τούρκους με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια;
Γι΄ αυτό η πολιτική μας πολιτική νομενκλατούρα δεν αντέδρασε στην ιστορική τουρκική ιεροσυλία, μετατροπής της Αγιά Σοφιάς σε Τζαμί;
Ξύπνα λοιπόν Έλληνα, φόρεσε τα καλά σου, η Ελλάδα σε περιμένει! Εσένα και τη γενιά σου, για να εμφυσήσεις την ανδρεία και το φρόνημα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά στους νεοέλληνες, για να σωθεί η φαμίλια μας. Γιατί η Ελλάδα δεν πρέπει να πεθάνει! Δεν πρέπει να πούμε: Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΑΛΩ, όταν μετά την προδοσία της Μακεδονίας μας ακολουθεί η προδοσία του Αιγαίου μας!
Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να συνεχίσουν το άθλιο κατάντημα του ξεπουλήματος του τόπου μας!