
Είναι πρόδηλον ότι η Δημοκρατία μας, πλήττεται εκ βάθρων και αμφισβητείται ευθέως εκ της επιβεβλημένης δικτατορίας των ευηθών προσώπων, οι οποίοι ασύδοτα, ασελγούν προς την λαική συνείδηση, αδιαφορώντας παντελώς δια τα ταυτοτητοποιητικά στοιχεία του έθνους αλλά και δια την συλλογικό θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων.
Η Ελλάδα καθίσταται ίσως η μοναδική χώρα, η οποία μολονότι η «Θρησκεία» δηλονότι η ζώσα ορθόδοξη παράδοσή μας ως ακτάλυτος άρρκητος αρμός της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας, καθίσταται Συνταγματικώς κατοχυρωμένη, παρά ταύτα, βάλλεται πανταχόθεν και ουδαμώς προστετεύται το δικαίωμα του θρησκεύειν των Ελλήνων Πολιτών, ή να τιμούν με ευλάβεια και απύθμενο σεβασμό τα όσια και τα ιερά του τόπου τους.
Συνεπεία, λοιπόν, της εγκαθιδρυμένης παγκοσμιοποιήσεως, αποδομείται, οιοδήποτε συστατικό στοιχείο της εθνικής μας υποστάσεως, μέρος της οποίας αναμφιρήστως αποτελεί, εξ ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους και η ζώσα Ορθόδοξη παράδοσή μας.
Ως εκ τούτου λοιπόν ο Χαρακτήρας του Συντάγματος μας καθίσταται ανυπερθέτως Χριστιανικά Ορθόδοξος, τούτο δε συνάγεται αιτιωδώς από το άρθρο 3, 14 παρ. 3, 16 παρ. 2, του Συντάγματος συν το γεγονός ότι αρχήθεν, όλα τα Συντάγματα ψηφίστηκαν εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδας όπως το Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822, του Άστρους το 1823, και της Τροιζήνας το 1827, επί Βαυαρών : 1832,1864,1911,1952, επί Δημοκρατίας : 1975,1986,2001,2008,2019, παρεκτός δύο Συνταγμάτων του ηγεμονικού εν έτει 1832 και του Δημοκρατικού εν έτει 1927.
Εις επίρρωσιν των ως άνω, η κεφαλίς του Συντάγματός μας, δηλονότι, η προμετωπίδα, κάνει μνεία περί του Τριαδικού Θεού, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί, εκ των ών ούκ άνευ, θεμελιώδη Συνταγματική μη αναθεωρητέα διάταξη, λόγω ότι ανήκει εις τον σκληρό πυρήνα, κατά το άρθρο 110 παρ. 1, λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος την οποία φέρει λόγω ότι έχει κανονιστική ισχύ ως οργανικό μέρος του συνόλου του Συντάγματος.
Παρά την περίοπτη αυτή Συνταγματική αυξημένης τυπικής ισχύος κατοχύρωση του Ορθόδοξου δόγματος και της ιστορικής συμβολής της εις τα επαναστατικά κινήματα της Τουρκοκρατίας καθώς και αλλαχού, η Πολιτεία, περιφρονεί ιταμώς το Ορθόδοξο φρόνημα του Ελληνικού λαού.
Η Πολιτεία, κατατείνει, ενόψει του αναπόδραστου, βάσει των διεθνών εξελίξων πολυπολιτισμού και του συνακολούθου, συνεκδοχικώς θρησκευτικού πλουραλισμού, να εξοβελίσει από την συλλογική μνήμη του Ελληνικού λαού, την Ορθόδοξη πίστη, δια των νομοθετικών της πράξεων, με αποτέλεσμα, σε μία σήμερα βαθμηδόν μετασχηματιζόμενη κοινωνία, εξαιτίας και συνεπεία της, τω όντι, αλματώδους και ράγδην, μετακινήσεως των οικονομικών μεταναστών φορέων, μίας πανσπερμίας θρησκευμάτων, _με προεξάρχον τον Μουσουλμανισμό, άνευ υπεισελεύσεως εις ουδένα αξιολογικό χαρακτηρισμό ή τυχόν κρίση, επί αυτού, απλώς καταδεικνύω το γεγενός_ καθίσταται αδηρίτως αναγκαίο να υπάρχει ένα, αρκούντος ικανοποιητικά και ανυπερθέτως, επαρκές νομικό οπλοστάσιο το οποίο να διασφαλίζει την ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη, εν τη πατρίδι μας, μεταξύ των ετερόκλητων υπαρχόντων θρησκευμάτων, αποσοβώντας, τοιοτοτρόπως, τυχόν σοβούσες, ζηλωτικές ή φονταμενταλιστικές τάσεις μεταξύ των πιστών, εκατέρωθν, λόγω αμοιβαίων προσβολών, ή ρητορικής μίσους με γνώμονα το θρήσκευμα.
Αντί αυτού, του διεθνώς παραδεδεγμένου γεγονότος, πολλώ δε μάλλον και εις την Ελλάδα, ζώμεν επί καθημερινής βάσεως, πάσης φύσεως πράξης βίας εξ αφορμής, αναίτιων επιθέσεων προς την πίστη ετερόκλητων θρησκευμάτων τα οποία τιτρώσκουν βάναυσα τον πυρήνα του συνταγματατικός κατοχυρμένου δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως αλλά και το δικαίωμα απροσκόπτου εκδηλώσεως και λατρείας.
Εις επίρρωσιν των ως άνω το άρθρο 13 παράγρφος 1 απαγορεύει οιαδήπτοε διάκριση κατά την απόλαυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ένεκεν και συνεπεία των θρησκευτικών πεποιθήσεων των πολιτών.
Ενόψει, δε της ως άνω διατάξεως προβλέπεται και το αξιόποινο των εκδηλώσεων ρητορικής μίσους από τον Νόμο 927/1979 και το άρθρο 184 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος, και της ρατσιστικής διακρίσεως κατ’ άρθρο 11 του Ν.4443/2016 καθώς και η καθίδρυση κατ’ άρθρο 82Α Π.Κ, εγκληματικών παραλλαγών των εγκλημάτων του Ειδικού Ποινικού Κώδικος καθώς και των Ειδικών Ποινικών Νόμων, όταν η επιλογή του θύματος λαμβάνει χώρα από τον δράστη εξαιτίας συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, στα οποία περιλαμβάνονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Η προστασία επομένως των θρησκευτικών συμβόλων, εν γένει, ως πολιτισμικά αγαθά, δια ένα έθνος, αλλά ειδικότερον, εις την Ελλάδα, η οποία, η Ορθόδοξη Εκκλησία, συνιστά μία, ξεχωριστή περίπτωση, λόγω της Κρατούσης θρησκείας του επίμαχου άρθρου 3 του Συντάγματος, δηλαδή, διαστέλλεται εν εσχέσει προς έτερες έννομες τάξεις, Ευρωπαικών Κρατών, οι οποίες καθίστανται «ουδετερόθρησκες» ακριβώς, αφενός λόγω της ιστορικής ιδιομορφίας και του ταυτοτητοποιητικου στοιχείου δια το Ελληνισμό της ζώσης Ορθοδόξου παραδόσεως και εξ ετέρου ότι λόγω ακριβώς αυτής της ιδιομορφίας και της ακατάλυτης ιστορικής σύνδεσης η Ορθοδοξίας έχει αποκρυσταλλωθείς εις όλα τα Συνταγματικά κείμενα, ήδη εξ ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους, μετά το πέρας του Εθνικοαπευλευθερωτικού αγώνος.
Εκ των ως άνω συνάγεται ότι η προστασία των συμβόλων εδράζεται :
α) εις το άρθρο 3 παράγροφς 1 ως κρατούσα θρησκεία, ως εκ τούτου τα θρησκευτικά σύμβολα της Ορθόδοξης παραδόσεώς μας, πέραν της Ελληνικής σημαίας, ως κρατικό σύμβολο, χρησιμοποιούνται και εις την δημόσια σφαίρα ως μακροχρόνια εθιμική πρακτική ενδεικνύοντας και την στενή ιστορική σχέση της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας. Β) Εις το άρθρο 5 παράγραφος 1, δοθέντος ότι τα θρησκευτικά σύμβολλα συνεισφέρει, δυνάμει ιστορική τεκμηρίων εις την συντήρηση και και εσαεί καλλιέργεια της συλλογικής εθνικής μας συνειδήσεως. Γ) εις το άρθρο 13 του Συντάγματος καθόσον τα θρησκευτικά σύμβολα συνιστούν έκφανση εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων των πιστών καθώς και μορφή εκδηλώσεως λατρείας δ) άρθρο 24 του Συντάγματος καθότι ανήκουν εις την ευρυτέρα κατηγορία πολιτισμικων θρησκευτικών αγαθών, μέλος της συλλογικής εθνικής ταυτότητας.
Περαιτέρω δε συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 2 περ. ε’ του Ν. 3028/2002 ως άυλα θρησκευτικά πολιτισμικά αγαθά νοούνται : εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, όπως μύθοι, έθιμα, προφορικές δόσεις, χοροί, δρώμενα, μουσική, τραγούδια, δεξιότητες, ή τεχνικές, που αποτελούν μαρτυρίες του παραδοσιακού, λαικού και λόγιου πολιτισμού» συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών αναπαραστάσεων και πρακτικών, που οι θρησκευτικές κοινότητες αναγνωρίζουν ότι αποτελούν μέρος της θρησκευτικής τους πολιτισμικής κληρονομιάς.
Παρά ταύτα, είδαμε, την σκανδαλώδη κατάργηση των καίριων διατάξεων δια του νέου ποινικού κώδικα, (Ν. 4619/2019), ήτοι του, προηγουμένως εν ισχύ, άρθρου 198 του Π.Κ- περί κακοβούλου βλασφημίας, του άρθρου 199 του Π.Κ -καθύβριση θρησκευμάτων και του άρθρου 201 –περιύβρισης νεκρών, όπως προβλέπονταν και τιμωρούνταν εις το κεφάλαιο 7 του Ποινικού κώδικα με τίτλο επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης, εις ειδικότερη έκφανση της προσβολής ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της διατάραξης της δημόσιας τάξης, σε βαθμό πλημμελήματος, με αποτέλεσμα σήμερον να αντιμετωπίζουμε έξαρση, οργανωμένων κακόβουλων και βλάσφημων επιθέσεων κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με βεβήλωση Ιερών Εικόνων συμβόλων, αισχρές ύβρεις και ούτω καθ’ εξής, διότι πλέον οι ως άνω ηθικώς αξιόμεμπτες και αξιοκατάκριτες πράξεις δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα.
Κατάπληξη και απορία δε προκαλεί, η αιτιολογική έκθεση της ως άνω καταργήσεως των επίμαχων διατάξεων, η οποία αναφέρει λιτά το εξής : «καταργούνται….αφού γίνεται γενικώς δεκτό ότι δεν προσβάλλουν κανένα υπαρκτό κοινωνικό μέγεθος και επομένως δεν συνιστούν αξιόποινες πράξεις»
Δηλαδή, ενώ απολαμβάνει ως είρηται ανωτέρω, περίοπτης Συνταγματικής προστασίας, η κρατούσα θρησκεία, ήτοι τη Ανατολική Ορθόδοξη του χριστού Εκκλησία, κατ’ άρθρο 3 του Συντάγματος, αλλά και το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, λατερείας, θρησκευτικής ευλάβειας έκφρασης του εκάστοτε υποκειμένου-φυσικού προσώπου, εις το άρθρο 13 του Συντάγματος, υπό το πρίσμα του θρησκευτικού πλουραλισμού, ως επιμέρους αυτόνομα έννομα αγαθά, τα οποία αναγορεύνται ως αξίες της κοινωνίας χρήζουσες άμεσης προστασίας, ούτως ώστε να επιτευχθεί, τοιουτοτρόπως, η ευταξία, ως μέσο δια την επίτευξη της ειρηνικής συνυπάρεξως των εννόμων αγαθών εις τον ίδιο κοινωνικό χώρο, υπό την έννοια δηλαδή της ακώλυτης και ήρεμης άσκησης του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας από όλα τα μέλη της κοινωνίας ή τον σεβασμό του θρησκευτικού αισθήματος των ετερόδοξων και εν γένει των δογμάτων και των προτύπων των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Ενταύθα ο νομικός πολιτισμός και δεδομένων των ιλιγγιωδών πολιτικών εξελίξων και της, τω όντι, απτής υπάρξεως πολλαπλών ετερόκλητων θρησκευμάτων, εν τη Ελλάδι, επιβάλλει την ειρηνική συνύπαρξη τους και τον αμοιβαίο σεβασμό, των παραδόσεων και της λατρείας του εκασταχού θρησκεύματος, ως εκ τούτου, η επαναθέσπιση των άρθρων 198 και 199 του Ποινικού Κώδικος, προκρίνται, φρονώ, ως αδιρήτως και επιτακτικώς αναγκαία, προς αποσόβηση της εκατέρωθεν επιθέσεις μεταξύ αλλήλων των φορέων των θρησκευμάτων και επάγομαι ακολούθως;
Συμφώνως με το άρθρο 198 του προισχύσαντος Π.Κ:
«Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα υβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το θεό. 2. Όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, εκδηλώνεται δημόσια με βλασφημία ελλείψη σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών»
Με το ως άνω άρθρο τιμωρούνταν δύο ποινικά αδικήματα, η κακόβουλη βλασφημία του Θεού και η εκδλήλωση με βλασφημία ελλείψεως σεβασμού προς ταθείας.
Είναι πρόδηλον ως «βλασφημία» νοείτο, οιαδήποτε ρηματική ή γεγραμμένη καθοιονδήποτε τρόπο (λ.χ με εικόνα, χειρονομία, συμβολική παράσταση κλπ) εκδήλωση της ελλείψεως του οφειλομένου βάσει των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων σεβασμού προς τα θεία, που ενέχει χλευασμό ή προσβλητικές, απρεπείς ή χυδαίες εκφράσεις και εκείνου που θεωρείται από αναγνωρισμένη θρησκεία ιερό.
Ως εκ τούτου, δυνάμει της αιτιολογικής εκθέσεωες του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικος, του 1933, δεν συνιστούσαν καθύβριση η «εν ευπρεπεία συζήτηση και υποστήριξη μη τιμητικών για την έννοια της θεότητας εκδοχών, η άρνηση της ύπαρξης του θεού, οι εκφράσεις που περιέχουν έλλειψη σεβασμού, καθώς και η αντικειμενική κριτική της έννοιας του Θεού.
Ωσαύτως, δεν συνιστούσαν καθύβριση χιουμοριστικά σχόλια ή επιστημονικές συζητήσεις περί της υπάρξεως ή μη του Θεού, εισέτι και εάν καταληγουν σε αρνητικό αποτέλεσμα.
Στοιχείο δε της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος ήτο αυτό της δημοσιότητος, αδιάφορα εάν η εκδήλωσις περιλήθε εις αντίληψη τρίτων προσώπων. Επιπλέον απαιτούνταν και κακοβουλία του εκάστου επιδόξου δράστου, ΄δηλονότι ούτος απέβλεπε εις την ύβρη και με την πράξη αυτή αναζητούσε την ικανοποιήσή του.
Άξιο δε μνείας ότι ως «θεός» εννούνταν όλες οι υπέρτατες οντότητες των μονοθειστικών θρησκειών, ιδίως δε, για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως Θεός νοούνται και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ήτοι Πατήρ, Θεός, Υιός/Χριστός και Άγιο Πνεύμα.
Νυν, ως προς το δεύτερο αδίκημα της αυτής ποινικής διατάξεως, επρόκειτο για την δημόσια εκδήλωση μιας ανεπιθύμητης από την έννομη τάξη, εσωτεριής διάθεσης που σχετίζετο, με τον σεβασμού που οφείλεται προς τα Θεία. Σεην έννοια δε του «Θείου» εμπίπτουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, οι άγιοι, τα Ιερά μυστήρια, τα Ιερά σύμβολα, οι εικόνες κλπ, καθώς και τα γεγονότα της ζωής του Χριστού και εν γένει ό,τι θεωρείται Ιερό από κάποια αναγνωρισμένη θρησκεία
Ως προς την υποκειμενική πλήρωση της υποστάσεως αρκούσε ενδεχόμενος δόλος, ενώ δεν απαιτείτο να συντρέχει το στοιχείο της κακοβουλίας.
Έτι περαιτέρω, συμφώνως προς το άρθρο 199 του Π,.Κ ίσχυαν τα εξής: «Όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποινδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη Θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών».
Με το ως άνω άρθρο ετιμωρείτο η καθύβριση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκλησίας ή ετέρας «γνωστής» κατά την συνταγματική έννοια, θρησκείας εν Ελλάδι.
Η καθύβριση ηδύνατα να αφορά σε δόγματα, έθιμα, πράξεις των Οικουμενικών Συνόδων, τα της Θείας λατρείας των πιστών, σύμβολα και σκέυη, τα σκηνώματα των Αγίων κλπ, της Εκκλησίας ή στα πρόσωπα που κατά τα θεσμικά πλαίσια του οικείου Θρησκευτικού δόγματος συγκροτούν μια ιδιαίτερη ομάδα, όπως κλήρος ή μοναχοί, δλαδή ως μία μορφή ομαδικής εξυβρίσεως.
Συνιστούσε προσέτι, δε, ως περιφρονητική εκδήλωση κατά της θρησκείας, που τελούσε άμεσα ή έμμεσα, με βάναυση ή χυδαία έκφραση, με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, δημόσια και κακόβουλα.
Εν κατακλείδι, η μοναδική λύση ουσιαστικής επιλύσεως του εν λόγω προβλήματος είναι η επάνοδος της ως άνω αιτιολογίας ως ορθής και λίαν επικαίρου προς την λυσιτελή αντιμετώπιση των μειζόνων ζητημάτων, των καιρών.

