Η πρόσφατη ολοκλήρωση των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, η οποία συστάθηκε προκειμένου να διερευνήσει την παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. πιστοποίησε το ατελέσφορο των εργασιών μιας ακόμη εξεταστικής επιτροπής.
Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε από τις εργασίες της, το διατυπωθέν πόρισμα ανήκει στην πλειοψηφία της επιτροπής.
Αντιθέτως, τα μέλη της επιτροπής που προέρχονταν από κόμματα της αντιπολίτευσης προτίμησαν να διατυπώσουν ξεχωριστά τη γνώμη τους.
Το αξιοπρόσεκτο στην επιτροπή αυτή είναι ότι θεωρήθηκαν απόρρητες όχι μόνο οι εργασίες της επιτροπής αλλά και το πόρισμα αυτής.
Η ανωτέρω απόφαση αναιρεί εκ των πραγμάτων τη νέα ρύθμιση του άρ. 68 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αν και συνολικά κοινοβουλευτική μειοψηφία, επιβάλλουν τη σύσταση δύο εξεταστικών επιτροπών ανά κοινοβουλευτική περίοδο.
Δια της ρύθμισης αυτής ενδυναμώνεται ο ελεγκτικός ρόλος της Βουλής, η οποία άλλωστε παραμένει το πολιτειακό όργανο μέσω του οποίου εκφράζεται η λαϊκή κυριαρχία.
Ωστόσο, η ουσιαστική διαμόρφωση του ενιαίου κέντρου εξουσίας, στο οποίο διαπλέκεται η πολιτική θέληση της Κυβέρνησης και αυτή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μέσα από τους κομματικούς διαύλους εξασθενεί, αν δεν αποδυναμώνει πλήρως, τη Βουλή.
Η Βουλή συχνά συμπράττει με διαδικαστικό – τελετουργικό τρόπο στη νομοθετική λειτουργία, καθώς συνήθως συζητά νομοσχέδια, δηλαδή την νομοθετική πρωτοβουλία των υπουργών και της κυβέρνησης.
Απομένει στις αρμοδιότητές της η εκλογή και η ανάδειξη ορισμένων κρατικών και πολιτειακών οργάνων, η εξαιρετική άσκηση δικαιοπολιτικής φύσεως αρμοδιοτήτων καθώς και ο έλεγχος των πράξεων και των παραλείψεων της κυβέρνησης.
Οι εξεταστικές επιτροπές συνιστώνται και λειτουργούν κυρίως ως μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου. Προ πολλού, όμως, η Βουλή έπαψε να είναι ο τόπος όπου οι αντιπρόσωποι υπό την επίδραση του ορθού λόγου ερμηνεύουν το γενικό συμφέρον.
Η εξέλιξη του αντιπροσωπευτικού συστήματος και του κοινοβουλευτισμού εν γένει επέβαλε την κυριαρχία των συμπαγών κομματικών ομάδων με κύριο χαρακτηριστικό την κομματική πειθαρχία.
Η σύσταση εξεταστικών επιτροπών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρ. 68) και στον Κανονισμό λειτουργίας της Βουλής (άρθρα 144-149) αποβλέπει στην πλήρη προετοιμασία αποφάσεων της Βουλής για ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη.
Η Ολομέλεια της Βουλής είναι ο φορέας της εξεταστικής αρμοδιότητας, η οποία όμως ασκείται δια των εξεταστικών επιτροπών.
Οι εν λόγω επιτροπές συνιστώνται σε ζητήματα για τα οποία τα συνήθη μέσα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου δεν επαρκούν για να διαφωτίσουν τη Βουλή, αλλά και την κοινή γνώμη. Στην ελεγκτική εξουσία των επιτροπών αυτών, εκτός των κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων εμπίπτει και ο έλεγχος της διοίκησης μέσω του αρμοδίου μέλους της Κυβέρνησης, το οποίο ασκεί έλεγχο ή εποπτεία επί συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Εν όψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η αρμοδιότητα των εξεταστικών επιτροπών δεν μπορεί να είναι ευρύτερη της αρμοδιότητας της Βουλής.
Η πλειοψηφία αποφασίζοντας να επιτρέψει την άρνηση ορισμένων μαρτύρων να καταθέσουν λόγω απορρήτου, εξουδετέρωσε την αποστολή της επιτροπής να αναδειχθούν όλα τα κρίσιμα για την εύρεση της αλήθειας στοιχεία. Η εν λόγω απόφαση της πλειοψηφίας πέραν της συσκότισης που επέβαλε πρέπει να εκληφθεί υπό δύο διαστάσεις.
Στην πρώτη από αυτές ανέδειξε την ανεπάρκεια του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τις εξεταστικές επιτροπές. Για την θεραπεία της ανεπάρκειας αυτής είναι αναγκαία η προσθήκη στον Κανονισμό της Βουλής ή ακόμη και η θέσπιση ειδικού νόμου ώστε να κατοχυρωθεί επαρκώς η δυνατότητα της εκάστοτε μειοψηφίας εντός της επιτροπής να επιβάλλει συγκεκριμένο αριθμό μαρτύρων και άλλων αποδεικτικών μέσων.
Η δεύτερη διάσταση του ζητήματος ανάγεται στην ανεπάρκεια της κομματικής δημοκρατίας να ανταπεξέλθει στα προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας.
Μολονότι, τα πολιτικά κόμματα κατοχυρώνονται στη συνταγματική και την έννομη τάξη μας έχουν αποσυνδεθεί από την κοινωνία, επιδιδόμενα σε ανούσιες μορφές ανταγωνισμού μεταξύ τους και παραλείποντας την ανάγκη της πολιτικής κοινωνίας για βαθειά κα ειλικρινή ενημέρωση.
Η λειτουργία των πολιτικών θεσμών δεν ικανοποιείται με «κομματοκρατική αντίληψη».
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης