Ένα από τα αγκάθια που αρνούμαστε να αποβάλλουμε στην Εξωτερική πολιτική μας είναι η αδυναμία μας να μετουσιώσουμε σε σοφία την ιστορική εμπειρία στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Και αρνούμαστε να αποβάλλουμε την αδυναμία αυτή γιατί πάσχουμε από πολιτική ”μυωπία”, που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τα ελληνοτουρκικά από λάθος βάση.
Από τη βάση η οποία εμπλέκει τα αισθήματα των λαών Ελλάδας-Τουρκίας με το δέον γενέσθαι για τα εθνικά μας συμφέροντα. Συνελόντι ειπείν, αρνούμαστε να καταλάβουμε — εν προκειμένω — ότι ο ευγνώμων απέναντί μας (για την αλληλεγγύη που επιδείξαμε στον φονικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου) τουρκικός λαός, δεν διαμορφώνει την Εξωτερική πολιτική της χώρας του.
Τον ρόλο του διαμορφωτή της Εξωτερικής τουρκικής πολιτικής τον παίζει κατά κύριο λόγο η άρχουσα τάξη των Αξιωματούχων της τουρκικής εξουσίας — κάτι αντίστοιχο των μετεμφυλιακών ελίτ της Ελλάδας, με τη διαφορά ότι οι τουρκικές είναι πότε κεμαλικές και πότε ισλαμο-οθωμανικές, όπως επί Ερντογάν — για παράδειγμα — κατά την τελευταία εικοσαετία της πολιτικής ηγεμονίας του στην Τουρκία.
Κατά δεύτερο λόγο, τον ρόλο του παρασκηνιακού διαμορφωτή της τουρκικής πολιτικής τον παίζουν οι ηγέτιδες ευρωατλαντικές χώρες του ΝΑΤΟ, οι οποίες — επί του παρόντος — διαμορφώνουν το γεωπολιτικό τους πλαίσιο με ανοχή απέναντι στη σύμμαχο της Ρωσίας Τουρκία.
Ανοχή με σκαμπανεβάσματα λόγω των διπλωματικών ελιγμών του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος πορεύεται ανέκαθεν βάσει της λογικής ”και με τον αστυφύλαξ και με το χωροφύλαξ”, προκειμένου να φέρει εις πέρας το όραμά του για τη ”Γαλάζια Πατρίδα”.
Όραμα που η τουρκική άρχουσα τάξη χτίζει από την επομένη της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), για να ακολουθήσει στη συνέχεια η σταδιακή τροφοδότησή του στα χρόνια του ”ψυχρού πολέμου” μεταπολεμικά, να τρίξει τα δόντια του ως δόγμα Mavi Vatan της μετεξελιγμένης σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη εισβολέως Τουρκίας (Κύπρος 1974) και να ενεργοποιηθεί δυναμικά στα Ίμια.
Να ενεργοποιηθεί τον Ιανουάριο του ’96 στα Ίμια (πρώτη απώλεια τμήματος ελληνικής κυριαρχίας από τον Β’ ΠΠ), όπου — υπό την απειλή του πολέμου (το casus belli τέθηκε σε εφαρμογή από το 1995 με απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης) και την έμμεση συγκατάνευση των Αμερικανών — τέθηκαν οι βάσεις για ”γκριζοποίηση” του Αιγαίου.
Με άλλα λόγια εγκαθιδρύθηκε ”καθεστώς γκρίζας ζώνης” στο Αιγαίο από την Τουρκία, η οποία τροχοδρομεί έκτοτε στις ράγες του αναθεωρητισμού με πολλά μποφόρ στα πανιά της. Πολλά μποφόρ θράσους και αυτοπεποίθησης απ’ τη στιγμή που ”πήρε ο αέρας” την ελληνική σημαία στα Ίμια για να υψωθεί στη θέση της η τουρκική ημισέληνος υπό το έμφοβο βλέμμα των Πάγκαλου-Σημίτη…
Φευ!.. Η Τουρκία έψαχνε πάντα αφορμή για να κάνει το βήμα μπροστά στην επεκτατική πολιτική της. Και εμείς της το δώσαμε γενναιόδωρα τότε, με αποτέλεσμα να εγείρει θέμα κυριαρχίας ελληνικών νησιών και βραχονησίδων του Αιγαίου, ενώ επέκτεινε την ίδια χρονιά την προκλητικότητά της και στην Κύπρο με τα γνωστά τραγικά επακόλουθα (δολοφονίες Τάσου Ισαάκ–Σολωμού Σολωμού, Αύγουστος 1996).
Απέναντι στα δεδομένα αυτά, η στάση της Ελλάδας παρέμενε ίδια στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τώρα. Στάση κατευναστική, πειθήνια στα σχέδια των ”Μεγάλων” όσον αφορά το Κυπριακό και συμμορφούμενη στις υποδείξεις των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να κάνει η χώρα μας πάντα τα αναγκαία βήματα υποχώρησης για να καταλαγιάσει η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Τουρκία ωστόσο δεν φαίνεται να το εκτιμάει αυτό (ή το εκτιμάει μόνο στα λόγια), γιατί — όχι μόνο δεν υποχωρεί στις θέσεις και τα σχέδιά της για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο — αλλά κοιτάζει πώς θα εκμεταλλευτεί τη διάθεσή μας για αλληλεγγύη (βλ. ”διπλωματία των σεισμών”), όπως αυτή εκδηλώθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο με αφορμή τον μεγασεισμό των 7,8 ρίχτερ στο έδαφός της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι ένα μήνα μετά τον σεισμό και με εμάς αλληλέγγυους, καλοπροαίρετους και συμφιλιωτικούς, η εφημερίδα Sozcu κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο αμφισβήτησης νησιών μας (”20 νησιά στο Αιγαίο είναι υπό ελληνική κατοχή”).
Δεν είναι τυχαίο ότι — την ίδια περίοδο (Μάρτιο 2023) — ο υποψήφιος πρόεδρος της τουρκικής αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου (ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος CHP) προέτρεπε τον Ταγίπ Ερντογάν ”Αν έχεις ψυχή για όσα λες για τα νησιά, να το κάνεις όπως το έκανε ο Ετζεβίτ στην Κύπρο”, ενώ ο Τούρκος Πρόεδρος — σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο NTV — παρουσίαζε ως σημαντικό επίτευγμα τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί…
”Κι εμείς εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στη ”διπλωματία των σεισμών. Πάλι καλά που εξοπλιστήκαμε μετά από 15 χρόνια…”, σας ακούω να λέτε ανήσυχοι.
Και έχετε δίκιο σε αμφότερα. Προτάξαμε το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς για τους σεισμόπληκτους Τούρκους, όπως κάναμε και το 1999 στον μεγάλο σεισμό του Ιζμίτ επί Αχμέτ Νταβούτογλου, για να εισπράξουμε στη συνέχεια την αμφισβήτηση των προθέσεών μας (βλ. επίθεση του ”πατέρα” της ”Γαλάζιας Πατρίδας στην ΕΜΑΚ, 9/2/2023)…
Η τουρκική αχαριστία είναι γνωστή. Γι’ αυτό δεν πρέπει στιγμή να αναστείλουμε την αποφασιστικότητά μας να θωρακίσουμε με τον καλύτερο τρόπο εξοπλιστικά την πατρίδα μας, γιατί ενίοτε ο πόθος των ηγεσιών μας για μακροημέρευση της ειρήνης βάζει σε διακινδύνευση τα εθνικά μας συμφέροντα. Κι αυτή η διαπίστωση κάθε άλλο παρά κινδυνολογική είναι, δεδομένης της διακυβερνητικής απραξίας ή αβελτηρίας (ανεπάρκειας) που ταλανίζουν περιοδικά στην Εξωτερική πολιτική μας.
Αρκεί να θυμηθούμε — στην περίπτωση του Κυπριακού — ότι, με εξαίρεση την εξαετία 1994-2000 — παραμένει ανενεργό ακόμα το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) που σχεδιάστηκε το 1993 (Ανδρέας Παπανδρέου-Γεράσιμος Αρσένης), για να καλύπτει στρατιωτικά Θράκη-Αιγαίο-Κρήτη-Κύπρο διασφαλίζοντας την ασφάλεια και στην εκπρόσωπο του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο σε περίπτωση νέα τουρκικής επιχείρησης τύπου ”Αττίλα”.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι η Ελλάδα δέχθηκε αψήφιστα την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα η πρώτη να διατηρεί τις ελπίδες της για συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Ε.Ε άσχετα με την επιθετική συμπεριφορά της στην Μεγαλόνησο.
Αρκεί να παραδεχτούμε ότι όλα συγκλίνουν στη διαπίστωση πως Ελλάδα και Κύπρος αδυνατούν να εκπονήσουν σχέδιο λύσης για το Κυπριακό στη θέση αυτού που προτείνει ο ΟΗΕ (με σύμφωνη γνώμη ΗΠΑ-Βρετανίας), μολονότι γνωρίζουν ότι η λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (που έχει άρωμα του αλήστου μνήμης Σχεδίου Ανάν) δεν είναι εθνικά συμφέρουσα και στηρίζεται σε παλιό βρετανικό σχέδιο του ’57-58, το οποίο είχε υιοθετήσει και προτείνει άλλοτε η Τουρκία.
Αρκεί να θυμηθούμε, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, ότι η συμφωνία των Πρεσπών (που υπογράφηκε απ’ τον Αλέξη Τσίπρα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το ’18) είναι απόδειξη της πειθήνιας στάσης της Ελλάδας έναντι δύο ΝΑΤΟϊκών συμμάχων της (ΗΠΑ-Γερμανίας) οι οποίοι την πίεζαν να το κάνει για τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι αφήσαμε εκτός ελληνικής επήρειας (με την ημιτελή ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία που υπογράψαμε το ’20) τον ”γας ομφαλό” των ενεργειακών κοιτασμάτων μας στο Αιγαίο (Καστελόριζο), καθώς και όλη τη θαλάσσια ζώνη μεταξύ 28ου-32ου Μεσημβρινού προς άγραν της τουρκικής βουλιμίας.
”Και τώρα τι κάνουμε;”, σας ακούω να ρωτάτε προβληματισμένοι.
Τώρα συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε ήρεμο κλίμα με την Άγκυρα (βάσει του πλαισίου φιλίας και αλληλεγγύης που διαμορφώθηκε μετά τον σεισμό) επαναλαμβάνοντας αυτιστικά την πίστη μας στο Διεθνές Δίκαιο και τη συμμαχία μας με τις ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή, εντωμεταξύ, το ”Τουρκο-Αιγαίο” (σ.σ: ο όρος ”Turkaegean” κατοχυρώθηκε, λόγω δικής μας κυβερνητικής αβελτηρίας, τον Μάιο του ’22 απ’ την Επιτροπή Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης [EUIPO]) περνάει το μήνυμα της ακραίας αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και η Τουρκία ονειρεύεται τη συνεκμετάλλευση–συγκυριαρχία με την Ελλάδα υπό την μόνιμη επωδό ”βρείτε τα” από ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση.