Η έξοδος της Ευρώπης από τους “σκοτεινούς χρόνους” ορίζεται στη βάση ιδιόμορφης διαπλοκής του χρόνου με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος. Έτσι οι περιοχές της Δυτικής Ευρώπης (ως πρώϊμα κράτη) εκκινούν την έξοδό τους την ίδια περίπου περίοδο που η Ανατολική Ευρώπη εισέρχεται στη δική της σκοτεινή περίοδο.
Το έτος 1453 συμβολίζει την ανωτέρω διάσταση καθώς ο εκατονταετής πόλεμος μεταξύ των θρόνων Αγγλίας και Γαλλίας τερματίζεται, αλώνεται όμως η Κωνσταντινούπολις.
Έκτοτε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης διεξήχθη αγώνας αφενός μεν προς εξουδετέρωση των μοναρχών, αφετέρου δε προς αντικατάσταση της αυθαίρετης από τη δίκαιη διακυβέρνηση, στοιχεία τα οποία εκτήθησαν με τη σύμπραξη των αντιπροσωπευτικών σωμάτων στη θέσπιση των νόμων. Η θεσμοθέτηση της βουλευτικής ασυλίας, η αποδοχή του δικαιώματος αντίστασης έναντι του αδικοπρακτούντος ηγεμόνα, καθώς και η τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου, ως αμοιβαίας υποχρέωσης αρχόντων και αρχομένων, σηματοδότησαν την απαρχή της σύγχρονης συνταγματικά οργανωμένης πολιτείας και της ελεύθερης κοινωνίας.
-Η αρχική κατοχύρωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος στον καταστατικό χάρτη της Συνταγματικής Μοναρχίας συμπληρώθηκε ακολούθως με την καθολικότητα της ψήφου. Δι’ αυτής οι πολίτες συμπράττουν – έστω μερικώς- στον σχηματισμό της πολιτειακής θέλησης, ψηφίζοντας κατ’ αρχάς υποψηφίους βουλευτές ενταγμένους σε πολιτικά κόμματα.
Συγχρόνως η προτίμηση υπέρ υποψηφίου συνιστά αποδοχή αφενός του πολιτικού προγράμματος και, αφετέρου αποδοχή και συνεπώς νομιμοποίηση του επικεφαλής του κομματικού σχηματισμού ως (εν δυνάμει) Πρωθυπουργού.
Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των υποψηφίων βουλευτών και των εκλογέων είναι αμφίδρομη, αν και τελεί πάντοτε υπό την επιφύλαξη της κυβερνητικής επαλήθευσης των προεκλογικών εξαγγελιών.
Η προφύλαξη των εκλογέων από την μετεκλογική καταστρατήγηση των υποσχεθέντων διασφαλίζεται διττά αν και ετεροχρονισμένα. Αν οι εκλογείς κρίνουν, ότι οι προεκλογικές “δεσμεύσεις” αθετήθηκαν, μεταβάλλουν την ψήφο τους και αποδοκιμάζουν τον ανακόλουθο στις επόμενες εκλογές. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, η δημοσιότητα των συνεδριάσεων της Βουλής, ως σώματος των αντιπροσώπων του κυρίαρχου λαού, διασφαλίζει τις συνθήκες ενημέρωσης των πολιτών. Τοιουτοτρόπως η Βουλή ως προνομιακός χώρος ελέγχου των πράξεων και των παραλείψεων της Κυβέρνησης λειτουργεί διασφαλιστικά.
Η διαδικασία αυτή έχει τυποποιηθεί συνταγματικά ως κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο οποίος διαχρονικά καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Βουλής.
Οι βουλευτές, ανεξαρτήτως της κοινοβουλευτικής ομάδας που ανήκουν, μπορούν να ζητήσουν ενημέρωση αλλά και να ελέγξουν τις κυβερνητικές προθέσεις και τα πεπραγμένα. Η δυνητική κατάληξη και συνάμα ο απώτερος σκοπός του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι η υποβολή και η υπερψήφιση πρότασης δυσπιστίας σε βάρος υπουργού ή της Κυβέρνησης συνολικά, ώστε ο καθ’ού η υπερψηφισθείσα πρόταση να εξαναγκαστεί σε παραίτηση.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί βασικό στοιχείο του κοινοβουλευτικού συστήματος, στο οποίο η Κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής.
-Το κύριο χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι η πολιτική ευθύνη των υπουργών έναντι της Βουλής. H πολιτική ευθύνη των υπουργών εμφανίζεται στη mater parlamentorum, την Αγγλία στις αρχές του 18ου αιώνα ως σύμπτωμα του κοινοβουλευτικού συστήματος και της σταδιακής απεξάρτησης της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη του μονάρχη.
Για την πληρέστερη παρουσίαση του θέματος αξίζει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, ότι η Κυβέρνηση ως πολιτειακό όργανο επίσης είναι προϊόν μακράς διαδρομής που εκκινεί παλαιόθεν αλλά αποκτά τα πρώτα μορφολογικά χαρακτηριστικά της τον 13ο αιώνα στην Αγγλία, ως συμβούλιο έμπιστων του μονάρχη.
Οι σύμβουλοι, ο αριθμός των οποίων δεν είναι σταθερός, είναι υπηρέτες και θεράποντες των επιθυμιών και αποφάσεων του μονάρχη. Άλλωστε στα ελληνικά ο όρος υπουργός ( υπό το έργον) αποδίδει ακριβώς αυτή την αρχική εννοιολογική διάσταση.
Η σταδιακή διαμόρφωση του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Αγγλία επέτρεψε αρχικά το 1376 την εμφάνιση Impeachment, θεσμού που σημαίνει τη διαδικασία κατηγορίας σε βάρος ενός ή περισσότερων συμβούλων του μονάρχη, η οποία εγείρεται στη Βουλή των Κοινοτήτων και εκδικάζεται στη Βουλή των Λόρδων. Ήδη από τον 17ο αιώνα η εν λόγω ποινική δίωξη αποκτά μεικτά χαρακτηριστικά, ώστε να εγείρεται όχι μόνο λόγω ποινικού αδικήματος των υπουργών αλλά και για την πολιτική που εφάρμοσαν.
Έτσι το Impeachment σημαίνει ότι δίωξη διενεργείται όχι μόνο λόγω παραβίασης νόμου αλλά και για να ελεγχθεί η εντιμότητα και κυρίως η ωφελιμότητα των πράξεων του μονάρχη ή των πράξεων των συμβούλων. Με τον ανωτέρω θεσμό η Βουλή των Κοινοτήτων αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για τη διατήρηση ή τον εξαναγκασμό σε παραίτηση των υπουργών.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα διαπλάθεται η πρακτική της παραίτησης του υπουργού, πριν να κινηθεί η διαδικασία της δίωξης, αποδεχόμενος έτσι την πολιτική ευθύνη για να αποφύγει το μείζον της καταδίκης λόγω ποινικής ευθύνης. Με τον διαχωρισμό αυτό διαμορφώνεται ουσιαστικά το κοινοβουλευτικό σύστημα, ως εξάρτηση των υπουργών ατομικά και της Κυβέρνησης συλλογικά από τη λαϊκή αντιπροσωπεία.
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Kαθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης