Προσπαθώντας να ”εκμεταλλευτώ” την ελευθερία λόγου και έκφρασης (που πηγάζει απ’ την ελευθερία της σκέψης, της ελεύθερης συνείδησης και των ιδεών σε καθεστώς δημοκρατίας), κατέφευγα συχνά — στα πρώτα χρόνια της εκπαιδευτικής μου πορείας — στη χρήση ρητορικών ερωτήσεων μέσω των οποίων αποκτούσε ξεχωριστό ενδιαφέρον η παράδοση στην τάξη.
Αυτό το πολύτιμο εργαλείο διδασκαλίας, που μας άφησε κληρονομιά ο θείος Σωκράτης, άρχισα να το χρησιμοποιώ, συν τω χρόνω, και εκτός των αιθουσών διδασκαλίας. Στο σπίτι (με αθέατο ”συνομιλητή” τον εαυτό μου), στο σχολείο (ως μέσο επικοινωνίας με συναδέλφους μου) και έξω, στην κοινωνία, ως ιδανικό πέρασμα από μια κοινωνική σε μια πολιτική συζήτηση, για να επιβεβαιωθεί ο λόγος του Αριστοτέλη ”Ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό και πολιτικό ον”…
Έτσι από εργαλείο διδασκαλίας που μάθαινε στους μαθητές να σκέφτονται, να αναλύουν, να προβληματίζονται, να κριτικάρουν και να ελέγχουν αυτά που ακούνε πριν τα υιοθετήσουν, οι ρητορικές ερωτήσεις έγιναν ιδανικό πέρασμα από μια κοινωνική σε μια πολιτική συζήτηση δεδομένου ότι μπορούν να προσδώσουν δραματικότητα στον πολιτικό διάλογο, ιδεολογική φόρτιση και υφολογική ποικιλία.
Μέσω αυτών (των ρητορικών ερωτήσεων που γίνονται εφαλτήριο για σκεπτικισμό και προβληματισμό) συνειδητοποιήσαμε ήδη, στα 49 χρόνια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το πόσο σημαντικό είναι να μην ταυτίζουμε το πολιτικό με το κομματικό συμφέρον και το κομματικό με το εθνικό.
Μάθαμε πόσο σημαντικό είναι να κινούμαστε στο ”εμείς”, για να προοδεύουμε ως άτομα και ως κοινωνία. Να έχουμε στόχο το κοινό αγαθό και το εθνικό συμφέρον, πέρα και πάνω από τα συμφέροντα των κομμάτων μας.
Μάθαμε να ρωτάμε με ειλικρίνεια τον εαυτό μας για το πότε ένα κόμμα αξίζει να αποκαλείται μεγάλο (με την έννοια του σπουδαίου) ανεξάρτητα από τον αριθμό των ψηφοφόρων του. Και να απαντάμε με την ίδια ειλικρίνεια ότι αυτό το καθορίζει ο ηγέτης του, γιατί μόνο ο χαρισματικός ηγέτης κάνει ένα κόμμα μεγάλο και όχι οι πολυπληθείς οπαδοί του (βλ. ΔΗΚΟ της Κύπρου επί ηγεσίας Τάσσου Παπαδόπουλου κλπ).
Οπαδοί οι οποίοι συχνά σπεύδουν να ενισχύσουν τα μεγάλα κόμματα όχι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για συμφεροντολογικούς, ακόμα και σε ”περιόδους ισχνών αγελάδων” όπως η μνημονιακή και μεταμνημονιακή περίοδος, μολονότι η τελευταία μάς ξεγελάει ακόμα για τις οικονομικές δυνατότητες της Ελλάδας κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως αφήσαμε πίσω οριστικά την επώδυνη περίοδο της οκταετούς κρίσης (2009-2018).
Μας ξεγελάει γιατί, παρά τα όσα πιστεύουμε (με βάση τις μεγαλοστομίες των πολιτικών μας ταγών), οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες. Το υπερδανεισμένο κράτος μας (που συνεχίζει να κουβαλά το δυσβάσταχτο άχθος των μνημονίων και της υποθήκης του δημοσίου για 99 χρόνια) χωλαίνει ακόμα, επιφορτισμένο κι απ’ την επιτακτική ανάγκη για εκσυγχρονισμό της εξοπλιστικής μας ισχύος απέναντι στην επιθετική και διεκδικητική Τουρκία.
Ακούω να ρωτάτε κάποιοι, σε υπαινικτικό τόνο, αν ένας χαρισματικός ηγέτης θα μπορούσε να τα αλλάξει όλα αυτά και να μεταμορφώσει την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας μετατρέποντας την φτώχεια της ελληνικής κοινωνίας σε ευπορία και ευμάρεια, όπως έκανε ο Ανδρέας το ’81…
Θα σας έλεγα ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και η χλιδάτη ”εποχή των παχιών αγελάδων”, που νοσταλγείτε κάποιοι, είναι παράδειγμα προς αποφυγή κι όχι προς μίμηση, γιατί έκανε κακό στην πατρίδα μας σε επίπεδο οικονομικό και ηθικό.
Της έκανε κακό, γιατί ήταν η απαρχή του εθισμού της ελληνικής κοινωνίας στον εύκολο πλουτισμό με εφαλτήριο της διαφθορά και στην ευζωία με δανεικά, η οποία μας οδήγησε στην ημιχρεοκοπία, το ΔΝΤ και τα μνημόνια (23/4/2010, Καστελόριζο, Γιώργος Παπανδρέου).
Συνεχίζετε να εμμένετε ερωτηματικά στην χαρισματικότητα και την ηγετική φυσιογνωμία του εκλιπόντος πρωθυπουργού, ο οποίος υπερέβαινε παρασάγγας των χθεσινών και των σημερινών ηγετών μας. Θα συμφωνήσω μαζί σας στο ότι δεν τίθεται θέμα σύγκρισης σε καμιά περίπτωση, όσο και αν προσπαθούν μερικοί να μιμηθούν ως και το ηχόχρωμα της φωνής του σε πολιτικό επίπεδο.
Από εκεί κι ύστερα, όμως, το ότι έχει τη δυνατότητα ένας πολιτικός να μεταμορφώνει ένα μικρό κόμμα (μέσα σε ελάχιστα χρόνια) σε μεγάλο κόμμα εξουσίας, αυτό δεν τον αναγορεύει αυτόματα σε ”χαρισματικό” ηγέτη επί της ουσίας, αλλά σε κάποιον που ασκεί γοητεία και έχει επιρροή στον λαό. Έχει το χάρισμα της επικοινωνίας ή της μη αυθεντικής λαϊκότητας, δηλαδή του λαϊκισμού.
Του λαϊκισμού τον οποίο εντάσσει χωρίς δισταγμό στο πολιτικό του παιχνίδι ο χαρισματικός (επικοινωνιακά) πολιτικός, για να μην πω ότι τον προσαρμόζει στη στρατηγική του με στόχο την αυτοπροβολή του ως ”παιδί του λαού” που νοιάζεται για το παρόν και το μέλλον του τόπου….
Γίνεται αντιληπτό, ως εκ τούτου, ότι ο λαϊκισμός απέχει παρασάγγας από την λαϊκότητα, γιατί ο μεν πρώτος αποτελεί ψευδή φιλολαϊκή ιδεολογία (κατ’ επίφαση λαϊκότητα, που κρύβει έντονο πατερναλισμό, δηλαδή ποδηγέτηση του λαού μέσω της μαζοποίησής του), ενώ η δεύτερη (η λαϊκότητα) οραματίζεται τη δικαίωση και την ανύψωσή του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας του.
Με δεδομένα αυτά, είναι λάθος να μιλάμε για ”χαρισματικούς” ηγέτες στον χώρο του λαϊκισμού όσο κι αν γοητεύει ο λόγος τους. Είναι λάθος, επίσης, να μιλάμε για ”χαρισματικούς” ηγέτες στο χώρο του φιλελευθερισμού-ελιτισμού, όπου έχει παρεισφρήσει ο λαϊκισμός τα τελευταία χρόνια (”φιλελεύθερος λαϊκισμός”) για ψηφοθηρικούς λόγους.
”Ο χαρισματικός ηγέτης συμπορεύεται με την κοινή γνώμη όχι σαν τελευταίος τροχός της αμάξης (ως ακόλουθος των επιθυμιών της), αλλά σαν αμαξάς που κρατάει σφιχτά τα ”χαλινάρια” οδηγώντας το έθνος εκεί που πρέπει”, έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
”Χαλινάρια” που αντιπροσωπεύουν την ικανότητα του ηγέτη να διασφαλίσει το παρόν και το μέλλον της χώρας του και, εν προκειμένω, της Ελλάδας.
”Χαλινάρια” που αντιπροσωπεύουν την αποφασιστικότητά του να μην συμβιβαστεί με τις δυνάμεις αντίδρασης οι οποίες πολεμούν κάθε προσπάθεια για πρόοδο και ποιοτική βελτίωση της ζωής των πολιτών της.
Να μη συμβιβαστεί και με την αδράνεια της… ”ευμενούς ουδετερότητας” υποκύπτοντας στο φόβο των εσωτερικών απειλών από τους υπέρμαχους της διαιώνισης των προνομίων και των ”κακώς κειμένων” στη χώρα μας ή των εξωτερικών απειλών, που παραπέμπουν (στην περίπτωσή μας) στο casus belli της Τουρκίας.
”Χαλινάρια” που απαιτούν, μ’ άλλα λόγια, από τον ηγέτη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να εμφανιστεί μεγαλύτερος από το βάρος που μπορεί να σηκώσει, ώστε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον λαό.
Να καθυποτάξει τις προσωπικές αδυναμίες του και ”να μετατρέψει τη δύναμή του σε πέλαγο και τη θέλησή του σε βράχο” (για να παραφράσω ένα στίχο του Σολωμού από τους ”Ελεύθερους Πολιορκημένους”), ώστε να αλλάξει τα αποκαρδιωτικά δεδομένα της ”μικρής” Ελλάδας, όπως συνήθιζαν να την αποκαλούν παλαιότεροι πολιτικοί.
Της Ψωροκώσταινας” Ελλάδας του χθες που μεταλλάχθηκε στα σύγχρονα χρόνια σε ”μινιμαλιστική” Ελλάδα… Μια Ελλάδα με σήμα κατατεθέν τη… ”large” απλοχεριά των πολιτικών της, οι οποίοι αποποιούνται ανέμελα εδαφικά της δικαιώματα και δικαιωματικές διεκδικήσεις της (βλ. επέκταση των ΕΧΥ στα 12νμ) προκειμένου να μην την χαρακτηρίσουν οι εντός και εκτός συνόρων ποικιλώνυμοι ”ελεγκτές” της ως χώρα ”μαξιμαλιστική” (βλ. Χρήστος Ροζάκης, Φεβρουάριος 2020).
Τι σύμπτωση, μα την αλήθεια!.. Η ”κατευναστική” πολιτική εκ μέρους μας είναι ό,τι χρειάζεται αυτήν τη στιγμή ο Ταγίπ Ερντογάν, για να επουλώσει τα πολιτικά του ”τραύματα” από τη βιβλική καταστροφή της Τουρκίας και να επανακάμψει ως αναδυόμενος Φοίνιξ από τις στάχτες του.
Κι αυτό είναι δείγμα… γενναιοδωρίας, εκ μέρους μας! Δείγμα γενναιοδωρίας και υπέρβασης των ”ταμπού” που αφορούν τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και βρίσκουν ευήκοα ώτα σε κάποιους δαχρονικά (βλ. δηλώσεις Ζουράρι (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ): ”Και να χάσουμε μερικά νησιά δεν πειράζει!..: Δεκέμβριος ’16 και Μπακογιάννη (ΝΔ): ”Ναι στο συνυποσχετικό με Τουρκία για Χάγη, αλλά μπορεί να χάσουμε την ΑΟΖ του Καστελόριζου”, Ιανουάριος ’20).
Είναι δείγμα ότι υπάρχουν Έλληνες πολιτικοί που πιστεύουν ότι ”πρέπει να ξεφύγουμε απ’ τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις του περασμένου αιώνα (βλ. πατριωτικές) — στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων — και να δούμε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή με άλλο μάτι”…
Και το ”άλλο μάτι” είναι η δική μας ετοιμότητα υποχώρησης ενόψει της προσφυγής μας στη Χάγη, όπου μπορεί μεν να έχουμε μερικές απώλειες, αλλά θα κατοχυρώσουμε τουλάχιστον τα δικαιώματα άλλων νησιών μας, της Ρόδου ή της Λέρου, όπως έλεγε η Ντόρα…
Έκτοτε, βέβαια, επαναλαμβάνουμε μονότονα (με επίταση την τελευταία διετία) ότι το βασικό πρόβλημα με την Τουρκία είναι η ΑΟΖ, η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, και (τελευταία) τα 12 μίλια.
Αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε κυβερνητικά, προφανώς — παρά τα όσα έχει ξεκαθαρίσει απειλητικά, προκλητικά, και επαναληπτικά ο Ταγίπ Ερντογάν (προ του φονικού σεισμού, φυσικά, της 6ης Φεβρουαρίου) — ότι ο βασικός στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι ένας και δεν έχει σχέση με τα δικά μας ζητούμενα:
Θέλει και επιδιώκει εμμονικά και διεκδικητικά — μέσω της αναθεωρητικής στρατηγικής αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε Θράκη – Αιγαίο και της κυπριακής στο όλον της Κυπριακής Δημοκρατίας — να γίνουν Ελλάδα και Κύπρος οι δορυφόροι της στην περιοχή, με την ίδια σε ρόλο Περιφερειακής δύναμης ισχύος της Ανατολικής Μεσογείου.
Μέχρι να το συνειδητοποιήσουν αυτό οι πολιτικοί μας και να χαράξουν στρατηγική ετοιμότητας και διορατικότητας για απόκρουση του τουρκικού αναθεωρητισμού ακόμα και τώρα που είναι ”ευάλωτη” η Τουρκία μετά το κακό που τη βρήκε, δεν μπορούμε να μιλάμε για ”χαρισματικούς” ηγέτες.
Πολύ περισσότερο για ηγέτες του έθνους μας. Κι αυτό γιατί οι ”χαρισματικοί” χαρακτηρίζονται από τόλμη, αποφασιστικότητα, διορατικότητα, εθνική ευαισθησία, όραμα να κάνουν μεγάλη, αυτοδύναμη και αυτάρκη οικονομικά και εξοπλιστικά την ”μικρή” Ελλάδα, χαρακτηριστικά δυσεύρετα – δυστυχώς – στον πολιτικό βίο της χώρας μας…