Η απασχολούσα την επικαιρότητα τροποποίηση του εκλογικού νόμου προκαλεί αυτονοήτως συζήτηση ως προς τη συμβατότητά της με το Σύνταγμα.
]Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 93 του ν. 4804/2021 τροποποίησε και συμπλήρωσε διατάξεις του εκλογικού νόμου ( άρθρο 32 π.δ. 26/2012) ορίζοντας τις προϋποθέσεις κατάρτισης των συνδυασμών υποψηφίων βουλευτών.
Έτσι απαιτείται: 1) νόμιμη ίδρυση του κόμματος, 2) ο Πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος να μην έχουν καταδικαστεί σε κάθειρξη για τα εγκλήματα που τυποποιούν τα έξι πρώτα κεφάλαια του δεύτερου βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν την ισόβια κάθειρξη καθώς και σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα.
]Η προταθείσα τροπολογία τροποποιεί και διευρύνει την απαγόρευση κατάρτισης προεκλογικών συνδυασμών και αν υπάρχει καταδίκη του “πραγματικού αρχηγού”, έννοια που ενδεχομένως να δημιουργήσει άλλου είδους περιπλοκές στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων και όχι μόνο.
Δεύτερον, η προταθείσα τροπολογία καθορίζει κριτήρια με τα οποία σταθμίζεται ο σεβασμός της δημοκρατικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 29 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος. Ο έλεγχος του σεβασμού της δημοκρατικής ρήτρας διενεργείται από το Α’ τμήμα του Αρείου Πάγου, και θα αφορά μεταξύ άλλων στην καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό των υποψηφίων βουλευτών.
Οι υποστηρικτές της ανωτέρω πρότασης υποστηρίζουν ότι η διαδικασία ελέγχου του σεβασμού της δημοκρατικής ρήτρας, ως προϋπόθεσης κατάρτισης των συνδυασμών κατά την προεκλογική περίοδο αποτελεί ενεργοποίησή της και όχι παραβίαση του Συντάγματος. Η άποψη αυτή είναι θεωρητικώς υποστηρίξιμη, δεδομένου ότι βασίζεται στη διατύπωση του Συντάγματος και δεν απαγορεύει αυτό καθ’ εαυτό το πολιτικό κόμμα αλλά απαγορεύει την κατάρτιση των εκλογικών συνδυασμών.
Υποστηρίζεται επίσης ότι η πρόταση είναι συμβατή με το Σύνταγμα διότι αποσκοπεί στην προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος αφενός και αφετέρου της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Σε αντίθεση μάλιστα προς τα ισχύοντα για τους συλλόγους και τα σωματεία, η προταθείσα προσθήκη στην εκλογική νομοθεσία δεν απαγορεύει την ίδρυση και λειτουργία πολιτικού κόμματος ούτε επίσης καθιερώνει διαδικασία διάλυσής του.
Το όλο ζήτημα άπτεται δύο διατάξεων του Συντάγματος, ήτοι του άρθρου 29 παρ. 1 και του άρθρου 51 παρ. 3, οι οποίες οριοθετούν το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας του νομοθέτη.
Η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 ορίζει ότι: “Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”.
Η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ’. β’ ορίζει ότι: “ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ευλόγως το συμπέρασμα ότι οι περιορισμοί που περιλαμβάνουν οι συνταγματικές διατάξεις είναι τα ακραία όρια του νομοθέτη, ο οποίος οφείλει να σεβαστεί το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης ως σημείο εκκίνησης του αποκλεισμού από την εκλογική διαδικασία.
Η ύπαρξη πολιτικού κόμματος με ακραίες θέσεις, οι οποίες διατυπώνονται ως έκφραση άποψης μόνο και δεν συνοδεύονται από πράξεις ή/και κάθε είδους ενέργειες που αποβλέπουν ή συντείνουν στην ανατροπή του πολιτεύματος και εν γένει της συνταγματικής τάξης, όπως αυτή εξειδικεύεται στις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος και στα θεμελιώδη δικαιώματα, είναι ανεκτή από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η μη ύπαρξη Συνταγματικού Δικαστηρίου και η απουσία διάταξης εντός του ισχύοντος συντάγματος ανάλογης αυτής του άρθρου 21 του Γερμανικού Συντάγματος θέτει σε δοκιμασία την προταθείσα τροποποίηση του εκλογικού νόμου. Η διάταξη αυτή προβλέπει μεταξύ άλλων ότι για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας αποφαίνεται το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ρύθμιση η οποία είναι απολύτως συνεπής προς τη δημοκρατική αρχή, η οποία αποτελεί θεμελιώδη και οργανωτική αρχή του Γερμανικού Συντάγματος επίσης.
Η ενδεχόμενη επέκταση της απαγόρευσης κομμάτων στη βάση παραβίασης του αντιρατσιστικού νόμου, όπως προτάθηκε, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα υπόσχεται να λύσει.
Έτσι θα μπορεί να αποκλειστεί από τις εκλογές κόμμα, η ηγεσία του οποίου όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των μελών και των εκλογέων του ουδεμία σχέση έχουν με αντιδημοκρατικές συμπεριφορές εκ μόνου του λόγου της πρωτόδικης καταδίκης μεμονωμένου υποψηφίου.
Αυτό όμως ανατροφοδοτεί τις αντιρρήσεις περί της συνταγματικότητας της ρύθμισης συνολικά, διότι αφενός εκκρεμεί το αμετάκλητο της απόφασης αφετέρου, διότι το πολιτικό κόμμα δεν είναι σε θέση και, ενίοτε δεν επιτρέπεται να γνωρίζει το σύνολο της δραστηριότητας των μελών του ή των εκλογέων του.
Εν κατακλείδι η πρωτόδικη απόφαση ως λόγος αποκλεισμού από τις εκλογές πολιτικού κόμματος δημιουργεί προβλήματα μεταξύ άλλων και στο τεκμήριο αθωότητας, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., ενώ δεν αποκλείεται να τεθούν ζητήματα σχετικά με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Εξάλλου, η νομοθεσία (πρέπει να) διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση όλων μέσω γενικών και αφηρημένων χαρακτηριστικών.
Είναι, νομίζω, ορθότερο η όλη συζήτηση να διεξαχθεί μελλοντικά σε Αναθεωρητική Βουλή, καθώς το όλο ζήτημα άπτεται της δημοκρατικής αρχής. Στην διαδικασία αυτή, συνηγορεί ότι η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή είχε ασχοληθεί σχετικά και είχε απορρίψει το ενδεχόμενο κατάργησης πολιτικού κόμματος.
Όπως είναι πρόδηλο, αρκέστηκε στην στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων με βάση αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου.
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.