Ήμασταν δεν ήμασταν δεκατριών χρόνων τότε. Παιδιά ανέμελα και απροβλημάτιστα από την άνευ ορίων υπερπροστασία των γονιών μας, σε βαθμό να ταυτίζουμε τον θάνατο με την πιο άγρια βροντή που έβαζε σε παύση τη ζωή του ανθρώπου.
Η πλάση βρισκόταν, για μας, σε δράση ακατάπαυστη. Γεννούσε, γονιμοποιούσε, δημιουργούσε αδιάκοπα. Και όταν πέθαινε φαινομενικά (Χειμώνας), ξαναγεννιόταν λίγους μήνες μετά (Άνοιξη). Άρα δεν πέθαινε ουσιαστικά. Μετουσίωνε αυτό που έλεγαν οι στίχοι ενός εμβατηρίου για την Ελλάδα: ”μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά”…
Τη φθορά της ζωής στο τέλος δεν την ”βλέπαμε”, γιατί αρνούμασταν να τρομοκρατηθούμε. Αντίθετα, μάθαμε να συμβολοποιούμε και να ”συλλαβίζουμε” τον άγνωστο κόσμο πότε με τα αστέρια που ανάπλαθαν το χρυσάφι τους τις νύχτες και έσβηναν την αυγή στον ουρανό και πότε με τη Σελήνη, που σκορπούσε το μελιχρό φως της απλόχερα απαλύνοντας το εκφοβιστικό μαύρο του σκοταδιού και του θανάτου.
Με τα ευφάνταστα αυτά δεδομένα, γιορτάζαμε τις Πρωτοχρονιές και ”θάβαμε” τις Μεγάλες Παρασκευές, γιατί αποκαθήλωναν την παντοδυναμία του Θεανθρώπου στον νου μας θυμίζοντάς μας ότι και Αυτός ακόμα — έστω και για τρεις μέρες — λύγισε από την παγωμένη πνοή του θανάτου.
Αργότερα, μεγαλώνοντας, συνειδητοποιήσαμε το νόημα της αιώνιας ζωής που σηματοδότησε η Ανάστασή Του. Συνειδητοποιήσαμε ότι ο Χριστός προσέφερε το σώμα Του (το άφησε να πεθάνει) για χάρη των ανθρώπων και με το πάθος Του κατάργησε τον θάνατο, αφού μπόρεσε να τον νικήσει (”θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος”, όπως λέει η αναστάσιμη προσευχή).
Ταυτόχρονα κατάργησε και τον διάβολο που εξουσίαζε το καθεστώς του θανάτου. Έτσι αναδείχθηκε κυρίαρχος της αιώνιας ζωής στέλνοντας μήνυμα στους ανθρώπους ότι κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του θα πραγματοποιηθεί ο λόγος:
”Πού η νίκη σου, θάνατε; Πού το κέντρο σου, Άδη;” (Επιστολή Αποστόλου Παύλου προς Εβραίους, ιγ’ 14).
Με την ανάσταση των τεθνεώτων, δηλαδή, θα ολοκληρωθεί η νίκη κατά του θανάτου, αφού το φθαρτό σώμα τους ”θα ενδυθεί την αφθαρσία” της αιωνιότητας, προς δόξα του νικητή της ζωής και του θανάτου!
Όλα αυτά, φυσικά, ήταν άγνωστα για μας στα χρόνια της παιδικής αθωότητας, όπως προείπα. Έτσι και το άκουσμα του θανάτου ακόμα προκαλούσε μεγάλη σύγχυση μέσα μας, γιατί ήταν μια επώδυνη αλλαγή από το φως στο σκοτάδι, στο φριχτό και τερατώδες τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένα τέλος που το βλέπαμε σαν μοιραία ”παράσταση” με πρωταγωνιστή τον εκάστοτε νεκρό. Αν ήταν φτωχός μάλιστα αυτός, η ”παράσταση” στο χωριό κέντριζε περισσότερο το δραματικό ενδιαφέρον μας, δεδομένου ότι οδηγούνταν στην τελευταία του κατοικία ξαπλωμένος σε άσπρο σεντόνι ελλείψει φερέτρου, όπου έπεφταν κατά ριπάς πάνω του τα ανθοπέταλα που του έριχναν οι χωρικοί.
Το ξόδι των άπορων και φτωχών το έχω ακόμα στα μάτια μου σαν απόδειξη που πιστοποιεί την ”ανατολή” και τη ”δύση” στη ζωή με τον ίδιο τρόπο που ανατέλλει και δύει ο ήλιος στον ορίζοντα. Ωστόσο, σε αντίθεση με εκείνον, δεύτερη ”ανατολή” επί γης για τον άνθρωπο δεν υπάρχει.
Αυτό δεν μπορούσαμε όμως να το συλλάβουμε τότε, γιατί τα μάτια μας έβλεπαν μόνο ανατολές. Σε βαθμό που, και να ήθελαν ακόμα οι γονείς μας να μη μιλάμε για τον ήλιο που σβήνεται με τον θάνατο του ανθρώπου, εμείς θα αρνιόμασταν να τα ακούσουμε. Θα τειχίζαμε τα αυτιά μας με το τείχος της σιωπής…
Όσο μάταιος και να είναι αυτός ο κόσμος, εμείς — σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία που ήμασταν — ήταν αδύνατο να δούμε την τυφλή σκιά, τα σκοτεινά ανάγλυφα της ζωής και το κενό που ήταν πεπερασμένο, μέχρι την ώρα που μας ξύπνησε ένας καθηγητής Θεολόγος, ο οποίος μας άφησε σύξυλους κάποια Χριστούγεννα όταν — στην τελευταία παράδοσή του πριν τις ολιγοήμερες διακοπές — μας είπε κάτι πρωτοφανές, με τη λύπη ζωγραφισμένη στα μάτια του, προκαλώντας μας τρόμο:
”Αντί να χαιρόμαστε και να πανηγυρίζουμε εμείς οι άνθρωποι κάθε νέα χρονιά που έρχεται, θα έπρεπε να λυπόμαστε και να κλαίμε γιατί προσεγγίζουμε όλο και περισσότερο προς το τέλος της ζωής και δεν πρόκειται να αναστηθούμε σαν τον Χριστό πριν να έρθει το πλήρωμα του χρόνου: η Ανάσταση των εν Χριστώ νεκρών δια της Δευτέρας Παρουσίας Του!!!
Ήταν τέτοιο το σοκ και ο συγκλονισμός όλων μας, ώστε την πρώτη εβδομάδα των διακοπών που ακολούθησε ήμασταν οι περισσότεροι κρεβατωμένοι. Άρρωστοι από κρίση άγχους, που δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε και όταν γινόταν αυτό, έφερνε στα όνειρά μας άφωνα φαντάσματα πεθαμένων συγγενών μας, τα οποία μας άπλωναν ικετευτικά τα χέρια σαν να μας παρακαλούσαν να τους ξαναφέρουμε στη ζωή…
Τότε τα καταλάβαμε όλα και αργότερα αρχίσαμε να τα ψάχνουμε. Ψάξε, ψάξε, εντωμεταξύ, πλουτίζαμε σε γνώσεις. Μάθαμε ότι το νήμα της ζωής ήταν πεπερασμένο, αλλά το όλο μυστήριο του επικείμενου τέλους δεν μπορούσαμε να το λύσουμε. Γι’ αυτό μεγάλωνε η περιέργεια μέσα μας, σχεδόν μας μεθούσε.
Μας μεθούσε γιατί φανταζόμασταν τον θάνατο σαν τον εξαποδώ που ερχόταν να πάρει την ψυχή του ανθρώπου, να την υποδουλώσει. Και έκανε αισθητή την αόρατη παρουσία του, γιατί μούγκριζε σαν ανταριασμένος ωκεανός μέσα στην νύχτα.
Ωκεανός που σήκωνε πανύψηλα κύματα. Κύματα που ξεπηδούσαν τυραννικά μπροστά στον ετοιμοθάνατο και έμοιαζαν πότε με χειμάρρους θανατηφόρους και πότε με σκοτεινούς γίγαντες κάτω από το αιθέριο φως μιας αστραπής η οποία φώτιζε σαν νεκρική λαμπάδα το κονταροχτύπημά τους.
Τι ήθελε να μας πει αυτά που μας είπε ο ηλικιωμένος Θεολόγος μας; Μας έκανε να ανακαλύψουμε τον Θεό της Γέννησης, αλλά και τον δαίμονα του θανάτου ο οποίος ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένος μαζί της.
Του θανάτου που έφερε το χάος του σκοταδιού και συντρίφτηκε από τον Χριστό με την θεϊκή Του Ανάσταση. Η συντριβή των δεσμών του θανάτου διάνοιξε τις πύλες του Άδη και έδωσε ελπίδες στον άνθρωπο για ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, όπως το υποσχέθηκε Εκείνος.
Αυτά όμως ήταν ακατανόητα για μας τα παιδιά και γι’ αυτό κλείναμε τα αυτιά μας στις συζητήσεις των μεγάλων για τη ζωή, τον θάνατο και το θαύμα της Ανάστασης του Κυρίου. Αφήναμε τα φτερά της φαντασίας μας να απλώσουν μέχρις εκεί που έφταναν τα όρια της αντίληψής μας.
Το πνεύμα της ζωής καθρεφτιζόταν στην καθημερινότητά μας έτσι κι αλλιώς. Και αυτό το νιώθαμε ασυναίσθητα, χωρίς να χρειάζεται να το επεξεργαστούμε. Καθρεφτιζόταν στις σκέψεις, τις πράξεις, τις πτυχές της δημιουργικότητάς μας.
Καθρεφτιζόταν στα επίπεδα συμπεριφοράς μας, αλλά και στα μαθήματα που μας έδινε η ζωή στη φύση (η φιλοσοφική λίθος της) και θα τα κρατούσαμε για πάντα μες στο μυαλό μας:
Το πρώτο ήταν ότι τίποτα δεν πεθαίνει στη φύση. Απλά εξελίσσεται. Κι αν μας φαίνεται ακόμα ότι έχει πεθάνει, γρήγορα μας διαψεύδει το ξεπέταγμά του σαν τον αναγεννώμενο από τις στάχτες του Φοίνικα .
Το δεύτερο είναι ότι ο κόσμος αποτελεί πεδίο μάχης για την υπερίσχυση του Καλού ή του Κακού. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού γεμίζει με ελπίδα τον άνθρωπο λόγω της σάρκωσης και ενανθρώπισής Του.
Μεγαλύτερη όμως ελπίδα σ’ αυτόν δίνει η Ανάστασή Του, που συμβολίζει τον τελικό θρίαμβο του καλού επί του κακού, την νίκη της χριστιανικής ζωής (συνώνυμης με εκείνην της Αρετής των αρχαίων Ελλήνων επί της Κακίας) με βάση την φιλαδελφία του ”αγαπάτε αλλήλους” και την αλληλεγγύη που ξεπερνά τη φιλανθρωπία και γίνεται όπλο επιβίωσης του ανθρώπου στον Χριστιανισμό!