Αντί προοιμίου παραθέτω το κάτωθι ποίημα με διαχρονικά επίκαιρα μηνύματα, του Μανώλη Αναγνωστάκη το οποίο δημοσιεύτηκε εις την εφημερίδα «Αυγή» εν έτει 1983, με τίτλο «Φοβάμαι» ένθα και συμπυκνώνει εύγλωττα την αργυρώνητη, διττά υποκριτική, γενιά του Πολυτεχνείου, ήτοι του σύγχρονου εθνικού ενδοτισμού και μνημονίων:
«Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο»
Η πολιτική εξέλιξη εν τη Πατρίδι μας, ευρίσκεται εις υβριδικόν και νηπιώδες στάδιο, ότε, ο Ελληνικός λαός στερείται ουσιώδους και στοιχειώδους κριτικής πολιτικής ικανότητας να αποσκορακίσει τα αληθή από τα ψευδή γεγονότα, εντοπίζοντας αληθώς την γενεσιουργό αιτία ορισμένων πολιτικών φαινομένων, με αποτέλεσμα να καθίσταται εις το διηνεκές έρμαιο της κρατικής πολιτικής προπαγάνδας.
Το πολύφερνο «Πολυτεχνείο» τι αληθώς πρεσβεύσει σήμερα, ποιος υποκίνησε την δημιουργία του και για ποιο λόγο την ορισμένη χρονική περίοδο του μηνός Νοεμβρίου του έτους 1973 εξερράγη, δια να αναχαιτίσει ή επιγενομένως να δρομολογήσει τι άραγε; -καθότι, η αυθόρμητη κατά τα άλλα εξέγερση των φοιτητών, απετέλεσε θρυαλλίδα για την επιβολή μίας πιο σκληρής δικτατορίας με την αρχή του τέλους δια τα μετά ταύτα, τετελεσμένα της μαρτυρικής Μεγαλονήσου.
Ασφαλώς η ιστορική ανάλυση και η συνακόλουθη πολιτική ερμηνεία, ουδόλως απλώς εξαντλείται στις αδρές γραμμές ενός άρθρου, πλην όμως τοιουτοτρόπως, διασπείρονται θαρρώ γόνιμα ερεθίσματα συγκριτικής και επισκοπήσεως των πολιτικών γεγονότων.
Πλην όμως των ανωτέρω, κατά το μάλλον ή ήττον ή εις επίρρωσιν αυτών, απορίας άξιον είναι οι δημοσιεύσεις του «ριζοσπάστη» του Κ.Κ.Ε, της εποχής, όπου υπονόμευε την εξέγερση ως «προβοκάτσια των Η.Π.Α», παρά την μεταγενέστερη υποκριτική οικειοποίηση του, ιδίως μετά την εκκωφαντική πτώση της μαρξιστικής ιδεοληψίας της ολοκληρωτικής οιονεί αυτοκρατορίας του Σιδηρούν Παραπετάσματος.
Ανεξαρτήτως όμως της αντικειμενικής αλήθειας η οποία είναι γνωστή της πάσι, ως εκ τούτου λοιδορείται ο Ελληνικός λαός συλλήβδην υπό των κομμάτων και προάγεται παντελώς κιβδηλοποιημένη η αλήθεια και παραχαραγμένα τα γεγονότα, ακριβώς δια να μην αναδυθεί η δυσώδης σήψη των αληθών γεγονότων όπως ακριβώς έλαβαν χώρα παρσκηνιακά, και καταρρεύσουν μετά ταύτα, δήθεν οι παγιωμένες ιδεολογικές πεποιθήσεις των πολύφερνων κομμάτων ιδίως της ψευδώνυμης αριστεράς.
Ο εσμός των συμφερόντων και η εμπλοκή των υπερεθνικών μυστικών υπηρεσιών καθόρισαν την μοίρα του τόπου συμπαρασύροντας τον άδολο ενθουσιασμό ορισμένων νέων, να διεκδικήσουν επί ματαίω την πραγματική ακομμάτιστη δημοκρατία, εν μέσω της περιόδου εκείνη, όπου η κοινωνία κόχλαζε.
Τηρουμένων λοιπών των αναλογιών, η πολύπτυχη σφαίρα των ιστορικών γεγονότων, το πολυαιτιοκρατικόν της θεμελίωσης του Πολυτεχνείου ως ιστορικό συμβάν και εκβάν, η επιβουλή του γνήσιου πατριωτισμού των φοιτητών με τις Ελληνικές σημαίες ανά χείρας, προδόθηκαν εν τη γενέσει του εγχειρήματος αυτού και πολλώ δε μάλλον εκ της πολύφερνης μεταπολιτεύσεως και εντεύθεν, όπου οι δήθεν κατατρεγμένοι, υπό της δικτατορίας,επιμελεία τότε του Πασόκ, μετετράπησαν σε ολιγάρχες δήμιους, πρεσβευτές της κεφαλαιοκρατίας, της σήψης και της διαφθοράς.
Εντούτοις, η ατιμία είναι ότι το Πολυτεχνείο έχει καταστεί αντικείμενο καπηλείας της δήθεν νεωστί επαναστατικής αριστεράς η οποία εν τοις πράγμασι όμως αποτελεί μέρος του πυρήνα του εριζωμένου κατεστημένου, το οποίο εν γνώσει του ποδηγετεί την κοινή γνώμη, εξαπατώντας τον Ελληνικό λαό, δια της αθέμιτης αποκρύψεως της ιστορικής αληθείας.
Η χρόνια δε συντήρηση του ψεύδους, υπό του συστήματος, πραγματοποιείται, δια της διασποράς ψευδών και αναπόδεικτων ιστορικών στοιχείων, δια της φαιάς και μελαίνης προπαγάνδας, και πολλώ δε μάλλον δια της διέγερσης των πολιτών, σε αμοιβαία διχόνοια, φανατίζοντας εμπρηστικά τον λαό, με συνθήματα διχοστασίας και ρητορικής μισαλλοδοξίας.
Η χειραγώγηση της φανατισμένης, πνευματικά ευνουχισμένης και απονεκρωμένης από άποψη υγιών αντανακλαστικών κριτικής σκέψης, μάζα, αποτελεί το εργαλείο συντήρησης και διάπλασης ενός μύθου, το οποίο ναι μεν οικοδομείται εις σαθρό και αμμώδες υπόβαθρο, πλην όμως δε αναπαράγεται ως ένας είδος ακατάληπτου «τοτέμ» το οποίο παραδοσιακά αναπαράγεται, καίτοι στερείται οιουδήποτε συμβόλου ή κοινωνικού μηνύματος εις τον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Έτι περαιτέρω, πέραν της θεωρητικής ιστορικής και πολιτικής προσέγγισης, οι επιγενόμενοι πολιτικοί, προερχόμενοι από το σημείο αναφοράς του Πολυτεχνείου, οι ίδιοι κατέστησαν δήμιοι του Ελληνικού λαού, εμπαίζοντας τον, συνθηκολογώντας ως σύγχρονοι κοχλίες με τις «μεγάλες δυνάμεις» τις οποίες καθύβριζαν εκ του ασφαλούς.
Η Ελλάς περιήλθε εις τον σοσιαλιστικό γύψο των Μεγάλων Δυνάμεων, εις τα εθνικά θέματα, καταλύθηκε η δομή του κράτους, παρεισέφρησαν ανθελληνικοί θύλακες οι οποίοι κατακρεούργησαν με μανία παν Ιερό όπως την Ιστορική μνήμη αλλά προεχόντως και κυρίως την Ελληνική γλώσσα, ιδεολογικοποιήσαν ο,τιδήποτε εθνικό, η νοοτροπία αυτή υπό τις πιο ακραίες σύγχρονες παραλλαγές καθολικού αφελληνισμού των πάντων εξικνείται άχρι σήμερον.
Μετά ταύτα, ως προς την εγκαθίδρυση του κομματικού κράτους, δια της καταβαραθρώσεως κάθε αντικειμενικού αξιοκρατικού κριτηρίου, ηκολούθησαν ανεξαιρέτως την ίδια εθνικά ενδοτική και ανθελληνική και καταστροφική πολιτική άπαντα τα επακολουθήσαντα κόμματα ανεξαιρέτως, παρεκτός ορισμένων φωτεινών προσωπικοτήτων, οι οποίες όμως και αυτές εδιώχθησαν όταν συνετάγησαν προς την ανόρθωση και ανάσταση της Πατρίδας μας.
Τι άραγε τιμάμε, πέραν της συγκεχυμένης ιδεοληψίας, την εμμονή προς τον ανθελληνισμό, την κατάλυση του έθνους κράτους και τον άνευ όρων, δηλονότι τον εκούσιο εξανδραποδισμό μας, προς τα κελεύσματα της προελαύνουσας παγκοσμιοποίησής, τον εθισμός προς την παραχάραξη της αληθείας ή την συνενοχή προς την διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.
Συνελόντι ειπείν οι ελληνικές σημαίες οι οποίες κράδαιναν τότε αυθόρμητα, ανεπηρέαστα και ακομμάτιστα οι έχοντες εθνική συνείδηση φοιτητές με το σύνθημα, «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», μετετράπηκαν σε άκρατο υλισμό, ενδοτισμό και εσχάτη προδοσία. Η χαίνουσα σηψαιμική πληγή της πατρίδας μας θα επέλθει μόνον με βαθεία κριτική ούτως ώστε να σταθούμε εις το ύψος της Ιστορίας η οποία μας έχει αδήριτη ανάγκη, άλλως ήδη είμεθα ευεπίφοροι να αφανιστούμε υπό της αδηφάγου βουλιμίας της Παγκόσμιας ουτιδανοσύνης.