Η έννοια του έθνους και της Πατρίδος συνιστούν θεμελιώδες Συνταγματικά κατοχυρωμένες ακατάλυτες Αξίες, καθότι αναβλύζουν εκ των διαχρονικών και αναλλοίωτων επίμοχθων αγώνων των, με αυταπάρνηση θυσιασθέντων αγωνισαμένων προγόνων μας, δια την Ελευθερία, την ζώσα Ορθόδοξη παράδοση και την Εθνική μας Ανεξαρτησία.
Ούτως εις το πρώτο Συνταγματικό κείμενο της Επαναστατημένης Ελλάδας το καλούμενο ως «Προσωρινόν πολίτευμα της Επιδαύρου» γίνεται εμμέσως πλην σαφώς ρητή μνεία περί του έθνους αναφερόμενη ως εξής: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδας πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες»
Είναι πρόδηλο ότι το έθνος υποκρύπτεται εις την διάταξη κάτω από τις δηλωτικές λέξεις και φράσεις : α) αυτόχθονες κάτοικοι και β) πιστεύουσιν εις Χριστόν. Με τις δύο αυτές φράσεις δηλώνονται δύο από τα θεμελιακά στοιχεία του έθνους, δηλονότι το «ομόαιμον» και το «ομόθρησκον» κατά τον Ηρόδοτο.
Ως εκ τούτου υποδηλώνεται η ταυτότητα των κατοικούντων, εις την Ελλάδα η οποία δέον όπως έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία θα τους καθιστά κληρονόμους του παρελθόντος και θεματοφύλακες του μέλλοντος διότι τοιουτοτρόπως δύνανται να διεκδικούν το κοινό αίτημα της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, άρα κοινή καταγωγή, αγάπη δια την γή, δια την πατρίδα και την Θρησκεία, ήτοι δια τον πολιτισμό.
Άρα λοιπόν ο πυρήν της Εθνικής ταυτότητας η οποία προσδιορίζει τον Ελληνισμό καθίσταται το ομόαιμον, κοινή καταγωγή, από την ίδια γη και το ομόθρηκσον, πίστη εις το Χριστόν, ως δεσπόζουσα πολιτισμική συνιστώσα αλλά και εν τοις πράγμασι βιωματική πίστη προς την Κεφαλή της Εκκλησίας μας.
Εξάλλου ρητή αναφορά γίνεται και εις το Σύνταγμα της Τροιζήνας ως εξής: Εις το άρθρο 5 του οποίου ορίζεται ότι « η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού» Είναι η πρώτη διάταξη Ελληνικού Συντάγματος που καθιερώνει την λαϊκή κυριαρχία ως πηγάζουσα από το έθνος.
Ταύτη είναι η Συνταγματική μας κληρονομικά εξ ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους, μετά ταύτα βεβαίως, εξοβελίσαμε την ίδια την παράδοσή μας δίκην ενός αόριστου προοδευτισμού και επάγομαι ακολούθως: Το πρώτο Σύνταγμα εις το οποίο γίνεται ρητή αναφορά εις το έθνος είναι το Σύνταγμα του 1844, το οποίο προέκυψε από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Στο άρθρο 60 το Σύνταγμα αυτό όριζε ότι: «οι Βουλευταί εκπροσωπούσι το έθνος και ουχί μόνον την επαρχίαν υπό της οποίας εκλέγονται».
Εκτενέστερη όμως και πιο συγκεκριμένη και ουσιώδης αναφορά εις το έθνος γίνεται με το επακολουθήσαν Σύνταγμα του 1864. Στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος εκείνου οριζόταν ότι : «άπασαι οι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του έθνους, εκτελούνται δε καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και στο άρθρο 67 επαναλαμβανόταν η διάταξη του άρθρου 60 του 1844 : «οι Βουλευταί αντιπροσωπεύουσι το έθνος και ουχί μόνον την επαρχίαν υπό της οποίας εκλέγονται». Έκτοτε οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται εις όλα τα Συντάγματα του 1911, 1927 και 1952.
Το λεγόμενο «Δημοκρατικό Σύνταγμα» του 1927 όριζε επιπλέον εις το άρθρο 24 ότι : «ο γάμος ως θεμέλιον…..της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους τελεί υπό την ιδιατέραν προστασίαν του Κράτους».
Εν τέλει το ισχύον Σύνταγμα ορίζει το μεν άρθρο 1 παρ. 3 ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαού , υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», στο άρθρο 51 παρ. 2 ότι «οι Βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος».
Ως εκ τούτου δηλαδή ομιλούμε κατ’ ουσίαν δια την οριοθέτηση των εννοιών του λαού και του έθνους, σαφώς το τελευταίο «αγαθό» υπερτερεί έναντι των πάντων διότι συνιστά το σύνολο της Ελληνικής προσωπικότητας όπως έχει διαμορφωθεί εις τον χρόνο, συγκεφαλαιώνοντας, την αργόσυρτη ιστορική διαδρομή, την θρησκεία τη γλώσσα, τους πολέμους, τις τέχνες, τα γράμματα, τις θυσίες, τον διαρκή αγώνα ενός λαού το οποίο αυτοπροσδιορίζει οντολογικά την ύπαρξη του εις την πορεία των αιώνων, εξ αυτού του λόγου το έθνος συνιστά θέμεθλο δια την Συνταγματική έννομη τάξη διότι συνιστά μέρος της Συνταγματικής Ιστορίας, του πολιτικού γίγνεσθαι και των αναπόδραστων πολιτισμικών οσμώσεων στο διεθνές περιβάλλον, εξ αυτού του λόγου η έννοια έθνος και Πατρίδα επικυρώνονται εκ της Συνταγματικής εννόμου Τάξεως, αργής γενομένης εκ της ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους και εντεύθεν.
Παλαιότερον λοιπόν, αρχής γενομένης των πρωτόλειων Συνταγμάτων, ήτοι 1944, 1864, 1911, 1927 άχρι και το 1952 το έθνος θεωρούταν ως πηγή όλων των εξουσιών κατά άρθρο 1 παράγραφος 3, μετά ταύτα, το Παλαιότερον λοιπόν, αρχής γενομένης των πρωτόλειων Συνταγμάτων, ήτοι 1944, 1864, 1911, 1927 άχρι και το 1952 το έθνος θεωρούταν ως πηγή όλων των εξουσιών κατά άρθρο 1 παράγραφος 3, μετά ταύτα, το 1975 τροποποιήθηκε και ισχύει ως σήμερα ως εξής «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτούς και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Σήμερα η Αξία της Πατρίδος αναγορεύεται σε μείζον εγγυητικό παράγοντα της απαρεγκλίτου τηρήσεως του Συντάγματος εις την ακροτελεύτια διάταξη αυτού, ήτοι την παράγραφο 4 του άρθρου 120 το οποίο παραθέτω ευθύς αμέσως, ήτοι την επιτομή του Συνταγματικού Πατριωτισμού: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Άρα λοιπόν, ναι μεν ο λαός καθίσταται ως ύστατος εγγυητής της Συνταγματικής Νομιμότητας δια της ρητώς παραδεδεγμένης και αναγνωρισμένης υποχρέωσης αντιστάσεως του κατά της οιασδήποτε Αρχής η οποία διολισθαίνει σε πολιτειακές εκτροπές ασκώντας καταχρηστικά την πολιτική εξουσία υποσκάπτοντας τα θεμέλια της συντεταγμένης προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας και του Κράτους δικαίου.
Το προρρηθέν δικαίωμα το οποίο συνιστά ταυτοχρόνως και υποχρέωση των πολιτών απορρέει από την θεμελιώδη υποχρέωση των Ελλήνων πολιτών να εκδηλώνουν εμπράκτως αφοσίωση προς την πατρίδα και την δημοκρατία όπως και αναφέρεται ρητώς εις την παράγραφο 2 του οικείου άρθρου το οποίο παραθέτω , άρα ερείδεται στην ευλαβική υπακοή προς το Σύνταγμα. Παράγραφος 2 «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην πατρίδα και την Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των πολιτών».
Νοείται λοιπόν ότι ο πολίτης (λαός), η Δημοκρατία και Πατρίδα, συνιστούν θεμελιώδεις έννοιες, αξεδιάλυτα και οργανικά συνυφασμένης μεταξύ τους, εν ολίγοις συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις, οι οποίες τελούν σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους και αποβλέπουν, στην διαφύλαξη και περιφρούρηση της απαρέγκλιτου τηρήσεως της Συνταγματικής εννόμου τάξεως.
Κατά συνέπεια λοιπόν το δικαίωμα αντιστάσεως, έναντι της εκάστοτε Αρχής η οποία εκδηλώνει δια πράξεων και παραλείψεων και δη κατ’ εξακολούθηση, την κατάφωρη περιφρόνηση προς την πιστή εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος, επαφίεται στον πατριωτισμό την Ελλήνων, τούτο σημαίνει ότι ο Συνταγματικός νομοθέτης έχει αναγάγει την φιλοπατρία σε συστατικό στοιχείο της Συνταγματικής νομιμοφροσύνης.
Περαιτέρω λοιπόν η αντίσταση, ως έκφανση αφοσίωσης στην πατρίδα και στην δημοκρατία συνιστά δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών, οι οποίοι δύνανται να αντιδράσουν με την μετέλευση οιουδήποτε προσφόρου μέσου θεμιτού ή αθέμιτου με γνώμονα να διαφυλάξουν πάση θυσία την Συνταγματική Νομιμότητα και την Δημοκρατία.
Το αυτό ίσχυε εις όλα τα Συντάγματα του Ελληνικού Κράτους πλέον, ήτοι του 1843,1864,1911,1927 και 1952 αναγράφουν εις το ακροτελεύτιο άρθρο τους : « η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον Πατριωτισμό των Ελλήνων….».
Το δικαίωμα αντίστασης κατά της αρχής συνιστά άτυπη κύρωση κατά παρανόμου η καταχρηστικής άσκησης της πολιτικής εξουσίας στην καλύτερη δε περίπτωση προληπτική εγγύηση τήρησης της συνταγματικής νομιμότητα στο βαθμό μπορεί να αποτρέπει τους κυβερνώντες από συναφή ατοπήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή ύστατη κατασταλτική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος στον βαθμό που εμπιστεύεται τους πολίτες την Πλην όμως η εν λόγω αρχή συνιστά απλώς μία αμιγώς θεωρητική διακήρυξη, επί της οποία δεν χωρεί η δικαστική επιδίωξη εφαρμογής της δια ασκήσεως οιουδήποτε προσήκοντος ένδικου βοηθήματος.