Μπορεί ο Χριστός να γεννήθηκε πριν από 2.022 χρόνια κατεβαίνοντας απ’ τον ουρανό στη γη για να θεωθεί μέσω της Θεοτόκου Μαρίας, όμως γεννιέται και θα γεννιέται κατ’ έτος σε τροχιά Δωδεκαημέρου (Γέννηση-Πρωτοχρονιά-Φώτα) όσο πιστεύουμε σε Αυτόν και εντάσσουμε την Γέννησή του στη συλλογική και εθνική μας συνείδηση.
Όσο στην εποχή του Ίντερνετ, της ταχύτητας και της πληροφορικής που ζούμε, διαφυλάσσουμε κατά το δυνατόν τα πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη και έθιμα, τα οποία — αν και αλλοιώνονται και διεθνοποιούνται μέσα στο χρόνο — εξακολουθούν να αποπνέουν ακόμα την ενότητα, τη θαλπωρή και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων.
Κι όσο αποπνέουν αυτά, νιώθουμε την ανάγκη εμείς οι Έλληνες για θρησκευτική κατάνυξη, ψυχική ανάταση και ενσωμάτωση του ορθόδοξου πνεύματος των Χριστουγέννων στη φυσιολατρία και την εθιμοτυπία, που εντάσσονται εορταστικά στους παράγοντες και ρυθμιστές της ζωής μας.
Παράγοντες και ρυθμιστές οι οποίοι έχουν ενσωματώσει στην ελληνική παράδοση από χρόνια (εποχή Όθωνα και εντεύθεν) ξενόφερτα έθιμα και συνήθειες φερμένες απ’ την Ευρώπη, όπως το έλατο (οποιοδήποτε αειθαλές δέντρο ή κλαδί αυτού: από κουμαριά ή ελιά, λ.χ) που στολίζουμε με πολύχρωμα λαμπιόνια και γκι, για να κάνουμε εορταστική την ατμόσφαιρα.
Όπως η ανταλλαγή δώρων, τα πλούσια εδέσματα στο χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, το κούτσουρο από χοντρό κορμό δέντρου που καίει για 12 μέρες στο τζάκι (σ.σ: η στάχτη του θεωρείται παραδοσιακά απολυμαντικό σύμβολο), τα κλαδιά ελιάς και οι καρποί που ρίχνουμε σε αυτό (σ.σ: από τον κρότο που έκαναν καθώς καίγονταν, προέβλεπαν οι παλιές ”οιωνοσκόποι”-νοικοκυρές το μέλλον) και, τέλος, η στάχτη με την οποία ραντίζουμε ένα γύρο το σπίτι την ημέρα των Φώτων, για να φύγουν ”τα παγανά” των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι.
Την τιμητική τους, φυσικά, στον συμβολικό κύκλο του Δωδεκαημέρου έχουν το Χριστόψωμο και η Βασιλόπιτα. Το πρώτο, που ντύνει μαγικά και διαχρονικά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, στολιζόταν περίτεχνα κατά το παρελθόν από τις Ελληνίδες νοικοκυρές της υπαίθρου με καρύδια και ζυμαρένια σύμβολα της καθημερινής αγροτικής τους ζωής (αλέτρι, αμόνι κλπ).
Σύμβολο το οποίο είχε την τιμητική του στον παραδοσιακό εορτασμό των Χριστουγέννων (με την ”εισαγόμενη” γαλοπούλα, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες) ήταν και και το Καράβι, άμεσα συνδεδεμένο με την μαγεία και τη δεισιδαιμονία που κουβαλούν οι δύσκολες (λόγω καιρικών συνθηκών) μέρες και νύχτες του Δωδεκαημέρου.
Μέρες και νύχτες που θέλουν την οικογένεια να μαζεύεται στο σπίτι για λόγους ασφάλειας (βλ. παραδοσιακή αντίληψη για επιστροφή βοσκών από βουνά και δεμένα καράβια από του Αγίου Νικολάου [προστάτη των ναυτικών] έως το τέλος του 12ημέρου), ώστε να μην κινδυνεύουν τα μέλη της απ’ τα ”οξαποδώ δαιμόνια”, τα ”παγανά”, τους καλικάντζαρους οι οποίοι ανεβαίνουν κατ’ έτος στη γη τέτοιο καιρό και αναστατώνουν τον κόσμο πριν επιστρέψουν στα έγκατά της.
Το δεύτερο κυρίαρχο παραδοσιακό σύμβολο, μετά το Χριστόψωμο, είναι η Βασιλόπιτα, οι ρίζες της οποίας φτάνουν στην αρχαία ελληνική γιορτή των ”Κρονίων”. Αυτήν πήραν οι Ρωμαίοι και την μετάλλαξαν σε ”Σατουρνάλια”, για να την παραδώσουν στη συνέχεια στους Φράγκους.
Σαν σε σκυταλοδρομία, μετά απ’ αυτούς, την πήραν οι χριστιανοί και πρόσθεσαν στο γλύκισμα-σύμβολο το θεόπνευστο ”άρωμα” του Αγίου Βασιλείου με την τοποθέτηση νομίσματος μέσα στη πίτα και την ανακήρυξη σε ”τυχερό της χρονιάς” αυτού που θα το έβρισκε.
Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν κόβουμε ποτέ τη Βασιλόπιτα πριν την Πρωτοχρονιά, γιατί συμβολίζει το πέρασμα από την μια χρονιά στην άλλη, σαν ένα μαγικό διαβατήριο προς ημερολογιακή εξυπηρέτησή μας στη ροή του χρόνου.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι σε κάποιες αγροτικές περιοχές οι Ελληνίδες νοικοκυρές έβαζαν στο ζυμάρι της βασιλόπιτας ένα κομματάκι άχυρο, κλήμα ή κλώνο ελιάς, (ανάλογα με την παραγωγή της περιοχής), για να έχουν καλή σοδειά τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Εννοείται ότι στην παραδοσιακή πατριαρχική κοινωνία του παρελθόντος (που αφήνει το αποτύπωμά της και στο παρόν) το γενικό πρόσταγμα το είχε ο νοικοκύρης του σπιτιού, ο οποίος σταύρωνε, έκοβε και μοίραζε τα κομμάτια της στα μέλη της οικογένειάς του και τους επισκέπτες ή φιλοξενούμενους, αφού ξεχώριζε αυτά για τον Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Βασίλειο, το σπίτι, τα περιουσιακά στοιχεία και τους ξενιτεμένους της οικογένειας.
Ξεχωριστή σημασία, μες στη σωρεία των εισαγόμενων χριστουγεννιάτικων συμβόλων που αφομοιώθηκαν απ’ τη λαϊκή μας παράδοση, έχει ασφαλώς το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα.
Έγινε αμέσως αποδεκτό, γιατί ανταποκρινόταν θαυμάσια στις εθιμικές συνήθειες των περιόδων ζωής και εξέλιξης του λαού μας, αφού έδενε θαυμάσια με τα πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη και έθιμα, στα οποία προσέδωσε τη φαντασμαγορία που τους έλειπε μέχρι τότε.
Έτσι εξηγείται γιατί, το ενταγμένο στη λαϊκή μας παράδοση χριστουγεννιάτικο δέντρο (που δεν ήταν ποτέ στατικό, αλλά μονίμως ανανεωνόταν αισθητικά), εξοβέλισε εξ αρχής σαν χριστουγεννιάτικο στόλισμα το (ελληνικό) Καράβι, περιορίζοντάς το σε κάποιες θαλάσσιες μόνο περιοχές, όπου έπαιρναν μινιατούρες του τα παιδιά και πήγαιναν να καλαντίσουν.
Αντίθετα με το Καράβι, το σύμβολο που έμεινε αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο (προσαρμοσμένο πάντα στις διαλέκτους του Ελληνισμού) και έχει την τιμητική του απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας είναι τα Κάλαντα. Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων!
Αυτά, λίγο πολύ, ακούγονται μέχρι σήμερα στις ελληνικές γειτονιές (παραδοσιακές και σύγχρονες) και έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και εθνική ζωή του τόπου. Έχουν επηρεάσει εμάς τους ίδιους, βασικά, διώχνοντας δια μαγείας την πίεση της καθημερινότητας που μας βαραίνει.
Χάρη στα Κάλαντα, χρωματίζεται το δωδεκαήμερο της ανάπαυλας και των αργιών (εντός και εκτός εισαγωγικών) δίνοντάς μας τη δυνατότητα να αισθανθούμε την άλλη διάσταση των γεγονότων της ζωής και της θρησκευτικής μας παράδοσης, μπολιασμένη με την κατάνυξη και την ψυχική ανάταση της Θείας Γέννησης, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Σε κάθε περίπτωση όλα αυτά μετατρέπουν σε μαγικό το χριστουγεννιάτικο Δωδεκαήμερο και επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι όσο και να έχουν αλλάξει τα ήθη και έθιμα του παρελθόντος στη ροή του χρόνου, παραμένει ατόφια, αναλλοίωτη η εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών και η πίστη μας ότι τα παιδικά Κάλαντα δεν είναι η… ”πατροπαράδοτη, ετήσια επαιτεία”, αλλά η φωνή των ελληνικών αιώνων, όπως την μάντεψε και τον αποτύπωσε στον συμβολικό και διαχρονικό πίνακα της εθνικής μας ζωής ο μεγάλος ζωγράφος μας Νικόλαος Λύτρας.