Το θράσος του Ερντογάν δεν έχει πλέον όρια. Χαρακτηριστική η επίθεση που εξαπέλυσε από το Βερολίνο παρουσία του Σολτς κατά της Ευρώπης για το Ολοκαύτωμα. Και δυστυχώς δεν βρέθηκε κανείς να του πει ότι ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να κάνει το Oλοκαύτωμα αν η Τουρκία δεν είχε σταθεί το πλευρό του το διάστημα 1941-1945.
Ήδη φέτος και δη στις 18 Ιουνίου 2023, συμπληρώθηκαν ογδόντα δύο ολόκληρα χρόνια από την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας ανάμεσα στην Τουρκία και στον Χίτλερ. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο έχουμε αναδείξει επανειλημμένα με σχετική μας αρθρογραφία.
Έτσι λοιπόν την ώρα που σύσσωμος ο Κρητικός λαός αποδεκάτιζε τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές στην μεγαλειώδη μάχη της Κρήτης στο διάστημα 20 Μαΐου -1η Ιουνίου 1941, την ώρα που ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβαζαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη τη νύκτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, οι Τούρκοι διαπραγματευόταν για να τα βρουν με τον Χίτλερ.
Την ώρα που ο Ελληνικός λαός έδινε σύσσωμος τη μάχη της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στον Άξονα, η Τουρκία προχωρούσε στη Σύναψη Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας με τον Χίτλερ και τους ναζί.
Έτσι σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία πολέμησε τους Ιταλούς στη Βόρειο Ήπειρο και τους Γερμανούς στο Ρούπελ, η Τουρκία τάχθηκε ανοιχτά και επίσημα με το μέρος των ναζί.
Ειδικότερα στις 4 Μαρτίου 1941 ο Χίτλερ έστειλε επιστολή προς τον τούρκο πρόεδρο Ισμέτ Ινονού την οποία του παρέδωσε ο πρέσβης της χιτλερικής Γερμανίας στην Άγκυρα φον Πάπεν. Στην επιστολή του ο Χίτλερ έδινε τη διαβεβαίωση στην Άγκυρα ότι δεν επρόκειτο να επιτεθεί στην Τουρκία και για τον λόγο αυτόν τα ναζιστικά στρατεύματα που είχαν μπει στη Βουλγαρία θα έμεναν μακριά από τα σύνορα με την Τουρκία, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Στην επιστολή αυτή του Χίτλερ, τελικά απάντησε ο Ινονού στις 19 Μαρτίου 1941. Το βέβαιο είναι πάντως ότι όταν στις 6 Απριλίου 1941 ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πατρίδα μας και ο ελληνικός λαός έδινε τιτάνιο αγώνα, την ίδια ώρα οι Τούρκοι έκαναν μπίζνες με τους ναζί για να τα κονομήσουν ως συνήθως.
Τελικά στις 18 Ιουνίου 1941, η Τουρκία συνήψε με τη ναζιστική Γερμανία και τον Χίτλερ την Γερμανο-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας. Η Συνθήκη υπογράφτηκε στην Άγκυρα από τον πρέσβη της χιτλερικής Γερμανίας Φραντς φον Πάπεν και τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Μεχμέτ Σουκρού Σαράτζογλου.
Επρόκειτο για ένα Σύμφωνο μη επιθέσεως διαρκείας δέκα ετών στο οποίο πέραν των άλλων Χίτλερ και Τουρκία συμφωνούσαν σε αμοιβαίο σεβασμό των συνόρων τους καθώς και σε ειρηνική επίλυση των διαφορών τους.
Ειδικότερα στο προοίμιο της Συνθήκης αναφερόταν ότι Γερμανία και Τουρκία έχοντας την επιθυμία να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις «επί βάσεως αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ειλικρινούς φιλίας» αποφάσισαν να συνάψουν Συμφωνία υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των υποχρεώσεων που είχαν μέχρι τότε οι δύο χώρες και για τον λόγο αυτόν διόρισαν ως πληρεξούσιους των δύο πλευρών για την υπογραφή της Συμφωνίας τον πρέσβη Φράντς φον Πάπεν εκ μέρους της Γερμανίας και τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Σουκρού Σαράτσογλου.
Στη συνέχεια στο άρθρο 1 της Συνθήκης αναφερόταν ότι Γερμανία και Τουρκία αναλαμβάνουν να σεβαστούν αμοιβαίως την ακεραιότητα και το απαραβίαστον του εθνικού εδάφους τους και να μην λαμβάνουν κανένα μέτρο το οποίο να στρέφεται άμεσα ή έμμεσα κατά του άλλου συμβαλλομένου μέρους.
Στο άρθρο 2 της Συνθήκης προβλεπόταν ότι Γερμανία και Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση στο μέλλον να έρχονται φιλικώς εις επαφήν σε σχέση με όλα τα ζητήματα που αφορούν αμοιβαίως τα συμφέροντά τους προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία ως προς τον τρόπο με τον οποίον θα χειριστούν παρόμοια ζητήματα.
Το άρθρο 3 προέβλεπε τα περί της κύρωσης της Συνθήκης η οποία θα ήταν δεκαετούς διάρκειας ενώ θα μπορούσε με συμφωνία των μερών και να παραταθεί.
Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας οι δύο πλευρές αντάλλαξαν διακοινώσεις ως προς τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών μιας και οι Τούρκοι ως γνωστόν δεν κάνουν τίποτε στο τζάμπα.
Σε δηλώσεις του ο Σαράτσογλου επισήμανε με νόημα ότι κατά την διάρκεια όλων των σοβαρών γεγονότων τους τελευταίους αιώνες η Τουρκία και η Γερμανία δεν ήταν ποτέ αντίπαλοι και οι σχέσεις τους ήταν άμεμπτες. Μάλιστα με το Σύμφωνο φιλίας έθεσαν σε στερεότερες βάσεις την φιλία τους.
Και συνέχισε λέγοντας ότι τα δύο έθνη παρείχαν αμοιβαία τη διαβεβαίωση ότι και εις το μέλλον ουδέποτε θα έχουν διαφορές. Και κατέληξε χαρακτηρίζοντας το Σύμφωνο «σπουδαίο ιστορικό έγγραφο φιλίας».
Στη συνέχεια στις 5 Ιουλίου 1941 σε ειδική τελετή στην αίθουσα των Πρέσβεων του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο έγινε η ανταλλαγή των επικυρωτικών εγγράφων μεταξύ της τουρκικής και της γερμανικής αντιπροσωπείας.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τη σύναψη του Γερμανο-Τουρκικού Συμφώνου μη επιθέσεως ο Χίτλερ στις 22 Ιουνίου 1941 επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, έχοντας όμως καθυστερήσει λόγω της ελληνικής αντίστασης στο Ρούπελ και στη μάχη της Κρήτης όπου αποδεκατίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές του. Άλλωστε είναι ιστορικά γνωστό ότι ο Χίτλερ έχασε τη μάχη με τον ρωσικό χειμώνα λόγω της ελληνικής αντίστασης και της συνακόλουθης καθυστέρησης.
Στη συνέχεια τον Οκτώβριο 1941 η Τουρκία υπέγραψε με το Χίτλερ την Συμφωνία Clodius με βάση την οποία εφοδίασε τη ναζιστική πολεμική μηχανή με 45.000 τόνους χρωμίου το διάστημα 1941-42 και με 90.000 τόνους χρωμίου κατ΄ έτος το 1943 και 1944, παρέχοντας έτσι στους ναζί ένα υπερπολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιείται στη διαδικασία κατασκευής όπλων.
Οι οικονομικές σχέσεις της Τουρκίας με τη ναζιστική Γερμανία συνεχίστηκαν απρόσκοπτα. Μάλιστα στις 26 Φεβρουαρίου 1943 πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία η Διάσκεψη του Τουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Βερολίνο.
Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν η απαίτηση της Τουρκίας να της παραχωρηθούν συγκεκριμένα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου προκειμένου να προσχωρήσει στον Άξονα, όπως αποκάλυψε ο Χίτλερ στον Μουσολίνι σε συνάντησή τους στις 29/4/1942 στο Σάλτσμπουργκ.
Και κάτι ακόμη. Μόλις η Τουρκία είδε ότι έρχεται η συντριβή του Χίτλερ τελικά στις 23 Φεβρουαρίου 1945 κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Έτσι η Άγκυρα κατάφερε να πλασαριστεί μαζί με τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!